Ο πρίγκιπας Κάρολος, η Δούκισσα της Κορνουάλης Καμίλα, ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Μιχαήλ Μισούστιν, o πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης και η σύζυγός του Άντρη, ο πρέσβης της Γαλλικής Δημοκρατίας Πάτρικ Μεζοναβ, η πρέσβης του Ηνωμένου Βασιλείου Κέιτ Σμιθ, η πρόεδρος της Επιτροπής «Ελλάδα 2021» Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη με τον σύζυγό της κ. Θεόδωρο Αγγελόπουλο και ο πρόεδρος του Μουσείου του Λούβρου Ζαν-Λουκ Μαρτίνεζ είναι οι πρώτοι επίσημοι προσκεκλημένοι που πέρασαν το κατώφλι της Εθνικής Πινακοθήκης.
Μετά την υποδοχή από την ΠτΔ Κατερίνα Σακελλαροπούλου και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, οι ξένοι ηγέτες ξεναγούνται σε πίνακες ζωγραφικής που έχουν ως θέμα την Επανάσταση του 1821 στο πλαίσιο ειδικού εκθεσιακού αφιερώματος.
Πιο συγκεκριμένα, Κάρολος και Καμίλα θα δουν 11 έργα από την περιοδική έκθεση «Το 1821 στη ζωγραφική. Η Ελλάς απαιτεί την ιστορικήν Πινακοθήκην της» και από τη μόνιμη Συλλογή.
Αναλυτικά τα έργα που θα δουν οι επίσημοι προσκεκλημένοι:
Η Ελλάς ευγνωμονούσα, 1858 -Λάδι σε μουσαμά, 215 x 157 εκ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Η Ελλάς ευγνωμονούσα (1858) αλληγορία στην οποία η ελευθερωμένη πλέον Ελλάδα, λυσίκομη, δαφνοστεφής, με μακρύ λευκό αρχαιοπρεπές ένδυμα, ανυπόδητη, συνάγει υπό τη σκέπη της ανεξαιρέτως τα φυσικά και πνευματικά τέκνα της που προετοίμασαν και υπηρέτησαν την Επανάσταση – από τον Κοραή, τον Ρήγα, τον Μιχαήλ Βόδα Σούτζο και τους Υψηλάντηδες έως την Μπουμπουλίνα, τον Μιαούλη, τον Παπαφλέσσα, τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη, τον Μαυροκορδάτο, τον Καποδίστρια και τον Λόρδο Byron. Γαλήνια και σοβαρή, η Ελλάδα κλίνει την κεφαλή, τανύζει τα χέρια και τους αποτίει την οφειλόμενη ευγνώμονα τιμή. Είναι αληθινό μνημείο εθνικής ομόνοιας. Συμπυκνώνει, ασφαλώς, την έννοια της Παλιγγενεσίας, μία έννοια καθοριστική, με την πατρίδα να παριστάνεται ως την αρχαία Ελλάδα που αναγεννάται ως νέα χάρη στην Επανάσταση του 1821 που τη λύτρωσε από τα μακραίωνα δεσμά.
Επεισόδιο του Ελληνικού Αγώνα
Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι
Η Υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι (1861) απεικονίζει την άφιξη του Άγγλου ρομαντικού ποιητή στη μετέπειτα ιερή πόλη τον Ιανουάριο του 1824. Η σκηνή αποτυπώνει τη δημοφιλία του φιλέλληνα ευγενούς, ο οποίος φθάνει ευτυχής στον τόπο όπου έμελλε να χάσει τη ζωή του τρεις μήνες αργότερα, και την πάνδημη υποδοχή που είχε οργανώσει για εκείνον ο παριστάμενος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος· όπως έγραφε ο Τύπος στο Μεσολόγγι: «όλαι αι τάξεις των εγκατοίκων τον υπεδέχθησαν με προπομπήν μεγίστην, εις επίδειξιν της οφειλόμενης ευγνωμοσύνης προς άνδρα συντελεστικώτατον εις του Ελληνικού έθνους την αναγέννησιν».
