Οι απανωτές κρίσεις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτισμικές στην Ε.Ε και την πατρίδα μας, διαμόρφωσαν ένα ρευστό και συνεχώς μεταβαλλόμενο πολιτικό κλίμα. Στη μεγάλη ένταση κυριάρχησαν ακραία πολιτικά μορφώματα, στις παρυφές της λαϊκής αριστεράς και στο ακροδεξιό, φασιστικό, εθνικιστικό, πολιτικό τόξο. Τα παραδοσιακά ευρωπαϊκά κόμματα εξουσίας κεντροαριστερά – σοσιαλδημοκρατικά από τη μία και κεντροδεξιά και φιλελεύθερα από την άλλη, ένιωσαν στην κάλπη να απειλούνται από τη λαϊκή οργή και την οικονομική εξαθλίωση των ευρωπαίων πολιτών, που εκφράστηκε από εθνικιστικές και φασιστικές πολιτικές παρατάξεις και διάφορα άλλα πολύχρωμα πολιτικά μορφώματα. Στον Βορρά οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις περιορίσθηκαν και στον Νότο κυριολεκτικά έπαθαν σεισμική κατεδάφιση, όπως το ΠΑΣΟΚ στη χώρα μας. Η πανδημία αποδόμησε σε μεγάλο βαθμό τις ακραίες πολιτικές κραυγές και τα παραταξιακά μορφώματα. Οι πολίτες ακόντως- εκόντως μπροστά στο φόβο του θανάτου με τις απειλές του ιού ζήτησαν προστασία από το κράτος και τη δημόσια υγεία.
Αυτή η γέφυρα ζωής, πολίτη – κράτους, πολίτη – Ε.Ε., άλλαξε εκ νέου τα πολιτικά δρώμενα. Νέες προτεραιότητες και νέες στρατηγικές των κομμάτων έρχονται στο προσκήνιο. Όσοι βιάστηκαν να πούνε ότι έφθασε το τέλος του δίπολου κεντροαριστερά – κεντροδεξιά και στο εξής θα κυριαρχήσουν συνεργατικά κυβερνητικά σχήματα, διαψεύσθηκαν από τα γεγονότα.
Προδρομικά ο Μακρόν στην Ευρώπη με το σύνθημα, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά κατάφερε να εκφράσει την κεντροαριστερά με το δικό του πολιτικό αφήγημα. Στη χώρα μας, η κεντροδεξιά ΝΔ, παρόλο ότι ηττήθηκε το 2015, διατήρησε το δίπολο ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ (κεντροδεξιά – κεντροαριστερά) και το 2019 ανέλαβε εκ νέου αυτοδύναμα την εξουσία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2019 προσπαθεί ως αξιωματική αντιπολίτευση να διατηρήσει το δίπολο αυτό και επιδιώκει να εκφράζει αντιπροσωπευτικά την κεντροαριστερά. Να αναγορευθεί, ως εκφραστής του λαϊκού κινήματος του ΠΑΣΟΚ. Βασική προτεραιότητα της πολιτικής στρατηγικής, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, είναι να διατηρούν ζωντανό, στη συνείδηση του εκλογικού σώματος, το δίπολο αυτό της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς. Για τη διατήρηση αυτού του δίπολου, ως εναλλακτική μορφή εξουσίας, η πολιτική αντιπαράθεση περιορίζεται στα πλαίσια της διαχείρισης της επικαιρότητας και της πολιτικής με ορίζοντα τις επόμενες εκλογές. Οι μικρο- εμπλοκές αστυνομίας – πολιτών, η διαχείριση της πανδημίας, ο Κουφοντίνας κα., κυριαρχούν στην πολιτική αντιπαράθεση. Στο πεδίο των μεγάλων αναγκών και ευθυνών, για τα εθνικά, οικονομικά και κοινωνικά θέματα της χώρας, δεν υπάρχει σοβαρή αντιπαράθεση που να διακρίνει το πολιτικό πρότυπο που προτείνει κάθε κόμμα. Η αντιπαράθεση αρκείται στην επικαιρότητα και τη μάχη των εντυπώσεων στα Μ.Μ.Ε. και το διαδικτυακό τόπο.
