Τους λόγους που το εμβολιαστικό πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά του κορωνοϊού έμεινε πίσω παρουσιάζει σε δημοσίευμά της η αμερικανική εφημερίδα New York Times.
«Τα τηλέφωνα προς τον επικεφαλής του αμερικανικού προγράμματος εμβολιασμού Μονσέφ Σλαουί χτυπούσαν ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ετοιμάζονταν να διαχειριστούν τις πρώτες παρτίδες εμβολίων. Ακόμα και τότε ήταν σαφές ότι η ΕΕ βρισκόταν λίγες εβδομάδες πίσω και οι ηγέτες της ήθελαν να δουν τι μπορούν να μάθουν από τους Αμερικανούς ομολόγους τους. Οι ερωτήσεις ήταν οι ίδιες, είτε προέρχονταν από τον πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν είτε την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. «Πώς το καταφέρατε;» και «Τι νομίζετε ότι δεν κάναμε εμείς;», αναφέρει χαρακτηριστικά το δημοσίευμα.
Σύμφωνα με την αμερικανική εφημερίδα, από τότε το χάσμα μεταξύ της Ευρώπης και των ΗΠΑ έχει διευρυνθεί και ορισμένες από τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από το πρώτο κύμα της πανδημίας αντιμετωπίζουν ένα θανατηφόρο τρίτο κύμα. Η Γαλλία, μεγάλα τμήματα της Ιταλίας και άλλες περιοχές στην ΕΕ έχουν εφαρμόσει ξανά lockdown και περίπου 20.000 Ευρωπαίοι πεθαίνουν από την Covid-19 κάθε εβδομάδα.
Η ΕΕ δέχθηκε ένα ακόμα πλήγμα όταν οι φόβοι για πιθανές επιπλοκές του εμβολίου της AstraZeneca οδήγησαν πολλές χώρες στην απόφαση της αναστολής χορήγησης του εν λόγω σκευάσματος. Oι εμβολιασμοί ξανάρχισαν την Παρασκευή, αφού ο ΕΜΑ δήλωσε ότι το εμβόλιο είναι ασφαλές, αλλά το κοινό πλέον δεν το εμπιστεύεται.
Η σωτηρία του εμβολιασμού βρίσκεται ακόμα μακριά, καθώς, όπως αναφέρουν οι New York Times, περίπου το 10% των Ευρωπαίων έχει λάβει την πρώτη δόση ενός εμβολίου, σε σύγκριση με το 23% στις Ηνωμένες Πολιτείες και το 39% στη Βρετανία.
Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένας ένοχος, παρά μόνο μια σειρά από μικρές αποφάσεις που οδήγησαν σε ολοένα και περισσότερες καθυστερήσεις. «Η ΕΕ καθυστέρησε σχετικά να διαπραγματευθεί συμβόλαια με τις φαρμακοβιομηχανίες. Οι ρυθμιστικές αρχές της ήταν πολύ προσεκτικές στην έγκριση των εμβολίων. Η Ευρώπη στοιχημάτισε επίσης σε εμβόλια που παρουσίασαν σημαντικά προβλήματα στην αλυσίδα εφοδιασμού. Και οι εθνικές κυβερνήσεις υπονόμευσαν τις τοπικές προσπάθειες με γραφειοκρατία», αναφέρει το δημοσίευμα.
Ωστόσο η μεγαλύτερη εξήγηση σε αυτήν την καθυστέρηση στο πρόγραμμα εμβολιασμού, είναι και φιλοσοφική όσο και πρακτική. «Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θεωρούνται συχνά στις ΗΠΑ ως προμαχώνες του φιλελευθερισμού που είναι έτοιμες να ξοδέψουν χρήματα όταν χρειαστεί. Αυτή τη φορά ήταν η Ουάσινγκτον που έριξε δισεκατομμύρια στις φαρμακευτικές εταιρείες».
Από την άλλη, οι Βρυξέλλες υιοθέτησαν μια συνειδητά συντηρητική προσέγγιση αφήνοντας την ελεύθερη αγορά να πράξει τα δέοντα. Και το πλήρωσαν.
