Πριν από χρόνια ένας άγγλος βυζαντινολόγος έθετε συχνά το ερώτημα σε φοιτητές: «Ποιος κέρδισε τον ελληνικό αγώνα ανεξαρτησίας;». Οσο και το ερώτημα να φαίνεται απλοϊκό και η απάντηση προφανής (αν και δεν είναι), θα έλεγα ότι η αρχαιότητα κέρδισε τον πόλεμο για τους Ελληνες. Μπορεί να μιλούμε για την καθοριστική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και τον ρόλο της διεθνούς διπλωματίας, όμως ο μοχλός κινητοποίησης του ευρωπαϊκού κόσμου ήταν η αρχαιότητα. Λόγω της αρχαιότητας οι Ελληνες ξεχώρισαν από τους άλλους λαούς της Βαλκανικής και δέχθηκαν τη συμπάθεια πολλών Ευρωπαίων.
Στα μάτια τους η απελευθέρωση των Ελλήνων σήμαινε τη νίκη των αρετών του κλασικού πολιτισμού και ο αγώνας τους αποκτούσε ευρύτερες διαστάσεις, αναγόμενος σε πάλη πολιτισμού και βαρβαρότητας, πνεύματος και τυραννίας. Η αρχαιότητα καθολίκευσε τον αγώνα και επέτρεψε στους Δυτικούς να ταυτιστούν πολιτισμικά με τους εξεγερμένους. Το «είμαστε όλοι Ελληνες» στον πρόλογο του δράματος του Σέλλεϋ «Hellas», βασισμένου στους «Πέρσες» του Αισχύλου, τα λέει όλα. Δίχως το πολιτισμικό κεφάλαιο της αρχαιότητας ο αγώνας δύσκολα θα είχε ευοδωθεί, δεδομένου ότι ο αρχαιολατρικός οίστρος των φιλελλήνων ήταν τόσο ισχυρός που ξεπερνούσε την απογοήτευσή τους από την επαφή με τους νεοέλληνες.
Το 1821 και όλο το κίνημα του φιλελληνισμού προετοιμάζεται από την ανακάλυψη της αρχαίας Ελλάδας από τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα και τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τη Ρώμη στον ελληνικό κόσμο και την ταύτισή του με την ηθική, το ωραίο και την ελευθερία. Μέχρι εκείνη την εποχή αυτός ο κόσμος παρέμεινε σχεδόν απρόσιτος για τους ταξιδιώτες του λεγόμενου Grand Tour που σταματούσαν στην Ιταλία. Μία από τις εξαιρέσεις ήταν οι νέοι αρχιτέκτονες James Stuart και Nicholas Revett, οι οποίοι επισκέφθηκαν την Ελλάδα, προκαλώντας τεράστιο ενδιαφέρον με το τρίτομο έργο τους «Αρχαιότητες της Αθήνας» (1762-1794) και προετοιμάζοντας τη λεγόμενη «ελληνική αναβίωση» (Greek Revival) στη βρετανική αρχιτεκτονική. Και στην Αμερική τα δημόσια κτίρια αρχαιοελληνικού ρυθμού ή οι πόλεις με το όνομα Αθήνα επιβεβαιώνουν τη γοητεία της ελληνικής αρχαιότητας. Από την αρχιτεκτονική μέχρι τη μόδα, η Graecomania αυτή την περίοδο δεν είχε προηγούμενο. Χωρίς να είναι ένα ελιτίστικο φαινόμενο διαχέονταν στην κοινωνία με αποτέλεσμα να προετοιμαστεί ένα ευνοϊκό κλίμα και για την οικονομική υποστήριξη του Αγώνα του ’21.
Η αρχαιότητα κέρδισε και την Εκκλησία, που την απωθούσε το κλασικό παρελθόν, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, το 1819, επέκρινε τον νεωτερισμό να δίνονται αρχαιοελληνικά ονόματα στα ελληνόπουλα. Αποστρεφόμενος τον «δεισιδαίμονα» και «αμαθή» κλήρο και ο Κοραής στηρίχθηκε στην αρχαιότητα στην κλασική του διάλεξη «Υπόμνημα περί της παρούσης καταστάσεως του πολιτισμού εν Ελλάδι» (1803) στο γαλλικό κοινό, όπου μίλησε για τους Ευρωπαίους ως οφειλέτες που πρέπει να εξοφλήσουν το χρέος τους προς τους αρχαίους Ελληνες προγόνους με τόκο. Για να προσελκύσει μάλιστα το ενδιαφέρον του δυτικού ακροατηρίου του έκανε παραλληλισμούς αρχαίας και νεότερης Ελλάδας και τόνισε ότι το έθνος «φρίττει περιφέρον τα βλέμματα επί της απείρου αποστάσεως, ήτις το αποχωρίζει από την αρχαίαν δόξαν των προγόνων του». Ο Κοραής παίζει συστηματικά το χαρτί της αρχαιότητας λέγοντας ότι εφόσον καταγόμαστε από τους αρχαίους Ελληνες θα «πρέπει να προσπαθήσωμεν ίνα αναδειχθώμεν άξιοι του ονόματος τούτου, ή να μη φέρωμεν πλέον αυτό». Η διάλεξή του θεωρήθηκε προγραμματικό κείμενο και για μετέπειτα απελευθερωτικούς αγώνες και ως εκ τούτου περιλήφθηκε σε σχετικά ανθολόγια (Elie Kedourie, επιμ., Nationalism in Asia and Africa, 1970).
Δίχως την ελληνική αρχαιότητα η λαϊκή πίεση προς τις ηγεσίες των Μεγάλων Δυνάμεων υπέρ των Ελλήνων θα ήταν ισχνή και το φιλελληνικό κίνημα ανίσχυρο. Ο αρχαιολατρικός ιδεαλισμός πρόσφερε το πολιτισμικό άλλοθι στους Ευρωπαίους να ταυτιστούν με τον ελληνικό αγώνα και να τον ιδεολογικοποιήσουν ως πολιτισμική μάχη του φωτός εναντίον του σκότους, Ανατολής και Δύσης. Αλλά και στους Ελληνες έδωσε την ευκαιρία να μιλήσουν για παλιγγενεσία και επιστροφή των Μουσών, προετοιμάζοντας το ιδεολογικό οικοδόμημα του νεότευκτου κράτους. Αν η κλασική αρχαιότητα κέρδισε τότε τον αγώνα για τους Ελληνες, σήμερα δεν θα μπορούσε να παίξει αυτόν τον ρόλο καθώς η ρητορική της «λευκής ανωτερότητας» προσπαθεί να την αποκαθηλώσει από τα βάθρα του δυτικού πολιτισμού.
*O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.