Ερευνητές του Ινστιτούτου Παστέρ στο Παρίσι σε συνεργασία με συναδέλφους τους από διαφορετικά γαλλικά νοσοκομεία έβαλαν στο «μικροσκόπιο» δύο από τα κύρια μεταλλαγμένα στελέχη του νέου κορωνοϊού που κυκλοφορούν παγκοσμίως, το βρετανικό το οποίο κυριαρχεί αυτή τη στιγμή και στη χώρα μας και το νοτιοαφρικανικό.
Στόχος τους να διερευνήσουν πόσο ανθεκτικά είναι τελικώς τα δύο αυτά στελέχη του SARS-CoV-2 στα εξουδετερωτικά αντισώματα ατόμων που είτε ανέρρωσαν από COVID-19 είτε εμβολιάστηκαν ενάντια στον ιό.
Ανθεκτικότερο το νοτιοαφρικανικό στέλεχος
Οι ερευνητές συνέκριναν την ευαισθησία των δύο αυτών στελεχών και συγκεκριμένα του βρετανικού Β.1.1.7 και του νοτιοαφρικανικού Β.1.351 με εκείνη του αρχικού στελέχους που κυριάρχησε στα προηγούμενα κύματα της πανδημίας (D614G). Οπως είδαν, το βρετανικό στέλεχος εξουδετερώνεται από τα αντισώματα των ατόμων που έχουν αναρρώσει αλλά και των εμβολιασμένων ατόμων (σχεδόν) εξίσου εύκολα με το στέλεχος D614G.
Ωστόσο πιο «ανθεκτικό» αποδεικνύεται το νοτιοαφρικανικό στέλεχος του ιού καθώς απαιτούνται έξι φορές υψηλότερες συγκεντρώσεις αντισωμάτων για την εξουδετέρωσή του σε σύγκριση με το στέλεχος D614G, σύμφωνα με δημοσίευση στην επιθεώρηση «Nature Medicine».
Η μελέτη
Προκειμένου να διεξαγάγουν τη μελέτη τους οι ερευνητές απομόνωσαν τα στελέχη Β.1.1.7 και Β.1.351 από δείγματα που τους παρείχε το Εθνικό Κέντρο Αναφοράς για τους Ιούς που προκαλούν Λοιμώξεις του Αναπνευστικού το οποίο βρίσκεται στο Ινστιτούτο Παστέρ. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης δείγματα ορού του αίματος από άτομα που είχαν προηγουμένως εμβολιαστεί ενάντια στον νέο κορωνοϊό ή είχαν εκτεθεί σε αυτόν με φυσικό τρόπο προκειμένου να μελετηθεί η ευαισθησία των στελεχών του ιού στα αντισώματα που υπήρχαν στον ορό.
Χρήση «αυθεντικού» ιού
«Μέχρι σήμερα η αποτελεσματικότητα των εξουδετερωτικών αντισωμάτων αξιολογείτο κατά κύριο λόγο μέσα από έρευνες που γίνονταν με ψευδοϊούς. Πιστεύουμε ότι είναι ζωτικής σημασίας το να χρησιμοποιούνται αυθεντικά στελέχη του ιού ώστε να αξιολογείται η ευαισθησία του στα εξουδετερωτικά αντισώματα. Στη μελέτη μας απομονώσαμε και χρησιμοποιήσαμε αυθεντικά στελέχη Β.1.1.7 και Β.1.351» ανέφερε ο Ολιβιέ Σβαρτς, εκ των κύριων συγγραφέων της νέας μελέτης, επικεφαλής του Τμήματος για τους Ιούς και την Ανοσία στο Ινστιτούτο Παστέρ.
Πιο «ευάλωτο» το βρετανικό στέλεχος
Με βάση τα ευρήματα, το βρετανικό στέλεχος εξουδετερωνόταν από το 95% των δειγμάτων (79 από τα 83 δείγματα) του ορού ατόμων που είχαν μολυνθεί με τον νέο κορωνοϊό – τα δείγματα αυτά ελήφθησαν μάλιστα έως και εννέα μήνες μετά την πρώτη εκδήλωση συμπτωμάτων COVID-19. Ιδια ήταν τα ποσοστά εξουδετέρωσης και σε ό,τι αφορούσε το στέλεχος D614G. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν παρατηρήθηκε μεγάλη διαφορά στη συγκέντρωση αντισωμάτων που απαιτείτο για να εξουδετερωθούν τα στελέχη D614G και B.1.1.7.