Σύμφωνα με τον Δρα Μονσέφ Σλαουί, η απάντηση σήμερα είναι η ίδια με εκείνη του Δεκεμβρίου. Η ΕΕ αγόρασε τα εμβόλια σαν πελάτης, ενώ οι ΗΠΑ συνεργάστηκαν με τις φαρμακευτικές, ξοδεύοντας πολλά περισσότερα για να επιταχύνει την ανάπτυξη, τις δοκιμές και την παραγωγή των εμβολίων.
«Το αποτέλεσμα είναι μια παραπαίουσα προσπάθεια εμβολιασμού που έχει οδηγήσει σε πολιτική κρίση, με αρκετούς ηγέτες να κουνάνε το δάχτυλο, χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν πώς γίνεται μερικές από τις πλουσιότερες χώρες του πλανήτη, που έχουν στην επικράτειά τους εργοστάσια που παρασκευάζουν τεράστιες ποσότητες εμβολίων, να βρίσκονται πίσω στην κούρσα του εμβολιασμού».
Ωστόσο, όπως σημειώνει η αμερικανική εφημερίδα, σε σύγκριση με σχεδόν όλο τον υπόλοιπο κόσμο, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε αξιοθαύμαστη θέση. Οι ηγέτες της λένε ότι παραμένει εφικτό να εμβολιαστεί το 70% των ενηλίκων πολιτών μέχρι το καλοκαίρι. Η ΕΕ έχει παραγγείλει αρκετές δόσεις για να εμβολιάσει πλήρως τον πληθυσμό της τουλάχιστον τρεις φορές.
Παρά ταύτα, η ΕΕ παραμένει πίσω σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η ΕΕ δεν ήταν εξοπλισμένη για έναν τέτοιον πόλεμο
Η Ουάσιγκτον είχε ήδη ξοδέψει δισεκατομμύρια σε κλινικές δοκιμές και στην προσπάθεια παρασκευής εμβολίων μέχρι τα 27 κράτη – μέλη της ΕΕ να αποφασίσουν να διαπραγματευτούν από κοινού, με μία φωνή. Στα μέσα Ιουνίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ, ανακοίνωσε μια κοινή αγορά εμβολίων κόστους 3,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Στην Ουάσινγκτον, το σχέδιο Warp Speed (ταχύτητα δίνης), το εμβολιαστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Τραμπ, είχε προϋπολογισμό 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι λένε ότι είναι άδικο να συγκρίνουμε τα δύο προγράμματα, επειδή κανένα ποσό δεν δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα όλων των κεφαλαίων που δαπανώνται για εμβόλια.
Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην Ουάσινγκτον, οι αξιωματούχοι είχαν αποφασίσει ότι τα χρήματα δεν αποτελούν ζήτημα εάν τα εμβόλια θα μπορούσαν να αποτρέψουν το οικονομικό κόστος των περιοριστικών μέτρων. Η Ευρώπη, από την άλλη πλευρά, είχε περιορισμένο προϋπολογισμό, οπότε οι διαπραγματευτές της κυνηγούσαν φθηνότερα εμβόλια.
«Η τιμολόγηση ήταν σημαντική από την αρχή», δήλωσε η Σάντρα Γκαλίνα, η κύρια διαπραγματεύτρια εμβολίων της ΕΕ, μιλώντας τον Φεβρουάριο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. «Μιλάμε για τα χρήματα των φορολογουμένων», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Η πρώτη συμφωνία της ΕΕ, με την AstraZeneca, πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο, μήνες μετά τις ΗΠΑ. Και ενώ η Ευρώπη διαπραγματεύτηκε ως ισχυρός αγοραστής, δεν είχε τα όπλα που χρησιμοποίησαν οι ΗΠΑ.
Σύμφωνα με την αμερικανική εφημερίδα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν τις διαπραγματεύσεις εύκολες – οι κριτικοί λένε πολύ εύκολες – υπογράφοντας σχεδόν οτιδήποτε ζητούσαν οι φαρμακευτικές εταιρείες, απαλλάσσοντας τες μάλιστα από οποιεσδήποτε ποινικές ευθύνες, εάν τα εμβόλια τους δεν ήταν ασφαλή για τους πολίτες.