Εμφαντικό στοιχείο των προσδοκιών και των συμπαραδηλώσεων είναι το ότι ο ιερωμένος, δίπλα στον δεσπότη που ευλογεί, παριστάνεται να κρατά φορητό εικόνισμα της Ανάστασης του Ιησού, ενώ και ο ίδιος ο Byron κάνει μία «μεσσιανική» εμφάνιση εν μέσω του πλήθους που τον επευφημεί.
Η Έξοδος του Μεσολογγίου
Ο Θεόδωρος Βρυζάκης, ο καλλιτέχνης που ζωγράφισε αυτό το έργο, υπήρξε ορφανό του πολέμου της Ανεξαρτησίας (τον πατέρα του τον είχαν κρεμάσει οι Τούρκοι). Σπούδασε στο Μόναχο και έγινε ο κυριότερος ζωγράφος ιστορικών σκηνών. Ο σημαντικός αυτός πίνακας απομνημονεύει ένα από τα πιο τραγικά και τα πιο ξακουστά επεισόδια του Αγώνα, την ηρωική έξοδο των κατοίκων της πόλης του Μεσολογγίου τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826. Η σύνθεση αναπτύσσεται κατακόρυφα, χωρίς βάθος, και χωρίζεται σε δύο επίπεδα: στην ουράνια και την επίγεια ζώνη.
Στο ουράνιο τμήμα, στον άξονα, δηλαδή στο κέντρο της σύνθεσης, βλέπουμε ένθρονο τον Παντοκράτορα, μέσα σε μια χρυσή νεφέλη, να ευλογεί τους αγωνιστές, ενώ άγγελοι με κλάδους βαΐων και στέφανα δάφνης ετοιμάζονται να στέψουν τους ήρωες. Οι Έλληνες πίστευαν ότι στον δίκαιο αγώνα τους είχαν την ευλογία του Χριστού. Στο επίγειο τμήμα της σύνθεσης, πάνω σε μια ξύλινη γέφυρα, οι αγωνιστές ορμούν έξω από την πύλη του τείχους, κραδαίνοντας τα σπαθιά τους. Ένας από αυτούς υψώνει με το αριστερό του χέρι την ελληνική σημαία με το σταυρό στο κοντάρι. Μερικοί έχουν κιόλας πληγωθεί. Ακολουθούν τα γυναικόπαιδα. Μητέρες με παιδιά έχουν πέσει κάτω από τη γέφυρα, στο χαντάκι. Κάποιοι είναι ήδη νεκροί, άλλοι χαροπαλεύουν. Οι Τούρκοι πάνοπλοι περιμένουν τους ηρωικούς αγωνιστές. Μερικοί ανεβαίνουν στα τείχη, σκαρφαλώνοντας πάνω σε μια σκάλα. Επικρατούν ταραχή, ένταση και μεγάλη δραματικότητα. Είναι σαν να ακούμε την κλαγγή των όπλων και τις κραυγές των πληγωμένων.
Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη, 1855
Μία σκηνή που χρονικά έπεται της πτώσης του Μεσολογγίου αποδίδεται σε έναν ακόμη επιβλητικό πίνακα του Βρυζάκη, ο οποίος παριστάνει Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη (1855) στο Φάληρο πριν από τη μάχη στον Ανάλατο (1827), όταν οι Έλληνες ετοιμάζονταν τον Απρίλιο του 1827 να καταλάβουν την πολιορκημένη από τους Τούρκους Ακρόπολη. Έλληνες πολεμιστές και φιλέλληνες αξιωματικοί διατάσσονται σε αυτή την πολυπρόσωπη σκηνή, που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον από πλευράς σύνθεσης, ποικιλίας και επεξεργασίας.
