Πρέπει να αμείβεται ή όχι ο ύπνος εν ώρα εργασίας;
Προφανώς «ναι», στην περίπτωση που έχει προσληφθεί από ένα Κέντρο Ερευνών που μελετά τις διαταραχές του ύπνου. Τι ισχύει όμως αν είναι οδηγός ραδιοταξί και παίρνει έναν υπνάκο στο τιμόνι ανακτώντας δυνάμεις μέχρι να λάβει κλήση για το επόμενο δρομολόγιο; Και τι ισχύει αν είναι νοσοκόμα σε αποκλειστική κατ’ οίκον φροντίδα, που κοιμάται τη νύχτα κοντά στον άρρωστο ώστε να επέμβει άμεσα αν κληθεί προς βοήθεια;
Δυο αντικρουόμενες δικαστικές αποφάσεις στη Βρετανία δείχνουν ότι επικρατεί ασάφεια και σύγχυση σε ό,τι αφορά τη νομιμοποίηση ή όχι του… ύπνου εν υπηρεσία. Και κατ’ επέκταση αποκαλύπτει μείζονες διχογνωμίες για τον ορισμό της εργασίας στη σύγχρονη «ηλεκτρονική» εποχή, όπου οι αρχετυπικές έννοιες του «εργασιακού χώρου και χρόνου», όπως και της «εργάσιμης ημέρας» αμβλύνονται.
Σιέστα στο τιμόνι
Η πρώτη υπόθεση αφορά μισθωτό οδηγό της Uber. Στην περίπτωση αυτή οι δικαστές αποφάνθηκαν ότι οι οδηγοί εργάζονται όχι μόνο όταν οδηγούν, αλλά καθ’ όσον χρόνο είναι διαθέσιμοι να παράσχουν άμεσα τις υπηρεσίες τους. Ο οδηγός της Uber δηλαδή που περιμένει, αδιάφορο για πόσην ώρα, πίσω από το τιμόνι του αυτοκινήτου της εταιρείας για να κληθεί να ξεκινήσει δρομολόγιο, θεωρείται ότι παρέχει τις υπηρεσίες για τις οποίες προσλήφθηκε και πληρώνεται. Ανεξάρτητα αν κάποια στιγμή έγειρε το κεφάλι του και αποκοιμήθηκε.
«Έχει πρωταρχική σημασία για την Uber να κρατά επί ποδός έναν ικανό αριθμό οδηγών που θα μπορέσουν δίχως χρονοτριβή να ανταποκριθούν όταν προκύψει ανάγκη να παράσχουν τις υπηρεσίες τους. Το στοιχείο της ταχύτητας σε ό,τι αφορά την παροχή υπηρεσιών το προβάλλει η ίδια η εταιρεία ως κεφαλαιώδες και είναι αυτό που της προσδίδει σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία της», εξήγησαν οι δικαστές.
Διανυκτέρευση στο πλευρό του ασθενή
Η δεύτερη υπόθεση αφορά μισθωτή εργαζόμενη στη φιλανθρωπική οργάνωση Mencap, από την οποία ο εργοδότης της απαιτούσε να κοιμάται στο σπίτι του πελάτη της, ώστε να μπορεί να σπεύσει άμεσα αν την καλέσει σε επείγουσα βοήθεια. Καθώς η αμοιβή της αποκλειστικής ήταν πολύ χαμηλότερη από το βασικό μισθό, αυτή προσέφυγε δικαστικά για να τον διεκδικήσει.
Το δικαστήριο, ωστόσο, επικαλούμενο και τη γνώμη της Επιτροπής Χαμηλών Αμοιβών (ανεξάρτητος οργανισμός στη Βρετανία που συμβουλεύει την κυβέρνηση σε θέματα που αφορούν τον Εθνικό Ελάχιστο Μισθό) απεφάνθη ότι η εργαζόμενη δεν είχε δικαίωμα να διεκδικήσει μη καταβληθείσες αμοιβές διότι η υποχρέωση του εργοδότη για την καταβολή του κατώτατου μισθού δεν ισχύει για εσωτερικές νοσοκόμες που κοιμούνται στο σπίτι του ασθενούς.
«Αν συγκρίνει κανείς τις δύο δικαστικές αποφάσεις θα διαπιστώσει ότι είναι αντικρουόμενες», σημειώνει η Σάρα Ο’Κόνορ των «Financial Times». Διότι «οι εργαζόμενοι στον τομέα της κατ’ οίκον νοσηλείας έχουν πολλά κοινά με τους οδηγούς της Uber, αφού και αυτοί παρέχουν υπηρεσίες στον εργοδότη τους εφόσον είναι συμβατική τους υποχρέωση και ενόσω κοιμούνται να βρίσκονται υπ’ ατμόν για να σπεύσουν σε βοήθεια», εξηγεί η ρεπόρτερ.
