Οι καλύτερες «θεωρίας συνωμοσίας» είναι αυτές που εμπεριέχουν και κάποια στοιχεία πραγματικής συνωμοσίας. Αυτή η αρχή φαίνεται ότι κυριαρχεί στην αμερικανική εξωτερική πολιτική απέναντι στη Ρωσία ιδίως σε ό,τι αφορά την επικέντρωση στο ζήτημα της ρωσικής ανάμειξης στις αμερικανικές εκλογές του 2016 και του 2020.
Η πρόσφατη έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών (National Intelligence Council), που επιμένει ότι υπήρξαν προσπάθειες της Ρωσίας να επηρεάσει τις εκλογές του 2020 υπέρ του Τραμπ, κυρίως μέσα από τη διάδοση πληροφοριών για τις σχέσεις του Χάντερ Μπάιντεν, γιου του νέου αμερικανού προέδρου, με ουκρανικές εταιρείες, έκθεση που αποτέλεσε την αφορμή για νέα σκληρή επίθεση του Μπάιντεν στον Πούτιν, επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα των ρωσικών αναμείξεων στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ.
Υπενθυμίζουμε ότι το συγκεκριμένο ζήτημα είχε αποτελέσει βασικό ζήτημα αντιπαράθεσης στην περίοδο της εκλογής του Τραμπ στην προεδρία, με τους Δημοκρατικούς να υποστηρίζουν ότι η εκλογή του ήταν αποτέλεσμα ρωσικών παρεμβάσεων τόσο στην εκλογική διαδικασία όσο και στο πώς διαμορφώθηκε το προεκλογικό κλίμα, με τις κατηγορίες να εξαπολύονται ήδη πριν από τις εκλογές.
Κομβική πλευρά των κατηγοριών και το «χακάρισμα» του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών που είχε ως αποτέλεσμα τη διαρροή μηνυμάτων που δεν ήταν καθόλου κολακευτικά για την υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον, τόσο για τη σχέση της με μεγάλους χρηματοδότες όσο και για τον απαξιωτικό τρόπο με τον οποίο αναφέρονταν στον Μπέρνι Σάντερς.
Βέβαια, η τελική εκτίμηση της επιτροπής, που είχε ως επικεφαλής τον Robert Mueller, ήταν ότι ο ίδιος ο Τραμπ δεν συνωμότησε με τους Ρώσους για να κερδίσει τις εκλογές, όμως επεσήμανε ότι όντως η Ρωσία είχε προχωρήσει σε εκτεταμένες πρακτικές παρεμβάσεων σε σχέση με τις εκλογές.
Η πραγματικότητα και η κατασκευή της
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην εποχή του διαδικτύου οι έννοιες του σαμποτάζ, της κατασκοπίας και της προπαγάνδας μετασχηματίζονται. Το διαδίκτυο επιτρέπει πολύ κρίσιμες και εκτεταμένες παρεμβάσεις όχι μόνο συλλογής πληροφοριών αλλά και σαμποταρίσματος στρατηγικών υποδομών μέσω κακόβουλου λογισμικού. Ταυτόχρονα, διαμορφώνει το είδος παγκοσμιοποιημένης «δημόσιας σφαίρας» που διευκολύνει εύκολα την προπαγάνδα και επιτρέπει την ανάδυση νέων «παικτών» όπως π.χ. οι «φάρμες τρολ».