Στο ύψωμα δεξιά, όπου κυματίζει η λευκή σημαία με τον γαλάζιο σταυρό, σε ευθεία παράταξη, παράλληλα προς τον θεατή, απεικονίζονται περί τους δεκαπέντε άνδρες. Επικεφαλής, ο Καραϊσκάκης, ο οποίος δείχνει προς την Ακρόπολη, καθώς στόχος της επιχείρησης είναι η λύση της τουρκικής πολιορκίας στο μεγαλύτερο μέτωπο της Επανάστασης μετά από την άλωση του Μεσολογγίου. Παραπλεύρως, στέκονται ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο Σκωτσέζος συνταγματάρχης Thomas Gordon, ο Άγγλος ναύαρχος Frank Abney Hastings, ο Βαυαρός Karl Wilhelm von Heideck, αξιωματικός του πυροβολικού και ερασιτέχνης ζωγράφος, ο οποίος θα γινόταν μέλος της επιτροπής αντιβασιλείας, και άλλοι ακόμη Βαυαροί στρατιωτικοί και Έλληνες αγωνιστές. Στην κάτω αριστερή γωνία, στο πρώτο πλάνο, απεικονίζεται με στρατιωτική στολή ο Βαυαρός υπαξιωματικός Karl Krazeisen.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Στον Βαυαρό ανθυπολοχαγό Καρλ Κρατσάιζεν (Karl Krazeisen, 1794-1878), που έφτασε στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1826, οφείλουμε τις προσωπογραφίες των αγωνιστών, όσων ήταν ακόμη ζωντανοί, αποτυπωμένες σε μια σειρά από ευαίσθητα σχέδια γεμάτα φιλαλήθεια, τα οποία στη συνέχεια λιθογραφήθηκαν στο Μόναχο για να γίνουν ευρύτερα γνωστά (1828-1831).
Τα πολύτιμα αυτά τεκμήρια φυλάσσονται ευλαβικά στην Εθνική Πινακοθήκη. Οι ήρωες του ’21, όπως τους διαιώνισε ο Κρατσάιζεν, έμελλε να γίνουν η κύρια εικονογραφική πηγή της ελληνικής ιστορικής ζωγραφικής, μολονότι δεν ήταν τα μόνα σχέδια που διέσωζαν τις μορφές των πρωταγωνιστών του Αγώνα.
Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη
Στον επιφανή Ρωσοαρμένιο ζωγράφο Ιβάν Αϊβαζόφσκυ (Ivan Aivasowsky, 1817-1900) οφείλουμε τη ρομαντική επική σύνθεση, που αναφέρεται σε ένα από τα πιο διάσημα κατορθώματα του ναυτικού αγώνα των Ελλήνων: την Πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη (1881) τη νύχτα της 6/7 Ιουνίου του 1822 στο λιμάνι της Χίου, ένα γεγονός τόσο απερινόητο που κατέπληξε την οικουμένη και ανέδειξε τον Ψαριανό ήρωα σε λατρευτικό είδωλο του φιλελληνισμού.
Ivan Aivasowsky (Ιβάν Αϊβαζόφσκυ, 1817-1900) Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη, 1881, Λάδι σε μουσαμά Δωρεά Πολυτεχνείου, αρ. έργου 277 Ivan Aivasowsky (1817-1900) The Firing of the Turkish Flagship by Kanaris, 1881 Oil on canvas Donated by the National Technical University, inv. no. 277Ο Aivasowski επισκέφτηκε την Ελλάδα τρεις φορές· κατά το τρίτο ταξίδι του το 1881, μετέβη στη Χίο και, την ίδια χρονιά, ζωγράφισε την εντυπωσιακή Πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη. Ένα αριστούργημα στο είδος του: η τουρκική ναυαρχίδα φλέγεται στο βάθος μέσα σε ένα κίτρινο νέφος, που σκορπίζει χρυσές ανταύγειες στα συμπληρωματικά ιώδη της θάλασσας και του ουρανού. Την ίδια ώρα, η βάρκα του πυρπολητή απομακρύνεται προς τη δεξιά πλευρά του πίνακα και, καθώς τέμνεται από το πλαίσιο, δημιουργεί την εντύπωση στον θεατή ότι συμμετέχει στα δρώμενα.