Εξάλλου, η απασχόληση της νυχτερινής νοσοκόμας προϋποθέτει από την εργαζόμενη να διανυκτερεύει εκτός της οικογενειακής της εστίας και να μην έχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις οικιακές της υποχρεώσεις. «Ίσως μάλιστα να αναγκάζεται και η ίδια να πληρώνει κάποιον για να προσέχει τα παιδιά της στο σπίτι», σημειώνει η Ο’Κόνορ.
Ο χρόνος απασχόλησης
Για την Ντεντρέ Μακ Καν, καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Durham University, τα παραδείγματα των εργαζομένων στην Uber και στη Mencap εντάσσονται σε ένα ευρύτερο φαινόμενο που αφορά τις εργασιακές πρακτικές που «αφαιρούν αμοιβόμενο χρόνο από την εργάσιμη μέρα». Έτσι, πολλοί εργαζόμενοι δεν πληρώνονται ούτε προστατεύονται από τον εργατικό νόμο για όλη την εργασία που παρέχουν.
«Η επιθετική εφαρμογή εργασιακών συμβολαίων μηδενικής ώρας είναι ένας ακόμα τρόπος με τον οποίο οι εργοδότες εξασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι είναι διαθέσιμοι να παράσχουν τις υπηρεσίες τους δίχως να χρειάζεται να τους πληρώνουν για τον χρόνο που χάνουν ενώ αναμένουν την κλήση για εργασία», σημειώνει στους «FT» η βρετανίδα καθηγήτρια.
Εν καιρώ πανδημικής τηλεργασίας μάλιστα, η διαχωριστική γραμμή από το να παρέχει κανείς τις υπηρεσίες του και από το να είναι διαθέσιμος για να τις παράσχει έχει γίνει πολύ πιο ασαφής. Η Μακ Καν υποστηρίζει ότι ο «χρόνος απασχόλησης» πρέπει να ορίζεται όχι από το αν και για πόσο κάποιος κάνει μια επίπονη εργασία αλλά «από την χρονική περίοδο κατά την οποία ο εργαζόμενος βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη του».
Ο στόχος, σημειώνει η νομικός, πρέπει να είναι «η αναγνώριση, η ανταμοιβή και ο περιορισμός των χρονικών περιόδων κατά τις οποίες οι εργαζόμενοι βρίσκονται μακριά από τις οικογένειές τους ή από δραστηριότητες που σχετίζονται με την ιδιωτική τους ζωή».
Ξεπερασμένη η εργατική νομοθεσία
Όσο για την Uber, επισημαίνουν οι «FT», επέλεξε να αγνοήσει τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου για τον χρόνο απασχόλησης. Σχεδιάζει να αναγνωρίσει στους οδηγούς της ως χρόνο απασχόλησης μόνο το χρόνο κατά τον οποίο εκτελούν δρομολόγιο.
«Είναι λογικό για την Uber να προσπαθεί να αποφύγει το ενδεχόμενο να χτυπούν κάρτα οι οδηγοί της από τις 4 το πρωί και να ζητούν το βασικό μισθό ενώ κάθονται μέσα στα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. Αλλά υπάρχουν πιο δημιουργικές λύσεις από το να στερείς από τους οδηγούς την αμοιβή από το 40% του χρόνου που, όπως οι ίδιοι λένε, χάνουν μεταξύ των δρομολογίων», σημειώνει η εφημερίδα.
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Μαρκ Γκρέιαμ προτείνει, για παράδειγμα, να συμπληρώνει η Uber την αμοιβή των οδηγών ώστε να ανταποκρίνεται στο μέσο χρόνο που χάνουν μεταξύ των δρομολογίων που εκτελούν.
«Οι κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο σκέπτονται πώς θα αναμορφώσουν τους εργατικούς νόμους ώστε να ανταποκρίνονται στις εργασιακές συνθήκες του 21ου αιώνα. Πώς θα ανταποκρίνονται στις νέες ανάγκες για κατ’ οίκον φροντίδα των ηλικιωμένων ή στη νέα μορφή εργασίας μέσω διαδικτυακών πλατφορμών (gig work) στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού. Πρώτα όμως θα πρέπει να συμφωνήσουν σε κάποιες βασικές αρχές», τονίζει ο καθηγητής.
Όσο για τους εργοδότες, «αν θέλουν να έχουν κόσμο στη διάθεσή τους θα πρέπει να συνηθίσουν στην ιδέα ότι θα τον πληρώνουν γι’ αυτό», συνοψίζει η ρεπόρτερ των «FT». Διότι απλούστατα ο χρόνος είναι χρήμα: άλλοτε το εισπράττει κάποιος και άλλοτε το δαπανά. Ακόμα κι αν είναι εργοδότης.