Είναι προφανές ότι τόσο η Ρωσία όσο και οι ΗΠΑ έχουν επιδοθεί σε διαφορετικές στιγμές σε εκτεταμένες επιχειρήσεις αυτού του είδους του «ανορθόδοξου» πολέμου. Τέτοιες πρακτικές προφανώς και δοκιμάστηκαν από τη Ρωσία στις παραμονές των αμερικανικών εκλογών του 2016, που φαίνεται ότι ανακάλυψε πιο έγκαιρα και πιο αποτελεσματικά τη δυναμική που έχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει πλήθος υλικού για αμερικανικές παρεμβάσεις για τη «διαμόρφωση κλίματος» σε εκλογές εδώ και πολλές δεκαετίες.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα δεν εξέλεξαν τον Τραμπ οι Ρώσοι, ούτε προφανώς είχαμε να κάνουμε στην περίπτωσή του με κάποιον «υποψήφιο της Μαντζουρίας» για να θυμηθούμε την κλασική ταινία του 1962. Η εκλογή του Τραμπ έγινε σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα και μπορεί να ερμηνευτεί στη βάση ιδιαίτερα βαθιών και πραγματικών διαιρέσεων της αμερικανικής κοινωνίας, με τον ίδιο τρόπο που είδαμε έναν διαφορετικό συσχετισμό σε αυτές τις διαιρέσεις να οδηγούν στην καθαρή νίκη του Τζο Μπάιντεν στις εκλογές του 2020.
Όμως, για ένα Δημοκρατικό Κόμμα ιδιαίτερα αμήχανο μετά την ήττα του 2016 και ήδη μετατοπισμένο περισσότερο και από τους Ρεπουμπλικάνους στη γραμμή του λεγόμενου «Νέου Ψυχρού Πολέμου», ιδίως μετά τα γεγονότα της Ουκρανίας και της Κριμαίας, η προσπάθεια να ταυτιστεί ο Τραμπ με μια ρωσική συνωμοσία φάνηκε να είναι η ευκαιρία για να ακυρωθεί ουσιαστικά το αποτέλεσμα των εκλογών του 2016. Αυτό μπορεί να εξηγήσει την ιδιαίτερη οξύτητα με την οποία επένδυσαν σε αυτό. Άλλωστε, ήξεραν ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών, που ούτως ή άλλως ήταν προσανατολισμένες στην κλιμάκωση της σύγκρουσης με τη Ρωσία, κατά το δυνατό θα τροφοδοτούσαν με υλικό αυτή την αντιπαράθεση. Και αυτό μπορεί να εξηγήσει τη διαρκή ανακύκλωση αυτής της θεματικής.
Οι εκλογές του 2020
Οι προειδοποιήσεις για ρωσική ανάμειξη στις εκλογές του 2020 είχαν ξεκινήσει από πολύ νωρίς. Ήδη από τις αρχές του 2020 αξιωματούχοι των υπηρεσιών πληροφοριών είχαν προειδοποιήσει ότι η Ρωσία θα προσπαθούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμα των εκλογών προς την κατεύθυνση της επανεκλογής του Τραμπ. Αυτό έγινε ακόμη πιο έντονο στην τελική ευθεία των εκλογών, όταν υπήρξε και δημόσια εκτίμηση των υπηρεσιών για τέτοιου είδους ανάμειξη, ενώ προς το τέλος των εκλογών δόθηκε μεγάλη έμφαση και στην παρέμβαση του Ιράν στις εκλογές, βεβαίως στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή των Ρώσων, εφόσον ο Τραμπ κατεξοχήν υποστήριξη την πολιτικής της στοχοποίησης της Τεχεράνης, αν και υπογραμμίστηκε ότι μεγαλύτερη απειλή ήταν η Ρωσία.
Τα πραγματικά επίδικα
Είναι προφανές ότι τα πραγματικά επίδικα της τρέχουσας αντιπαράθεσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία υπερβαίνουν κατά πολύ το εάν και κατά πόσο η Ρωσία προσπαθεί να επηρεάσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης υπέρ ή κατά υποψηφίων, όπως και από το εάν οι ΗΠΑ και η Δύση προσπαθούν να στηρίξουν οποιαδήποτε εκδοχή αντιπολίτευσης στον Πούτιν. Υπερβαίνουν ακόμη και τις διαρκείς δοκιμές για τη δυνατότητα κάθε υπερδύναμης να θέσει εκτός λειτουργίας κρίσιμα τμήματα των υποδομών της άλλης, σε περίπτωση κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης, άλλωστε ειδικά για τις ΗΠΑ η μεγαλύτερη ευαλωτότητα των υποδομών τους είναι μάλλον η εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση, όπως φάνηκε με τις επιπτώσεις της πρόσφατης κακοκαιρίας στα ηλεκτρικά δίκτυα Πολιτειών όπως το Τέξας.
