Τα γενέθλια δεν είναι μια ευκαιρία μόνο αναψηλάφησης του παρελθόντος αλλά και στοχοθέτησης του μέλλοντος. Ιδίως όταν το παρελθόν έχει δημιουργήσει πολλά και σημαντικά ανολοκλήρωτα σημεία οντολογικής διάστασης.
Το ελληνικό έθνος-κράτος εορτάζει τα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενα χρονικό σημείο ανάτασης ως συνειδητή επιλογή έναρξης της πορείας μας στο πεδίο της βεστφαλιανής νεωτερικής πραγματικότητας. Σε επίπεδο σημειολογίας η 25η Μαρτίου αποτελεί το σημείο εκκίνησης για την έξοδο του Ελληνισμού από μια παρατεταμένη παραμονή στο κατακερματισμένο μεσαιωνικό πλαίσιο και την είσοδό του σε μια νέα διάσταση του εθνικού, πολιτικού και πολιτισμικού όλου, όπως αυτό δημιουργείται και αναπτύσσεται μέσα στο πέρασμα αιώνων. Μια μακρά διαδικασία ανάδευσης και συγκρότησης του οντολογικού μας είναι, που περνά μέσα από το αδιάλειπτο αμόνι της Ιστορίας αναμειγνύοντας θρύλους.
Το ποιοι είμαστε ορίζεται μέσα από τον συλλογικό υποκειμενισμό που καθορίζεται από την καθημερινότητα του κράτους σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο. Το πού πάμε όμως είναι το στοιχείο που πρέπει να μας απασχολήσει σε αυτή τη μεγάλη εορτή για την Πατρίδα, την Κοινωνία, την Ομογένεια, το χθες, το σήμερα και το αύριο αυτού του τόπου.
Το θέμα δεν μόνο είναι τι επέτυχαν οι πρόγονοί μας τα 200 χρόνια που πέρασαν, γιατί πράγματι πέτυχαν πολλά. Σήκωσαν ανάστημα απέναντι σε σκοτεινούς καιρούς, αναμετρήθηκαν με το εσωτερικό μας έρεβος σε ανούσιες αδελφομαχίες, αναζήτησαν την επιβίωση στους τέσσερις ορίζοντες του χάρτη και ως γνήσια τέκνα του πατέρα Ομήρου κουβάλησαν μέσα τους το «νόστιμον ήμαρ» ως πολλοί ή ένας Οδυσσέας, αφού ως λαός τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες μάθαμε να μην τους φοβόμαστε, εξερχόμενοι του πλατωνικού σπηλαίου με όπλα μας τη Φιλοσοφία και τη Γεωμετρία, την αρμονία δηλαδή του πνεύματος και του περίγυρου.
Πού πάμε όμως από εδώ και πέρα; Αυτό το ερώτημα έχει σήμερα μεγάλη σημασία. Από το 2010, από την έκρηξη της πολυεπίπεδης οντολογικής μας κρίσης, γράφω ότι αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι οι απώλειες που καταγράφουμε στο πλαίσιο των ευκαιριών που παρουσιάζονται για την ανθρωπότητα στο γύρισμα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Χάσαμε ένα μεγάλο μέρος της τεχνολογικής μετάβασης στο μοντέλο της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, βρισκόμαστε πολύ πίσω στο επίπεδο της Παιδείας, της Τεχνητής Νοημοσύνης, της Καθημερινότητας. Το 2021, αν κάποιος εξαιρέσει την πόλη των Τρικάλων, ένας πολίτης με κινητικά προβλήματα ή ζητήματα όρασης δεν μπορεί να βγει μόνος του μια βόλτα στο κέντρο των ελληνικών αστικών κέντρων. Κι αυτό αποτελεί μια συλλογική ήττα που βαραίνει όλους μας. Το 2021 δεν έχουμε ακόμη καταφέρει να απομονώσουμε τα άκρα ώστε να μη δηλητηριάζουν την καθημερινότητά μας. Μέχρι πριν από δύο χρόνια οι Νεοναζί κατείχαν θέση στο ελληνικό Κοινοβούλιο, μια διαρκής μελανιά που η γενιά μου οφείλει να την κουβαλά πάνω της ως ιερή μνήμη για το πού μπορεί να οδηγήσει η αποθέωση της οχλοκρατίας και του λαϊκισμού. Ακόμη και σήμερα ο αντισημιτισμός αποτελεί το «εύκολο» και «γρήγορο» καταφύγιο των συλλογικών στερεοτύπων και ο ρατσισμός το διαρκές σημείο αναμέτρησης εντός μας με το σημείο της Λογικής. Ακόμη και σήμερα θαυμαστές του Τρόμου διαδηλώνουν στις πόλεις μας διατρανώνοντας έναν a-la-carte ουμανισμό που κλείνει το μάτι πονηρά στη βία ως μαμή της Ιστορίας, αφού ως νεο-Λουδίτες όλοι αυτοί που «Γεννήθηκαν στις 17 Νοέμβρη»[sic] ζουν μέσα από την ελαφρότητα των κυκλικών πορειών μην επιθυμώντας να συνεισφέρουν στην οικοδόμηση ενός κοινού μέλλοντος.
