Δύο ήταν οι οικονομικές ειδήσεις της ημέρας.
Η μία αφορούσε την παράταση των μέτρων στήριξης, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική κρίση.
Η άλλη αφορούσε το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα που αυτή τη στιγμή η χώρα μας το συζητάει με τους Ευρωπαίους.
Αν θα μπορούσα να περιγράψω την πρόκληση που έχουμε μπροστά μας ως χώρα αυτή είναι τα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης να μην καταλήξουν να χρησιμοποιούνται ως «μέτρα στήριξης».
Μην με παρεξηγήσετε.
Γνωρίζω πολύ καλά πόσο σημαντικά είναι τα άμεσα μέτρα στήριξης.
Χωρίς αυτά η χωρίς προηγούμενο οικονομική κρίση από την πανδημία θα είχε μετατραπεί σε κοινωνική κρίση.
Άνθρωποι θα είχαν βρεθεί χωρίς κανένα εισόδημα, τα λουκέτα θα ήταν μόνιμα και η ανεργία θα εκτινασσόταν στα ύψη.
Όμως, κάποια στιγμή πρέπει να κινηθούμε πέρα από αυτή τη λογική.
Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και στην περίοδο των Μνημονίων, σε μεγάλο βαθμό τα πράγματα δεν έγιναν ακόμη χειρότερα, ακριβώς επειδή μεγάλο μέρος από τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις (αλλά ακόμη και από τις δημόσιες επενδύσεις) χρησιμοποιήθηκαν ουσιαστικά ως «μέτρα στήριξης» σε διάφορες παραλλαγές.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι η χώρα μας πέρασε όλη την έρημο των Μνημονίων εισπράττοντας όλο το οικονομικό και κοινωνικό κόστος, αλλά χωρίς κανένα βήμα για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της χώρας.
Γι’ αυτό και επιμένω ότι το πρόβλημα δεν είναι τα διαθέσιμα ποσά, αλλά πώς θα χρησιμοποιηθούν.
Προφανώς τόσο μεγάλα ποσά, εάν πέσουν στην οικονομία κάποια «ανάπτυξη» θα δημιουργήσουν.
Όμως, υπάρχει μεγάλη διαφορά εάν αυτά θα αποτελέσουν κυρίως εισόδημα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ή εάν θα αποτελέσουν κυρίως επένδυση.
Και ο λόγος είναι ότι μόνο εάν πάμε στη λογική της επένδυσης, της δημιουργίας νέων παραγωγικών δομών, της αύξησης των θέσεων εργασίας θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από το φαύλο κύκλο της κρίσης και των αναιμικών «ανακάμψεων» χωρίς προοπτική.
Και αυτό σημαίνει ότι αυτή τη φορά πρέπει να υπάρξει σχέδιο. Προσπάθεια να εντοπιστούν οι κρίσιμοι τομείς. Με κριτήριο το μέλλον και όχι απλώς την «απορροφησιμότητα».
Συνεννόηση και συντονισμός με επιχειρηματικές δυνάμεις. Αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού της χώρας. Άνοιγμα της μεγάλης συζήτησης για το πώς θέλουμε να είναι μια βιώσιμη ανάπτυξη για τη χώρα, της συζήτησης με τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας και όχι τις αυτόκλητες «ελίτ» που ευθύνονται για το πώς φτάσαμε ως εδώ.
Αυτή είναι πρόκληση του μέλλοντος. Εκεί θα κριθεί η κυβέρνηση. Εκεί θα κριθούμε όλοι μας.