Μετά το πέρας του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων (ΣΕΥ) της περασμένης Δευτέρας 22 Μαρτίου, στο οποίο συμμετείχε από ελληνικής πλευράς ο Νίκος Δένδιας, το γραφείο του Σαρλ Μισέλ κυκλοφόρησε προς τα κράτη-μέλη το αρχικό προσχέδιο της «Δήλωσης των Ηγετών» εν όψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης Μαρτίου. Καθώς η Σύνοδος Κορυφής θα διεξαγόταν μέσω τηλεδιάσκεψης, δεν θα υπήρχαν τα κλασικά Συμπεράσματα που εκδίδονται μετά από τέτοιες συναντήσεις. Η πρώτη έκδοση του προσχεδίου εξέπληξε δυσάρεστα, καθώς λόγω και της πίεσης ορισμένων κρατών-μελών οι αναφορές στην κοινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ύπατου εκπροσώπου για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας Ζοζέπ Μπορέλ υπήρξαν περιορισμένες. Ηταν μάλιστα ενδεικτικό, όπως παρατηρούν κοινοτικές πηγές, ότι στο αρχικό κείμενο οι ηγέτες δεν καλωσόριζαν (welcome) καν την «Εκθεση Μπορέλ» για τις ευρωτουρκικές σχέσεις όπως έχει πλέον ονομαστεί. Απλά την ελάμβαναν υπόψη (take note). Για τους γνώστες της κοινοτικής ορολογίας, η διαφορά του λεκτικού μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντική.
Στη μάχη για την αλλαγή του αρχικού κειμένου ώστε να προσαρμοστεί όσο το δυνατόν περισσότερο στις ελληνικές (αλλά και κυπριακές) θέσεις μπήκαν όλοι, με πρώτο τον Πρωθυπουργό. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε όλες τις απαραίτητες επαφές για να αλλάξει το κείμενο, ενώ το περιεχόμενο της Δήλωσης των «27» απασχόλησε, με λεπτομέρειες, τη συνάντηση που είχε με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη – με τους ηγέτες να εξετάζουν προσεκτικά το κείμενο. Σε δεύτερο επίπεδο, τόσο ο Νίκος Δένδιας όσο και ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης κινήθηκαν μεθοδικά σε επίπεδο ΣΕΥ – ο πρώτος – και Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων (ΣΓΥ) – ο δεύτερος, ενώ η Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία παρακολούθησε στενά όλη τη διαδικασία. Σύμφωνα δε με άριστα ενημερωμένη κοινοτική πηγή, ο ρόλος του κ. Βαρβιτσιώτη «κάτω από το ραντάρ» κατά την προετοιμασία και συγγραφή της Εκθεσης Μπορέλ υπήρξε σημαντικός. Η ίδια πηγή ανέφερε ότι ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών είχε στείλει εμπεριστατωμένο non paper για την τουρκική παραβατικότητα προς συγκεκριμένα μέλη της Κομισιόν, το οποίο έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην τελική διαμόρφωση της έκθεσης.
Η επισπεύδουσα Γερμανία
Στους κόλπους των «27» εμφανίστηκαν ξανά δύο σχολές σκέψης. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς εμβριθής κάτοχος των λεπτομερειών για να αντιληφθεί ότι η Γερμανία εκπροσωπούσε την πρώτη σχολή που επιθυμούσε την όσο το δυνατόν πιο άμεση προώθηση της θετικής ατζέντας, συνεπικουρούμενη από την Ιταλία, τη Ρουμανία, την Κροατία και την Πολωνία. Το Βερολίνο εμφανίζεται πιεστικό στην επανάληψη των συναντήσεων υψηλού επιπέδου – πιθανότατα επειδή θεωρεί ότι με τον τρόπο αυτόν θα διασφαλιστεί η ηρεμία στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Ακολουθώντας αυτή τη γραμμή, ο Σαρλ Μισέλ και η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εξετάζουν το ενδεχόμενο επίσκεψής τους στην Τουρκία εντός του Απριλίου – κίνηση που αναμφίβολα θα τονώσει το ηθικό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Από την άλλη πλευρά, η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Σλοβενία, η Δανία, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και φυσικά η Ελλάδα και η Κύπρος τόνισαν ότι η διττή και προοδευτική προσέγγιση είναι αναγκαία και η απειλή περιοριστικών μέτρων και κυρώσεων πρέπει να μείνει στο τραπέζι.