Η Ουάσιγκτον πλήρωσε επίσης για την ανάπτυξη των σκευασμάτων και τις κλινικές δοκιμές. Οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν είχαν ουσιαστικά τίποτα να χάσουν.
Οι φαρμακευτικές περίμεναν τις ίδιες παραχωρήσεις από την ΕΕ, αλλά οι Βρυξέλλες επέμεναν πολύ στο ζήτημα της ασφάλειας των εμβολίων. Παράλληλα οι Ευρωπαίοι διαπραγματευτές έπρεπε να εναρμονίσουν τους διαφορετικούς εθνικούς νόμους περί ευθύνης που είχαν τα 27 κράτη – μέλη, βρίσκοντας κοινό έδαφος.
«Σε μια κρίση, πάντα φαίνεται ότι η ΕΕ δεν είναι μια χώρα», σχολιάζει ο Τζέικομπ Κίρκεγκααρντ, του Γερμανικού Ταμείου Μάρσαλ. «Δεν είχε τα όπλα για μια τέτοια μάχη», πρόσθεσε.
Ο δρ. Σλαουί αναφέρει ότι η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο προσέγγισαν την κρίση διαφορετικά. Θυμάται ότι είχε δύο φορές την εβδομάδα συναντήσεις με τη Βρετανίδα ομόλογό του, Κέιτ Μπίνγκχαμ. «Αν είσαι στο τραπέζι από την πρώτη μέρα και ζήτησες πρώτος να δεις το μενού, θα φας πρώτος», λέει χαρακτηριστικά.
Η… απέχθεια στον κίνδυνο των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων
Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, από τη σχεδίασή τους, αποφεύγουν τον κίνδυνο. Ένα από τα θεμελιώδη δόγματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ονομάζεται αρχή της προφύλαξης.
Σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, αυτή η αρχή έπληξε την κοινή προσπάθεια. Στη Γερμανία αρκετοί πολιτικοί υποστήριξαν τα εμβόλια των Pfizer-BioNTech και CureVac, τα οποία όμως βασίστηκαν σε μια μη αποδεδειγμένη τεχνολογία m- RNA και ήταν πιο ακριβά. H EE είχε ήδη ανακοινώσει ένα τεράστιο πακέτο ανάκαμψης και δεν υπήρχε ενθουσιασμός στα κράτη – μέλη για τη διάθεση περισσότερων κεφαλαίων.
Παράλληλα, η ΕΕ πόνταρε πολλά στα εμβόλια της γαλλικής Sanofi και της βρετανικής GSK, τα οποία όχι μόνο καθυστέρησαν, αλλά είχαν και απογοητευτικά αποτελέσματα.
Έτσι, η ΕΕ βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην AstraZeneca. Η Ιταλία, για παράδειγμα, δέχθηκε με ενθουσιασμό το στοίχημα της AstraZeneca, καθώς το εμβόλιο ήταν φθηνό και δεν απαιτούσε ακραίες συνθήκες αποθήκευσης. Αλλά τότε οι υγειονομικές αρχές της χώρας συνέστησαν να μην χορηγηθεί το εμβόλιο στους ηλικιωμένους έως ότου ήταν διαθέσιμα περισσότερα δεδομένα, αφήνοντας τη χώρα με τον γηραιότερο πληθυσμό στην Ευρώπη πιο ευάλωτη στην πανδημία.
Τι προκάλεσε τη διαμάχη ΕΕ και AstraZeneca
Η Βρετανία πόνταρε επίσης πολύ στην AstraZeneca, αλλά η στενή συνεργασία της με την εταιρεία και οι πρώτες συμφωνίες της έδωσαν ένα πλεονέκτημα όταν η φαρμακευτική αντιμετώπισε προβλήματα εφοδιασμού τον Ιανουάριο. Η AstraZeneca έχει μειώσει τα σχέδια παράδοσής της, λέγοντας στους Ευρωπαίους ηγέτες ότι θα παραδώσει 100 εκατομμύρια λιγότερες δόσεις μέχρι τα μέσα του έτους.