Μετά την καταστροφή των Ψαρών
Η συγκλονιστική ζωγραφική παράσταση Μετά την καταστροφή των Ψαρών που ζωγραφίζει ο Γύζης στο Μόναχο, μετά από το τρίτο και τελευταίο ταξίδι του στην Ελλάδα το 1895. Πρόκειται για ένα έργο εμπνευσμένο από τα τραγικά γεγονότα του 1824, τον αφανισμό δηλαδή του ηρωικού νησιού των Ψαρών από τους Τούρκους, δύο χρόνια μετά από τις σφαγές της Χίου. Μέσα στην αντάρα της νύχτας, στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του Αιγαίου, στοιβαγμένοι σε μια βάρκα στην οποία κυματίζει η σημαία, οι εκτοπισμένοι Ψαριανοί, με τα πατρογονικά κειμήλια στα χέρια, παλεύουν με όλες τους τις δυνάμεις να διασωθούν και να επιβιώσουν. Οι συνθήκες είναι αντίξοες, τα χτυπήματα της ιστορίας και της μοίρας δεν παύουν.
Στο βάθος του ορίζοντα, όμως, ο ουρανός ανοίγει και η ελπίδα χαράζει. Εξαιρετικά ζωγραφικό και εκφραστικό, το έργο ξεπερνά το επίπεδο της απλής περιγραφής, συλλαμβάνει όλη τη δυναμικότητα και την αποφασιστικότητα των Ψαριανών και ανάγεται σε σύμβολο αγωνιστικότητας, εκείνης της διαρκούς και ακατάπαυστης αγωνιστικότητας που απαιτεί η υπεράσπιση των αξιών και των υψηλών ιδανικών, με ύψιστο την πατρίδα. Συγχρόνως αναδεικνύει την υπερπροσπάθεια κάθε ξεριζωμένου ανθρώπου να αντιπαλέψει και να κρατηθεί στη ζωή.
Το φίλημα
Στο «Φίλημα» η σκηνή ξετυλίγεται σε μια εσωτερική αυλή, όπου βλέπουμε ένα λυγερόκορμο κορίτσι να τεντώνεται για να φτάσει να φιλήσει το αγαπημένο της αγόρι, που προβάλλει το κεφάλι του από το ψηλό παράθυρο. Η γλάστρα με τον κρίνο συμβολίζει την αγνότητα, ενώ ο ψηλόκορμος μίσχος του επαναλαμβάνει την κίνηση του λυγερόκορμου κοριτσιού.
Επικρατούν οι ώχρες, τα λευκά και το λίγο κόκκινο στο φέσι του κοριτσιού. Αυτό το λίγο κόκκινο το αγαπούσε πολύ ο Νικηφόρος Λύτρας. Η παρατημένη παντούφλα υποδηλώνει τη βιασύνη της κόρης να συναντήσει τον καλό της, σημαδεύει όμως και το χώρο, μας κάνει, δηλαδή, να μπαίνουμε μέσα στο χώρο.
Παιδική συναυλία
Η «Παιδική συναυλία» είναι ένα από τα πιο τολμηρά έργα του Ιακωβίδη από την άποψη της τεχνικής και του φωτισμού. Η χαρούμενη σκηνή έχει τοποθετηθεί στο ολοφώτεινο δωμάτιο ενός βαυαρικού χωριάτικου σπιτιού, που φωτίζεται από δύο παράθυρα, ένα αριστερά και ένα στο κέντρο. Τα παράθυρα αυτά φωτίζουν τη σκηνή με διπλό τρόπο και καθώς το φως έρχεται αντίθετα, από το κεντρικό παράθυρο, θέτει στο ζωγράφο ένα πρόβλημα που θα λύσει με αριστοτεχνική μαεστρία, όπως θα διαπιστώσουμε.
Το φως έρχεται αντίθετα και κάνει τους όγκους των παιδιών σκοτεινούς και βαρείς, αλλά τα περιγράμματα φωτίζονται έντονα. Έτσι το πουκάμισο του πρώτου αγοριού γίνεται διάφανο. Το πρόσωπο του μεγάλου κοριτσιού έχει «λιώσει» μέσα στο φως. Εδώ ο Ιακωβίδης οδηγεί την τέχνη του ως τα όριά της, δηλαδή ως τον Ιμπρεσιονισμό. Το έργο ζωγραφίστηκε δύο φορές. Ο πρώτος πίνακας εκτέθηκε το 1896, στη διάρκεια των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Το δεύτερο εκτέθηκε στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού του 1900, όπου και βραβεύτηκε