Η «μάχη των προσχεδίων»
Ακολούθησαν δύο προσχέδια, με το τρίτο να είναι και το τελευταίο επί του οποίου όλοι συμφώνησαν το μεσημέρι της Πέμπτης, λίγες ώρες πριν από την έναρξη της τηλεδιάσκεψης. Ισως για αυτό, οι μόνοι ηγέτες που μίλησαν σχετικά με την Τουρκία και την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο να ήταν, πέραν των κ.κ. Μητσοτάκη και Αναστασιάδη, η Ανγκελα Μέρκελ και ο Εμανουέλ Μακρόν – χωρίς διαφοροποιήσεις από το περίγραμμα του κειμένου που τελικώς υιοθετήθηκε.
Οι σχετικές παράγραφοι της Δήλωσης (9-19) καταγράφουν την ανάγκη «η τρέχουσα αποκλιμάκωση να διατηρηθεί», να ληφθούν υπόψη οι αιρεσιμότητες (conditionalities) που έχουν καταγραφεί σε προηγούμενα κείμενα Συμπερασμάτων και η δέσμευση της ΕΕ με την Τουρκία να γίνει με «σταδιακό, αναλογικό και αναστρέψιμο τρόπο» με το βλέμμα στο προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου – κάτι που απορρίπτει το αίτημα όσων κρατών-μελών ήθελαν άμεση επίσπευση της θετικής ατζέντας. Καλείται η Τουρκία «να απέχει από επανάληψη προκλήσεων ή μονομερείς πράξεις κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου» και επαναβεβαιώνεται η αποφασιστικότητα της ΕΕ «να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία και τις επιλογές που διαθέτει για την υπεράσπιση των συμφερόντων της και εκείνων των κρατών μελών της». Υπενθυμίζεται ότι για πρώτη φορά κατεγράφη σε επίσημο κοινοτικό κείμενο (Εκθεση Μπορέλ) το ενδεχόμενο τομεακών (sectoral) κυρώσεων. Ικανοποιημένη θα πρέπει να είναι και η Λευκωσία καθώς οι τουρκικές γεωτρήσεις χαρακτηρίζονται στη Δήλωση ως «παράνομες» (σ.σ. ενδεικτικός της τουρκικής ενόχλησης για αυτή την αναφορά είναι ο τρόπος αντίδρασης του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών στην ανακοίνωσή του μετά το πέρας της Συνόδου).
Τα δύο βασικά σημεία της «θετικής ατζέντας» προς την Τουρκία εντοπίζονται στην αναβάθμιση της Τελωνειακής Ενωσης και στη συνεργασία στο Μεταναστευτικό. Σε αντίθεση με τις μεγαλεπήβολες φιλοδοξίες της Αγκυρας όμως, που είχαν αποτυπωθεί στο έγγραφο 13 σημείων του Μεβλούτ Τσαβούσογλου προς τον κ. Μπορέλ στις αρχές Φεβρουαρίου (βασικά σημεία του οποίου ανέδειξε την προηγούμενη Κυριακή «Το Βήμα»), η Δήλωση των Ηγετών κινείται σε αρκετά διαφορετική γραμμή.
Σε σχέση με την Τελωνειακή Ενωση, καταγράφεται ρητά ότι πριν από οποιαδήποτε νέα εντολή για αναβάθμιση θα πρέπει να εντατικοποιηθούν οι συνομιλίες Κομισιόν – Αγκυρας για τη συμμόρφωση της δεύτερης με την υπάρχουσα συμφωνία. Τι σημαίνει αυτό; Σύμφωνα με ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές, πρώτον, ότι η Αγκυρα αρνείται να την εφαρμόσει έναντι της Κύπρου και δεύτερον, προβαίνει σε συστηματικές παραβιάσεις της με επιβολή δασμολογικών και άλλων εμποδίων σε εισαγόμενα προϊόντα προέλευσης ΕΕ (όπως π.χ. τρόφιμα ή αλκοολούχα ποτά). Επιπλέον, κάθε νέα εντολή για αναβάθμιση της Τελωνειακής Ενωσης πρέπει να υιοθετηθεί τόσο από το Συμβούλιο Υπουργών όσο και από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (στο οποίο απαιτείται ομοφωνία). Η Αθήνα και η Λευκωσία επέμειναν αρκετά στο σημείο αυτό καθώς δεν αποκλείεται να τεθεί, όταν έλθει η στιγμή μιας νέας διαπραγματευτικής εντολής, το ζήτημα αν η Κομισιόν διαθέτει αποκλειστική ή μεικτή αρμοδιότητα (άρα και τη συγκατάθεση των κρατών-μελών).