Η ΝΔ, ως μαζικό, πολυμορφικό κόμμα, με μοναδικό οικονομικό και κοινωνικό αφήγημα το πολιτικό «λίφτινγκ» του συστήματος, πάνω από τάξεις και κοινωνικές κατηγορίες, απευθύνεται στους πάντες για τη συντήρηση και διεύρυνση της εκλογικής βάσης. Έχει επιλέξει ένα πρωθυπουργικό, συγκεντρωτικό σύστημα διαχείρισης της εξουσίας, πάνω από τα συλλογικά κοινωνικά υποκείμενα. Χωρίς τη συμμετοχή τους.
Με επιλογές και πρακτικές υπεράνω κομματικών προελεύσεων, «ψαρεύει» επώνυμα στελέχη του κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας. Επιδιώκει να εμφανισθεί στα μάτια και τη συνείδηση των πολιτών, ως το κόμμα του λαού χωρίς διακρίσεις και με μόνο αντίπαλο τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ηλεκτρονική Δημοκρατία συμβάλει καθοριστικά στην εμπέδωση αυτής της εικόνας. Με λίγες βελτιώσεις (ψηφιοποίηση) στην κρατική μηχανή, με λίγες παροχές εν μέσω πανδημίας, με λίγη αστυνόμευση – νόμος και τάξη προσπαθεί η ΝΔ να κερδίσει την αποδοχή των μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, των «νοικοκυραίων», όπως έλεγε ένας παραδοσιακός αρχηγός της δεξιάς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ με την ανάληψη της εξουσίας αναγορεύθηκε στην αρχή ως εκφραστής της ριζοσπαστικής αριστεράς και αγκάλιασε παραδοσιακές εκλογικές δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ. Ως διακυβέρνηση όμως συμμάχησε με την ακροδεξιά (ΑΝΕΛ) και θάμπωσε την εικόνα του ριζοσπαστισμού, αφού στο εξάμηνο της διακυβέρνησης διέγραψε μεγάλο πλήθος αριστερών στελεχών. Με την ψήφιση δε του 3ου Μνημονίου θάμπωσε το άστρο της «αριστεροσύνης» και καταγράφηκε ως μια πολιτική δύναμη ιδιόμορφης κεντροαριστεράς, που ψάχνει παντού συμμάχους. Για τη διατήρηση δε της εξουσίας αγκάλιασε δυνάμεις, στελέχη απ’όλο το πολιτικό αστερισμό.
Με την κατακλυσμιαία ήττα το ΠΑΣΟΚ αγωνίζεται δυστυχώς μέχρι σήμερα να απομυθοποιήσει το δίπολο ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ. Με τη θύμηση της ιστορίας της δημοκρατικής παράταξης, θεωρούσε βέβαιο, ότι το «μικρό» δίπολο, γρήγορα θα καταρρεύσει. Η πολιτική πραγματικότητα όμως έχει προ πολλού διαψεύσει αυτές τις αντιλήψεις και η καθοδηγητική ομάδα κάνει πως δεν βλέπει.
Συνεχίζει δε την ίδια εσφαλμένη πολιτική γραμμή, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει αυτό το δίπολο με το σύνθημα της «αυτοδύναμης στρατηγικής» του «τρίτου δρόμου και της νέας σοσιαλδημοκρατίας. Μοιάζει το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ αυτή τη κρίσιμη περίοδο με πλεούμενο χωρίς πυξίδα. Αντί να συσπειρώνει τις δυνάμεις του, αυτές κοιτάζουν δεξιά και αριστερά.
Ο πολιτικός χρόνος κυλάει, το «μικρό» δίπολο παραμένει (ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ) και το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ περιορίζεται στα μονοψήφια ποσοστά του. Η καθοδηγητική ομάδα κάνει πως δεν αντιλαμβάνεται αυτή την πραγματικότητα. Φαίνεται ότι ως πρώτιστο ενδιαφέρον έχει επιλέξει τη συντήρησή της.