Τις πταίει για όλα αυτά; Εμείς! Ολοι! Πολύ απλά γιατί συμβιβαζόμαστε με αυτό που κάποτε ο Κων/νος Σημίτης είχε πει από το βήμα της Βουλής: «Αυτή είναι η Ελλάδα, τι θέλετε;». Γιατί επιτρέψαμε σε αυτόκλητους σωτήρες να δείξουν την πόρτα της εξόδου ως μοναδική λύση λύτρωσης. Ποιος άραγε θυμάται σήμερα ότι πριν από λίγα μόλις χρόνια ο τότε υπουργός Παιδείας καθηγητής Κώστας Γαβρόγλου είχε προσκαλέσει τον πανεπιστημιακό κόσμο να αποδεχθεί νέες μειώσεις στα μισθολογικά του ή αλλιώς σε όποιον δεν του αρέσει «να φύγει από τη χώρα»; Γιατί σταματήσαμε να θέτουμε στόχους πρωτιάς και συμβιβαζόμαστε απλώς με τη συμμετοχή.
Υπάρχουν ήρωες σήμερα στην Ελλάδα του 21ου αιώνα; Ασφαλώς! Σε όλα τα επίπεδα, σε όλες τις θέσεις, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Τι μας σταματά λοιπόν από το να καταφέρουμε να κάνουμε το μεγάλο βήμα πέρα της φθοράς; Ισως μια προβληματική σχέση που έχουμε ως συλλογικότητα με την ίδια τη λειτουργία του Κράτους, αποθεώνοντάς το είτε ως κομφουκιανικό τοτέμ ενός ξεπερασμένου Κρόνου είτε κατηγορώντας το ως τον βολικό υπεύθυνο για όλα τα αρνητικά που μας συμβαίνουν. Ισως πάλι μια άρνηση να αποδεχθούμε ότι το «laissez faire – laissez passer» αποτελεί στοιχείο ενίσχυσης της συλλογικής μας ωρίμανσης. Ισως τέλος αποτελεί σημείο συλλογικής αδυναμίας το να αποδεχθούμε ότι η αναζήτηση της ατομικής ευτυχίας ως επιταγή περνά μέσα από τον βολταιρικό σεβασμό προς τον άλλο. Κι όμως, δεν έχουμε την πολυτέλεια της άρνησης. Γιατί η αποτυχία δεν θα προσφέρει τη λυτρωτική, ίσως, κατάρρευση αλλά τη διαρκή παγίδευσή μας στο τέλμα της αδυναμίας.
Αν είχαμε σήμερα την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με τις ρίζες μας, τον Οδυσσέα, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Γεώργιο Παπανικολάου, τον Μαρδοχαίο Φριζή, τη Λέλα Καραγιάννη, τον Γρηγόρη Αυξεντίου, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Κάρολο Κουν, τον Μάνο Χατζιδάκι και τόσους άλλους θεμελιωτές της νεωτερικής μας ύπαρξης, τι θα μας έλεγαν; Πώς θα μας αντιμετώπιζαν; Οι μεταφυσικές ερωτήσεις δίνουν την ευκαιρία στον καθένα να δώσει την απάντηση που ο ίδιος επιθυμεί. Προσωπικά θα τους ήθελα να μας χαμογελούν και να μας δίνουν θάρρος για αυτά που έρχονται με μια φράση κομβική του Νίκου Καζαντζάκη: «Φτάσε όπου δεν μπορείς…». Χρόνια μας Πολλά!
*Ο κ. Σπύρος Ν. Λίτσας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.