Στο δε ζήτημα του Προσφυγικού, οι «27» κάλεσαν την Επιτροπή να παρουσιάσει πρόταση για συνέχιση της χρηματοδότησης, όχι μόνο για την Τουρκία, αλλά και για χώρες όπως ο Λίβανος και η Ιορδανία που επίσης φιλοξενούν μεγάλο αριθμό προσφύγων, ενώ ζητείται ο σεβασμός της Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας με την αποδοχή παρατύπων μεταναστών ή όσων οι αιτήσεις ασύλου απερρίφθησαν χωρίς διακρίσεις. Οπως «Το Βήμα» πληροφορείται, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής εξετάζουν την ιδέα δημιουργίας ενός ταμείου που θα διαδεχθεί το σημερινό Facility for Refugees in Turkey (FRiT), με κονδύλια ύψους περίπου 2,3 δισεκατομμυρίων ευρώ για μια διάρκεια τριών ετών. «Κλειδί» όμως θα είναι από πού θα προέλθουν αυτά τα χρήματα, καθώς ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές υπογράμμιζαν ότι χώρες όπως οι φειδωλές Ολλανδία, Σουηδία, Αυστρία δεν επιθυμούν τα νέα κονδύλια να προέλθουν από εθνικές συνεισφορές, αλλά από τον επόμενο κοινοτικό προϋπολογισμό (π.χ. από κονδύλια για τη γειτονία ή για την ανθρωπιστική βοήθεια). Η εν λόγω πρόταση θα πρέπει να κατατεθεί από τις υπηρεσίες του Επιτρόπου Βαρχέλι (DG NEAR) προς την κυρία Φον ντερ Λάιεν και οι οριστικές αποφάσεις αναμένονται μάλλον στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του προσεχούς Ιουνίου.
Ο ρόλος του Μπάιντεν και οι τουρκικές αγωνίες
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο «παράγοντας Μπάιντεν» έχει αποκτήσει βαρύνουσα σημασία τόσο στις ελληνοτουρκικές όσο και στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Η παρουσία του αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν στην τηλεδιάσκεψη των «27» το βράδυ της Πέμπτης υπήρξε, σύμφωνα με πηγές από τις Βρυξέλλες, πάρα πολύ συγκροτημένη. Ο κ. Μπάιντεν ήταν ενημερωμένος για τα πάντα ενώ ανέδειξε την ανησυχία του για την άνοδο και ενίσχυση αυταρχικών καθεστώτων, κατονομάζοντας συγκεκριμένα την Κίνα, τη Ρωσία και την Τουρκία – σημειώνοντας πάντως ότι η τελευταία, ως σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, πρέπει να αποτραπεί να συμπαραταχθεί με τις άλλες δύο χώρες.
Η Ουάσιγκτον και η Αγκυρα προχωρούν ανιχνεύοντας η μία τις προθέσεις της άλλης στην παρούσα φάση. Η συνάντηση του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν με τον τούρκο ομόλογό του κ. Τσαβούσογλου στο περιθώριο της συνόδου των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ τις προηγούμενες ημέρες ή η πρόσφατη συνομιλία του Ιμπραχίμ Καλίν (σ.σ.: εσχάτως κυκλοφορούν φήμες ότι ίσως αντικαταστήσει τον κ. Τσαβούσογλου στο υπουργείο Εξωτερικών) με τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Τζέικ Σάλιβαν δείχνουν μια επιδίωξη διατήρησης ανοικτών θεσμικών διαύλων πριν από οποιαδήποτε τηλεφωνική επαφή του Τζο Μπάιντεν με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Το «αγκάθι» της αγοράς του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 παραμένει δύσκολο να ξεπεραστεί στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Την ίδια στιγμή, η Αγκυρα επιδιώκει, σχεδόν με κάθε τρόπο, να σπάσει τον αποκλεισμό της από τα συνεργατικά σχήματα της Ανατολικής Μεσογείου. Οι απόπειρες «να λιώσουν οι πάγοι» ιδιαίτερα με το Κάιρο είναι συνεχείς, καθώς με τον τρόπο αυτόν εκτιμάται ότι θα βελτιωθεί πολύ η γενικότερη εικόνα της Τουρκίας στην περιοχή.