Περισσότερο από το 14% της αξίας της έναντι του δολαρίου έχασε η λίρα της Τουρκίας μετά την αιφνιδιαστική απόλυση του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας από τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο εκδιωχθείς Νατσί Ακμπάλ θεωρείται ο άνθρωπος που επανέφερε την τουρκική οικονομία σε αντιπληθωριστική τροχιά ανεβάζοντας τα επιτόκια του νομίσματος και ταυτόχρονα την αξιοπιστία της χώρας στις διεθνείς αγορές.
Ο Ακμπάλ είναι ο τρίτος τραπεζίτης που διώχνει κακήν κακώς ο Ερντογάν την τελευταία διετία. Ο τούρκος πρόεδρος τον διόρισε τον περασμένο Νοέμβριο σηματοδοτώντας μια στροφή της οικονομικής φιλοσοφίας της Άγκυρας προς το… ορθολογικότερο. Διότι ο Ερντογάν για να εμφανιστεί φιλολαϊκός είχε αποσυνδέσει την πορεία των ισοτιμιών του εθνικού νομίσματος από τις εξελίξεις στο μέτωπο των τιμών.
Νομισματικός λαϊκισμός
Έως το Νοέμβριο του 2020 η Τουρκία προσπαθούσε να συγκρατήσει όσο πιο σταθερές μπορούσε τις τιμές των εγχωρίων προϊόντων και την αγοραστική δύναμη των πολιτών αδιαφορώντας για τον πληθωρισμό και τη διολίσθηση της ισοτιμίας της λίρας έναντι των ξένων νομισμάτων. Οι τιμές των εισαγομένων προϊόντων κάλπαζαν βεβαίως, αλλά ό,τι παραγόταν και καταναλωνόταν εντός τουρκικής επικράτειας διατηρούσε σχεδόν σταθερή την τιμή πώλησής του. Συγκρατούνταν επίσης οι τιμές των υπηρεσιών.
Υπήρχε μια επίφαση ευημερίας των φτωχών εργαζομένων και διατήρησης της αγοραστικής δύναμής τους, που εξυπηρετούσε την εικόνα του «λαϊκού ηγέτη» και του «πατέρα όλων των Τούρκων» που θέλει να εμφανίζει ο Ερντογάν. Αλλά η πολιτική της «σκληρής λίρας» δεν μπορούσε να μακροημερεύσει. Η πεισματική προσπάθεια διατήρησης μιας παράλογα υψηλής ισοτιμίας την ώρα που κάλπαζαν οι τιμές εισαγωγής, είχε ως αποτέλεσμα να «στραγγίσουν» τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας.
Ο Νατσί Αγκμπάλ μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του αύξησε από το 10,25% στο 15% το βασικό επιτόκιο της λίρας για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό. Η νομισματική πολιτική της χώρας άρχισε να συμφιλιώνεται με τη λογική και με την έλευση του 2021 η τουρκική λίρα είχε μετατραπεί σε κορυφαίο σε απόδοση από όλα τα νομίσματα των αναδυόμενων οικονομιών έχοντας ενισχυθεί σχεδόν κατά 20% έναντι του δολαρίου από τα χαμηλότερα επίπεδα της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων.
Ο Σαχάπ Καβτσίογλου
Την περασμένη εβδομάδα ο Αγκμπάλ προχώρησε στην τελευταία αύξηση του βασικού επιτοκίου της λίρας κατά 200 μονάδες βάσης (2%) στο 19%, προσελκύοντας νέο κύμα επενδύσεων στο νόμισμα, καθώς οι επενδυτές ανέμεναν μια αύξηση κατά «μόνο» 100 μονάδες βάσης. Οι διεθνείς αγορές τώρα περιμένουν να δουν πώς θα δράσει ο νέος κεντρικός τραπεζίτης Σαχάπ Καβτσίογλου.
Ο νέος εκλεκτός του Ερντογάν είναι ένας ελάχιστα γνωστός καθηγητής τραπεζικής και πρώην βουλευτής του κυβερνώντος Κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης, ο οποίος επί Αγκμπάλ είχε εκφράσει την αντίθεσή του στην πολιτική των υψηλών επιτοκίων ως μέσο συγκράτησης του πληθωρισμού.
Χθες Κυριακή πάντως, στην πρώτη ανακοίνωση που εξέδωσε μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Καβτσίογλου σημείωσε ότι «η Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τα εργαλεία της νομισματικής πολιτικής κατά τρόπον ώστε να εξυπηρετεί το βασικό της στόχο, που είναι η διασφάλιση μιας διαρκούς πτωτικής πορείας του πληθωρισμού».
Τα «Erdonomics»
Μιλώντας τη Δευτέρα στο BBC ο επικεφαλής αναλυτής της εταιρείας συναλλαγματικών συναλλαγών OANDA Τζέφρι Χάλεϊ υπενθύμισε ότι ο πρόεδρος Ερντογάν έχει διαμορφώσει τη δική του οικονομική σχολή, τα «Erdonomics».
«Κεντρική αρχή των Erdonomics είναι ότι τα υψηλότερα επιτόκια είναι αυτά που προκαλούν τον υψηλότερο πληθωρισμό, μια θεωρία που αντίκειται σε κάθε συμβατική οικονομική σκέψη σε κάθε γωνιά της γης», είπε ο Χάλεϊ, προσθέτοντας ότι «ο κ. Αγκκμπάλ είχε κερδίσει την εκτίμηση των αγορών για τις προσπάθειές του να σταθεροποιήσει τις τιμές».
Την 1η Μαρτίου η τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το τέταρτο τρίμηνο του 2020 ο ρυθμός ανάπτυξης εκτινάχθηκε στο 5,9% σε τριμηνιαία βάση και ότι συνολικά την χρονιά που πέρασε το τουρκικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,8%. Αν δεχθεί κανείς ότι τα Erdonomics δεν συνοδεύονται και από… Erdostatistics, η τουρκική οικονομία είναι μια από τις πρώτες παγκοσμίως που ξεπέρασαν την δραματική ύφεση που προκάλεσε η πανδημία.