Μερική ανθεκτικότητα στα αντισώματα μετά από φυσική λοίμωξη
Ωστόσο οι επιστήμονες παρατήρησαν μείωση στην ικανότητα εξουδετέρωσης των αντισωμάτων ενάντια στο νοτιοαφρικανικό στέλεχος στο 40% των δειγμάτων ορού ατόμων που είχαν εκτεθεί στον ιό –η μείωση αυτή αφορούσε δείγματα που είχαν ληφθεί εννέα μήνες μετά την αρχική λοίμωξη. Εδειξαν επίσης ότι για να εξουδετερωθεί το νοτιαφρικανικό στέλεχος οι συγκεντρώσεις αντισωμάτων έπρεπε να είναι περί τις έξι φορές υψηλότερες σε σύγκριση με εκείνες που απαιτούνταν για την εξουδετέρωση του D614G. «Δείξαμε ότι τα παραλλαγμένα στελέχη που εξαπλώνονται ταχύτατα, και ιδίως το νοτιοαφρικανικό στέλεχος, εμφανίζουν μερική ανθεκτικότητα στα αντισώματα που παράγονται μετά από φυσική λοίμωξη. Αυτή η μειωμένη αποτελεσματικότητα είναι ιδιαιτέρως αισθητή στα άτομα με χαμηλούς τίτλους αντισωμάτων» σχολίασε ο δρ Σβαρτς.
Η εξουδετερωτική ικανότητα στα εμβολιασμένα άτομα
Η ομάδα διερεύνησε επίσης δείγματα ορού από άτομα που είχαν εμβολιαστεί με το mRNA εμβόλιο των Pfizer-BioNTech. Tα εμβολιασμένα άτομα μελετήθηκαν δύο ως τέσσερις εβδομάδες μετά τη λήψη της πρώτης δόσης του εμβολίου (δηλαδή μέχρι και μία εβδομάδα μετά τη λήψη και της δεύτερης δόσης). Οπως φάνηκε, μετά από δύο εβδομάδες, τα αντισώματα που αναπτύχθηκαν από τον εμβολιασμό μπορούσαν να εξουδετερώσουν μόνο το στέλεχος D614G. Το βρετανικό στέλεχος άρχιζε να εξουδετερώνεται τρεις εδομάδες μετά τον εμβολιασμό, αν και λιγότερο αποτελεσματικά σε σύγκριση με το D614G. Σε ό,τι δε αφορούσε το νοτιαφρικανικό στέλεχος, η εξουδετερωτική ικανότητα των αντισωμάτων ξεκινούσε να είναι ανιχνεύσιμη την τέταρτη εβδομάδα (μία εβδομάδα δηλαδή μετά από τη λήψη και της δεύτερης δόσης του εμβολίου).
Πιο ανθεκτικό το νοτιοαφρικανικό στέλεχος και στους εμβολιασμένους
Συνολικά, μια εβδομάδα μετά τη λήψη της δεύτερης δόσης του εμβολίου, το 80% των δειγμάτων του ορού μπορούσαν να εξουδετερώσουν τα στελέχη D614G και B.1.1.7, ενώ το 60% των δειγμάτων του ορού μπορούσε να εξουδετερώσει το στέλεχος B.1.351.
«Το εμβόλιο προκάλεσε την παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων τα οποία στόχευσαν αποτελεσματικά τα στελέχη D614G και B.1.1.7, παρά την εμφάνιση καθυστέρησης στην παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων ενάντια στο B.1.1.7. Η αποτελεσματικότητα των εξουδετερωτικών αντισωμάτων ενάντια στο στέλεχος B.1.351 ήταν μικρότερη» σχολίασαν οι Σιλβί φαν ντερ Βερφ, επικεφαλής του Εθνικού Κέντρου Αναφοράς για τους Ιούς που προκαλούν Λοιμώξεις του Αναπνευστικού στο Ινστιτούτο Παστέρ και Τιερί Πρατσούκ, επικεφαλής του Τμήματος Μολυσματικών Νοσημάτων στο Περιφερειακό Νοσοκομείο της Ορλεάνης.
Καμία εξουδετερωτική ικανότητα στον ρινικό βλεννογόνο
Οι ερευνητές ανέλυσαν επίσης την παρουσία εξουδετερωτικών αντισωμάτων σε ρινικά δείγματα εμβολιασμένων ατόμων. Δεν παρατήρησαν κάποια εξουδετερωτική ικανότητα στον ρινικό βλεννογόνο αυτών των ατόμων, εκτός από τις περιπτώσεις ανθρώπων που είχαν μολυνθεί με SARS-CoV-2 προτού εμβολιαστούν. Αυτό μαρτυρεί ότι ο εμβολιασμός δεν προκαλεί την παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων στον ρινικό βλεννογόνο, τουλάχιστον σε πρώιμο στάδιο έως τεσσάρων εβδομάδων από τη λήψη της πρώτης δόσης του εμβολίου.