Είναι προφανές ότι πάμε σε έναν κόσμο πιο συγκρουσιακό και κατακερματισμένο. Οι ΗΠΑ δεν θεωρούν εδώ και αρκετό καιρό τη Ρωσία μια χώρα με την οποία θα μπορούσαν να συνυπάρχουν στο διεθνές πεδίο ή ακόμη και να συνεργάζονται. Πλέον αναφέρονται σε αυτήν ως «απειλή».
Όμως, αυτή η έννοια της «απειλής» χρειάζεται κάπως να τεκμηριώνεται, πέραν της απλής επίκλησης ότι έχει πυρηνικό οπλοστάσιο ή της διαρκούς αναφοράς στην Κριμαία, που μπορεί να προκαλεί ανησυχία σε χώρες της ευρωπαϊκής «διεύρυνσης» αλλά δύσκολα μπορούν να θεωρηθεί θρυαλλίδα μεγάλων ανατροπών, εκτός και εάν εκτιμήσουμε ότι η Ρωσία θα θελήσει να κάνει χερσαία επέλαση προς την Πολωνία ή τις χώρες της Βαλτικής, κάτι που μάλλον απέχει από την πραγματικότητα.
Προφανώς και η Ρωσία δεν επιθυμεί αμερικανική ανάμειξη στον Καύκασο και θέλει να διατηρήσει ρόλο power broker αλλά προς το παρόν ενδιαφέρεται περισσότερο για την εξαγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου παρά για την εξώθηση των σχέσεων με τη Δύση στην κατεύθυνση πολεμικής σύγκρουσης. Ούτε μπορεί εύκολα να στοχοποιηθεί η στάση της Ρωσίας π.χ. στη Συρία, γιατί μπορεί οι ΗΠΑ να θεωρούν τον Άσαντ «δικτάτορα», την ίδια στιγμή έχουν παραδεχτεί ότι δύσκολα μπορεί να υπάρξει «αλλαγή καθεστώτος» εκεί.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο η επίμονη αναφορά αμερικανών αξιωματούχων, πολιτικών αλλά και στελεχών των υπηρεσιών πληροφοριών, στη δυνατότητα της Ρωσίας να επηρεάσει και πλήξει, έστω και διαδικτυακά, τις ΗΠΑ στο ίδιο τους το έδαφος έχει τη χρησιμότητα να δίνει σχήμα σε μια άμεση απειλή και να μπορεί να υποστηρίξει τη γραμμή της κλιμάκωσης της αμερικανορωσικής αντιπαράθεσης σε όλα τα επίπεδα. Προσφέρει, δηλαδή, μια ισχυρή νομιμοποίηση σε ένα φάσμα επιθετικών πολιτικών, επιτρέπει την ανακύκλωση ρητορικών τρόπων που μπορεί να έχουν αφετηρία την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και τη «συστημική» αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση αλλά μπορούν ακόμη να έχουν απήχηση σε σημαντική μερίδα της αμερικανικής κοινωνίας και βεβαίως επιτρέπουν τη διαρκή πίεση προς την υπόλοιπη Δύση για να συμπορευτεί σε αυτή τη γραμμή του «Νέου Ψυχρού Πολέμου» ακόμη και όταν αυτός μπορεί να έχει άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στους συμμάχους των ΗΠΑ, αν κρίνουμε από την αντιπαράθεση π.χ. για τον αγωγό Nord Stream 2.