Στο ξεκίνημα του πρώτου lockdown, ακριβώς έναν χρόνο πριν, έγραψα σε αυτή τη στήλη πως η ζωή δεν έχει πατήσει pause. Δεν θα σταματήσει λόγω μιας στραβής που έκατσε στον καιρό μας. Οφείλει να συνεχίσει, με άλλους όρους, για κάποιο μικρό διάστημα, και σίγουρα όχι με χειρότερους όρους από εκείνους με τους οποίους αναγκάστηκαν να ζήσουν κάποιες προηγούμενες γενιές.
Αυτή ήταν μάλλον μια αυτόματη αντίδραση. Ηταν η αισιοδοξία του ξεκούραστου. Εκείνου που υπερτιμά τις δυνάμεις του γιατί απέχει πολύ ακόμη από εκείνη την στιγμή που θα παλεύει την κάθε αναπνοή του για να βγάλει την κούρσα. Εκείνη τη στιγμή τα μεγάλα λόγια είναι εύκολα.
Τώρα έχουμε ήδη έναν χρόνο στην πλάτη μας και η προοπτική μιλάει για αρκετούς μήνες ακόμη. Οι εφεδρείες του κουράγιου είναι κι αυτές κουρασμένες και ένα γενικό και απόλυτο «δεν είμαστε καλά» περνάει σαν τρέιλερ κάτω από τις ζωές μας. Εχουμε κατεβάσει ταχύτητες σε όλα. Ενα ποσοστό ενέργειας, αυτοπεποίθησης, δημιουργικότητας και πείσματος έχει χαθεί και θα χρειαστεί καιρός μέχρι να ξαναβγούμε στην ευθεία, στο ίσωμα και να πάρουμε πίσω ό,τι μπορέσουμε να πάρουμε. Ισως δεν χρειαστεί τόσο μεγάλο διάστημα όσο προβλέπουν οι πλέον απαισιόδοξοι, και η μνήμη των σωμάτων να αποδειχθεί πολύ δυνατότερη από το καινούργιο ένστικτο της αμυντικής συμπεριφοράς και των «απομακρυσμένων επαφών», αλλά κι αυτό που λέω μία ανέξοδη αισιοδοξία είναι που μένει να φανεί.
Αν σε αυτό συνυπολογίσουμε την ακατανόητη νευρικότητα (κόσμια και correct έκφραση για την απότομα πολλαπλασιασμένη αστυνομική βία) στους δρόμους, προσπαθείς με δυσκολία να βγάλεις άκρη με το τι έχουν στο μυαλό τους ορισμένοι. Πώς το έχουν φανταστεί.
Ο κόσμος έχει νεύρα, πολλά. Αν έχει τα νεύρα της και η Κυβέρνηση το μείγμα που δημιουργείται είναι εύφλεκτο.
Δεν πολυπιστεύω ότι υπάρχει σχέδιο, θέλω να το θεωρώ υπερβολικό και συνωμοσιολογία. Θα ήταν αδιανόητο να προσπαθεί κάποιος να φτάσει στα άκρα μια κοινωνία που έχουμε αποδείξει πως δεν είμαστε Ελβετοί, πως και στα νεύρα απαντάμε με νεύρα. Νομίζω πως είναι κάτι πιο απλό, έχει χαθεί η μπάλα. Εκεί που αρκετοί βλέπουν οργανωμένο σχέδιο εκτροπής και αποδυνάμωσης της Δημοκρατίας, εγώ βλέπω μια ομάδα που έχει μπει στο γήπεδο με το φοβερό σχέδιο και μοναδική προπονητική οδηγία: «Κόψτε τον λαιμό σας να βάλετε ένα γκολ να νικήσουμε!». Υπάρχουν και παιχνίδια που έχουν κερδηθεί έτσι αλλά δεν είναι ο κανόνας.
Εδώ βέβαια τίθεται ένα άλλο σοβαρό ερώτημα: ποιες είναι οι αντίπαλες ομάδες; Υπάρχει κάποιο καθαρό μυαλό που να θεωρεί ότι σε τέτοιους καιρούς, με όλον τον πλανήτη κουρασμένο, φοβισμένο, απογοητευμένο, η διαχωριστική γραμμή πρέπει να μπει ανάμεσα σε κυβερνήσεις και λαούς; Και πως υπάρχει καμία περίπτωση να βγει κάτι καλό από αυτό; Ακόμη και αν πρόσκαιρα δείχνει να παίρνουν κεφάλι τέτοιες ονειρώξεις και πρακτικές (βλέπε Ουγγαρία), είναι αυτοί καιροί που μπορεί να περπατήσει μακριά ένα τέτοιο σχέδιο; Σε ποιον αιώνα νομίζουν πως ζούμε;
(Ελπίζω να μη χρειαστεί σε έναν χρόνο να γράψω πάλι κάποιο κείμενο και να διαψεύδω τον εαυτό μου.)