Όπως πρόσφατα αρθρογράφησα για τις διεργασίες στο ΠΑΣΟΚ, που μοιάζουν με δρόμο χωρίς επιστροφή, οι φιλοδοξούντες να ηγηθούν της δημοκρατικής παράταξης, οφείλουν να ανοίξουν την πολιτική τους ατζέντα και να μοιρασθούν το αφήγημά τους με τις χιλιάδες και τα εκατομμύρια κατά καιρούς πολίτες και ψηφοφόρους που εμπιστεύθηκαν το ΠΑΣΟΚ. Με ανοιχτές πόρτες και όχι με κλειστά κομματικά τείχη, μπορεί να υπάρξει αναγέννηση στη δημοκρατική παράταξη. Μπορεί να αναδειχθεί ως μία ανανεωτική πολιτική δύναμη που θα εκφράσει το «ορφανό» πολιτικό κέντρο, καθώς και μια σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία που ιχνηλατεί το αύριο. Είναι πρόσφοροι, αντικειμενικοί και υποκειμενικοί λόγοι, για ένα νέο πολιτικό εγχείρημα. Μια νέα αφετηρία που δεν θα τρέφεται με τις ιστορίες και την προσφορά της παράταξης στο παρελθόν, αλλά με ένα νέο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό αφήγημα, που θα δίνει απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα και τις προκλήσεις, σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.
Σίγουρα δεν φθάνουν τα αφηγήματα και οι θεωρητικές αναλύσεις για να συσπειρώσεις μαζί σου το εκλογικό σώμα, υψώνοντας μονάχα τη σημαία της κεντροαριστεράς.
Σιγοψιθυρίζοντας λένε κάποιοι, πως η παράταξη στέρεψε από στελεχιακό δυναμικό. Πιστεύω κάνουν λάθος.
Το πολιτικό στελεχιακό προσωπικό που ανέδειξε το ΠΑΣΟΚ, στην ιστορική του διαδρομή, χωρίς υπερβολή, κανένα άλλο κόμμα δεν έχει αναδείξει τουλάχιστο στα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Αυτή η δεξαμενή των στελεχών σε όλους τους κοινωνικούς και επαγγελματικούς χώρους (ΤΑ, επιμελητήρια, Επιστημονικούς φορείς, συνδικάτα, επαγγελματικούς φορείς κ.α.) τροφοδοτεί ή ερωτοτροπεί με ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει όμως μια μεγάλη πλειοψηφία σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, που δεν δελεάστηκε από μια θέση στην εξουσία, αριστερά ή δεξιά και παραμένει αποστασιοποιημένη από τα πολιτικά δρώμενα. Υπάρχει επίσης και ένα μεγάλο κοινωνικό σώμα του πολιτικού κέντρου, οι μη προνομιούχοι όπως έλεγε ο Α. Παπανδρέου, τα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα, το επιστημονικό δυναμικό και οι ελεύθεροι επαγγελματίες που επλήγησαν δυσβάσταχτα από τα μνημονιακά μέτρα. Συνεπώς, υπάρχουν ζωντανές οι υποκειμενικές συνθήκες, όλος αυτός ο κόσμος μπορεί να ενεργοποιηθεί πολιτικά, αρκεί η πολιτική πρόσκληση μιας νέας καθοδηγητικής ομάδας να είναι θελκτική και να εμπνέει εμπιστοσύνη και ελπίδα.
Πιστεύω ότι το πολιτικό κέντρο είναι ορφανό και αποτελεί το μήλο της έριδος. Πολιορκείται από την κεντροδεξιά ΝΔ με κάθε επικοινωνιακό και πρακτικό μέσο. Ο κ. Μητσοτάκης εμφανίζεται και προσπαθεί να κτίσει το προφίλ του λαϊκού ηγέτη και συνεχιστή του δημοκρατικού κέντρου. Δημοσκοπικά ένα 50 με 70% ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ κρίνουν θετικά το έργο του!!! Στην δεξιά – δεξιά πτέρυγα της Ν.Δ. δεν βλέπουν θετικά ούτε τους « εισοδιστές» στελέχη από άλλα κόμματα, ούτε τα ανοίγματα στο κέντρο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει πρωταρχικά να διατηρήσει το δίπολο κεντροαριστερά – κεντροδεξιά και να κάνει ανοίγματα στο πολιτικό κέντρο κάτω από το πέπλο των προοδευτικών δυνάμεων. Να παγιώσει τη θέση του χωρίς βέβαια να καταθέτει κάποιο νέο κοινωνικό – οικονομικό και πολιτικό πρότυπο διαχείρισης της εξουσίας. Συνεπώς η πολιτική αντιπαράθεση περιορίζεται στη διαχείριση της εξουσίας με ορίζοντα τις επόμενες εκλογές, χωρίς ανάδειξη και αντιπαράθεση των αναγκών του σήμερα και του αύριο της Πολιτείας μας.