Αυτό προκάλεσε μια τεράστια διαμάχη ανάμεσα στην άγγλο – σουηδική εταιρεία και τις Βρυξέλλες, κάτι που θα μπορούσε ακόμα και να καταλήξει στα δικαστήρια του Βελγίου.
Η Ευρώπη έχασε ακόμη περισσότερο χρόνο επειδή οι υγειονομικές αρχές της καθυστέρησαν να εγκρίνουν το εμβόλιο AstraZeneca, επιδιώκοντας να διαβεβαιώσουν το κοινό ότι ήταν ασφαλές. Αυτό «μας κόστισε δύο με τρεις εβδομάδες», είπε η πρόεδρος φον ντερ Λάιεν.
Η ΕΕ έμεινε πολύ πιο πίσω όταν οι εθνικές αρχές στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και αλλού εξέφρασαν ανησυχίες για θρομβοεμβολικά επεισόδια που ενδεχομένως να σχετίζονταν με το σκεύασμα της AstraZeneca. Αν και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων επιβεβαίωσαν την ασφάλειά του, η ζημιά έγινε. Μόνο ένας στους πέντε Γάλλους εμπιστεύεται πλέον το εμβόλιο AstraZeneca, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Elabe που δημοσιεύθηκε την Τρίτη.
Τώρα η Ευρώπη επιδεικνύει έναν πιο επιθετικό τόνο για την προστασία των συμφερόντων της. Η Ιταλία απέκλεισε μια μικρή αποστολή εμβολίων AstraZeneca στην Αυστραλία στις αρχές του μήνα. Η πρόεδρος Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανέβασε τους τόνους ακόμα περισσότερο, απειλώντας να χρησιμοποιήσει έναν μηχανισμό έκτακτης ανάγκης, που χρησιμοποιήθηκε τελευταία φορά κατά τη διάρκεια της πετρελαϊκής κρίσης της δεκαετίας του 1970, που θα επέτρεπε στην ΕΕ να απαγορεύσει τις εξαγωγές εμβολίων.
«Είναι δύσκολο να εξηγήσουμε στους πολίτες μας γιατί τα εμβόλια, ενώ παράγονται στην ΕΕ, πηγαίνουν σε άλλες χώρες », δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Το πάθημα θα γίνει μάθημα;
Επιπλέον, πολλές ευρωπαϊκές χώρες φυλάνε δόσεις για να διασφαλίσουν ότι όποιος έχει κάνει την πρώτη δόση, θα μπορέσει να κάνει και τη δεύτερη έγκαιρα. Αντίθετα, στις ΗΠΑ και τη Βρετανία υπήρξε μεγαλύτερη ευελιξία, προτιμώντας να δίνουν περισσότερες πρώτες δόσεις.
Σύμφωνα πάντως με τον Αμερικανό Δρα Μονσέφ Σλαουί, «παρ’ όλα τα προβλήματα οι Ευρωπαίοι βρίσκονται σε αξιοθαύμαστη θέση. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, η ΕΕ είναι περίπου πέντε εβδομάδες πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με τον εφοδιασμό εμβολίων να αναμένεται να αυξάνεται σταθερά».
Μιλώντας στην αμερικανική εφημερίδα, ο κορυφαίος Βέλγος ιολόγος και σύμβουλος της βελγικής κυβέρνησης Δρ Στέφεν φαν Γκουχ υποστήριξε ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πάρουν πιθανώς εθνικιστικά μαθήματα από τους τελευταίους μήνες.
«Νομίζω ότι στηριχτήκαμε πάρα πολύ στην ελεύθερη αγορά. Αυτό που έπρεπε πραγματικά να κάνουμε από την αρχή ήταν να βεβαιωθούμε ότι τα εμβόλια που παρασκευάζονται στην Ευρώπη θα προορίζονταν πρώτα για τους Ευρωπαίους πολίτες», σημειώνει