Εκμεταλλευόμενο την απόφαση της ΕΚΤ για συνέχιση της παροχής ρευστότηταςτο υπουργείο Οικονομικών προχώρησε στην έκδοση 30ετούς ομολόγου. Η ζήτηση ήταν ισχυρή, καθώς υπεβλήθησαν προσφορές 26 δισ., με αποτέλεσμα να «σηκώσουμε» 2,5 δισ. ευρώ με επιτόκιο 1,9%.
Το δημόσιο χρέος με τις τελευταίες εκδόσεις αυξάνεται, αλλά δικαίως αυτό δεν απασχολεί άμεσα κανέναν – και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη -, καθώς η επάρκεια κεφαλαίων είναι αυτή την περίοδο η αναγκαία και ικανή συνθήκη για να στηριχθεί η οικονομία. Καλύτερα να πέφτουν χρήματα – έστω και δανεικά – στην αγορά για να επιβιώσει αντί να επικαλεστούμε την πανδημία και να εισέλθουμε πάλι σε περίοδο λιτότητας και να θυμίζουμε ως χώρα τον σκύλο που κυνηγά την ουρά του.
Αλλωστε, το ύψος του δημόσιου χρέους φοβίζει μόνο όταν δεν μπορείς να το εξυπηρετήσεις και η Ελλάδα δεν είναι αυτή η περίπτωση. Η βελτίωση της καμπύλης των επιτοκίων, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που θα επιτευχθούν με τη βοήθεια του Ταμείου Ανάκαμψης και η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα θα μπορέσουν να διορθώσουν αυτή τη δημοσιονομική αναταραχή.
Εκεί που υπάρχει πραγματικό πρόβλημα είναι με το ιδιωτικό χρέος νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς τράπεζες, εφορίες, ασφαλιστικά ταμεία και ΔΕΚΟ. Πριν από την πανδημία ήταν 234 δισ. ευρώ αλλά εκτιμάται ότι μέχρι σήμερα έχουν προστεθεί άλλα 20-22 δισ. ευρώ. Περίπου 8 δισ. από τη νέα γενιά των κόκκινων δανείων, 5 δισ. από την αναστολή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, 3 δισ. χρέη μεταξύ των ιδιωτών, 2 δισ. προς τις ΔΕΚΟ και τουλάχιστον 4 δισ. από τους κύκλους της επιστρεπτέας προκαταβολής.
Οι ευρωπαίοι δανειστές μας ανησυχούν για τη «βόμβα» αυτή αλλά παράλληλα φοβούνται τις διαγραφές και τις γενναίες ρυθμίσεις, γιατί έτσι «χαλάει η κουλτούρα των πληρωμών».
Τρεις είναι οι εφικτές λύσεις προκειμένου να μη δούμε χρεοκοπίες νοικοκυριών και επιχειρήσεων: η μεγάλη περίοδος αποπληρωμής οφειλών (120 δόσεις), η εν μέρει διαγραφή δανείων με αυστηρά κριτήρια και η παροχή ελκυστικών κινήτρων πρόωρης αποπληρωμής από τους servicers.