Η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό κέντρο έχει εξαντλήσει τα όρια της. Δεν φαίνεται να διευρύνεται η εκλογική βάση, αυτό επιβεβαιώνουν οι δημοσκοπήσεις. Ακόμη και οι αριστερές – ριζοσπαστικές ονειροπολήσεις δεν έχουν πλέον ακροατήριο διότι τα ακύρωσε η τετράχρονη διακυβέρνηση. Υπάρχει βέβαια και η εσωτερική αντιπολίτευση με την αριστερή ρομφαία, που δεν επιθυμεί ο ΣΥΡΙΖΑ να «πασοκοποιηθεί»!!! Για να είμαστε σοβαροί. Η διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη έκφρασε συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό πρότυπο διακυβέρνησης ρεαλιστικό που αγκαλιάσθηκε από εκατομμύρια πολιτών. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία με την αντιμνημονιακή ρητορική και τον πόλεμο στο παλιό σύστημα. Δεν ανέδειξε κάποιο πολιτικό και κοινωνικό πρότυπο. Ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ παραμένει δεμένος με τις αξίες της παράταξης. Αν όμως οδηγηθεί με τη σημερινή ηγεσία και πάλι στις επόμενες εθνικές κάλπες θα έχει χαθεί και η τελευταία ευκαιρία. Ασφαλώς, υπάρχουν γι’ αυτό στελέχη που μπορούν να δρομολογήσουν μια νέα αρχή.
Κατ’αλφαβητική σειρά θα ήθελα να πω δυο λέξεις: τα πρόσωπά τους και η διαδρομή τους, απευθύνονται σε όλες τις «φυλές» και δοξασίες, που συνθέτουν το πολιτικό μόρφωμα της κεντροαριστεράς.
Ν. Ανδρουλάκης εκφράζει της νέα γενιά και απόψεις στο ζωτικό πολιτικό χώρο μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας που ιχνηλατεί το αύριο σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Π. Γερουλάνος, μια ξεχωριστή φυσιογνωμία, που τιμά την Τ.Α. και έχει σημαντικές επιρροές σε ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες. Μια ευγενική πολιτική φυσιογνωμία του μέτρου και του καθαρού λόγου.
Α. Λοβέρδος, το στέλεχος που μπορεί να αγκαλιάσει και να υιοθετήσει το «ορφανό» πολιτικό κέντρο, με δυναμική παρουσία στην εθνική πολιτική σκηνή και ζωντανή πολιτική αντιπαράθεση με την αριστερά και τη δεξιά.
Η σύνθεση των απόψεων των τριών αυτών στελεχών και η συλλογική τους παρουσία και δράση μπορούν να φέρουν εκλογικά αποτελέσματα, με υψηλά διψήφιο νούμερο και να αμφισβητήσουν άμεσα, πρακτικά και αποτελεσματικά το δίπολο ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ.
Η επιστροφή του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ με σημαντικές αλλαγές στους εκλογικούς συσχετισμούς θα χαράξει σίγουρα μια νέα αφετηρία στα πολιτικά πράγματα. Θα διαμορφώσει συνθήκες επιστροφής του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ σε πολιτική δύναμη εξουσίας.
Οφείλουν πιστεύω και οι τρεις να τολμήσουν να ανοίξουν τις διαδικασίες. Να τιμήσουν την ιστορία της παράταξης και της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού μας που πολλές φορές εμπιστεύθηκε το ΠΑΣΟΚ. Να δημιουργήσουν ένα νέο πολιτικό κίνημα σε συνέχεια της δημοκρατικής παράταξης και της κεντροαριστεράς που θεμελίωσε μετά τη μεταπολίτευση ο Αν. Παπανδρέου και μια σειρά από άλλα στελέχη μαζί με τον λαό.
Ο Λουκάς Αποστολίδης του Θωμά είναι έλληνας δικηγόρος και πολιτικός που διετέλεσε βουλευτής Βοιωτίας με το ΠΑΣΟΚ και υφυπουργός Εθνικής Άμυνας.