Η Ελλάδα έχει σοβαρότατο πρόβλημα προστασίας του κράτους δικαίου. Η αστυνομία και τα δικαστήρια δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Δεν προστατεύουν τους κατοίκους της Ελλάδας από την παράνομη και αυθαίρετη κρατική βία. Η βία είναι συχνά αποτέλεσμα ρατσιστικών προκαταλήψεων από τα όργανα της τάξης. Αστυνομικοί και δικαστικοί παρέχουν συνήθως στους θύτες σκανδαλώδη και παράνομη ατιμωρησία. To πρόβλημα είναι ιδιαίτερα σοβαρό στις ελληνικές φυλακές, τα κέντρα κράτησης και τα αστυνομικά τμήματα. Ενώ το πρόβλημα είναι γνωστό, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν το αντιμετωπίζουν.
Αυτές δεν είναι δικές μου παρατηρήσεις. Είναι παρατηρήσεις της ανεξάρτητης Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάvθρωπης ή Ταπειvωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας του Συμβουλίου της Ευρώπης (CPT), η οποία εξετάζει τις πράξεις και παραλείψεις του ελληνικού κράτους με τακτικές επισκέψεις σε κέντρα κράτησης και φυλακές τα τελευταία τριάντα χρόνια. Το 2019 στην τακτική της έκθεση για την Ελλάδα η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα: «Παρά τις συντριπτικές ενδείξεις για το αντίθετο, οι ελληνικές αρχές έχουν συστηματικά αρνηθεί, μέχρι και σήμερα, να αποδεχθούν ότι η κακομεταχείριση εκ μέρους αστυνομικών αποτελεί σοβαρό πρόβλημα στην Ελλάδα». Η Eπιτροπή ερεύνησε τις διαδικασίες λογοδοσίας στην ΕΛ.ΑΣ. το 2019 και διαπίστωσε μια «νοοτροπία ατιμωρησίας».
Τρία χρόνια νωρίτερα, το 2016, η έκθεση που ακολούθησε επίσκεψη της ίδιας Επιτροπής στην Ελλάδα είχε αναφέρει: «Δυστυχώς, παρά τις συντριπτικές περί του αντιθέτου ενδείξεις, οι Αρχές αρνούνται συνεχώς, μέχρι και σήμερα, να αποδεχθούν ότι η κακομεταχείριση αποτελεί σοβαρό πρόβλημα στην Ελλάδα και δεν έχουν προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για την εφαρμογή των συστάσεων της Επιτροπής και την αποτελεσματική καταπολέμηση του φαινομένου».
Πέντε χρόνια πιο πριν, το 2011 η ίδια Επιτροπή δήλωσε: «Από το 1993 ως σήμερα [η Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων] έχει πραγματοποιήσει δέκα επισκέψεις στην Ελλάδα. Η Επιτροπή συστηματικά επεδίωξε να διατηρεί εποικοδομητικό διάλογο με τις ελληνικές αρχές, διατυπώνοντας κατ’ επανάληψη συστάσεις σχετικά με τη μεταχείριση και τις συνθήκες κράτησης προσώπων που έχουν στερηθεί την ελευθερία τους. Εν τούτοις, η συνεχιζόμενη απουσία δράσης για να βελτιωθεί η κατάσταση σύμφωνα με τις συστάσεις της Επιτροπής όσον αφορά την κράτηση παρανόμων μεταναστών και την κατάσταση του σωφρονιστικού συστήματος δεν αφήνει στην Επιτροπή άλλη επιλογή από το να καταφύγει στο εξαιρετικό μέτρο της έκδοσης της παρούσας δημόσιας δήλωσης».
Η ίδια εικόνα συστηματικής ατιμωρησίας προκύπτει και από τα στατιστικά δεδομένα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Για την περίοδο 1959-2020 η χώρα μας είχε 121 καταδικαστικές αποφάσεις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, που αφορούσαν ακραία βάναυση, απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση από το κράτος. Είμαστε η πέμπτη χειρότερη χώρα στο θέμα αυτό. Οι μόνες χώρες με χειρότερη επίδοση από εμάς είναι η Ρωσία (916), η Τουρκία (341), η Ρουμανία (302) και η Ουκρανία (253). Χώρες αντίστοιχου μεγέθους με εμάς, όπως π.χ. το Βέλγιο, είχε 27, ενώ η Ολλανδία 10.
Συνεπώς τα πρόσφατα φαινόμενα αυθαιρεσίας από την ελληνική αστυνομία δεν πρέπει να προκαλούν έκπληξη σε όποιον γνωρίζει το κράτος δικαίου στην Ελλάδα. Το πρόβλημα υπάρχει εδώ και δεκαετίες, όσο και αν υποβιβάζεται από τον νομικό κόσμο της χώρας και αγνοείται από τα πολιτικά κόμματα. Δυστυχώς με τα ζητήματα αυτά στην Ελλάδα ασχολούνται μόνο ειδικές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θαρραλέες μη κυβερνητικές οργανώσεις και πανεπιστημιακοί, άλλα όχι τα κόμματα εξουσίας.
Τι προτείνει το Συμβούλιο της Ευρώπης; Οι λύσεις είναι γνωστές και δοκιμασμένες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οργάνωση, προγραμματισμός, καμία αθέμιτη παρέμβαση στο έργο της αστυνομίας από κόμματα ή ισχυρές οικογένειες, λογοδοσία και μηδενική ανεκτικότητα στην αυθαιρεσία. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις αποδείχθηκαν αδύνατες για όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης αυτής των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Οπως είδαμε, οι εκθέσεις της Επιτροπής για το 2019 και το 2016 επιβεβαιώνουν ότι ούτε και επί της διακυβερνήσεως της χώρας από την κυβέρνηση Τσίπρα/Καμμένου ελήφθησαν σοβαρά μέτρα για την λογοδοσία της αστυνομίας.
Συνεπώς, όταν ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, ζήτησε τον Νοέμβριο 2019 από τον ομότιμο καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Νίκο Αλιβιζάτο να τεθεί επικεφαλής μια άτυπης επιτροπής ειδικών που θα ερευνήσει το πρόβλημα της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα, γεννήθηκε μια ευκαιρία για σωστές και βαθιές αλλαγές, που ίσως είχαν ωριμάσει.
Πράγματι, η επιτροπή έδρασε γρήγορα και έθεσε τις διεθνείς πρακτικές ενώπιον του υπουργού τον Μάιο του 2020. Πρότεινε μεταξύ άλλων να διδάσκεται το δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου στις αστυνομικές σχολές, να μελετηθεί ο σχεδιασμός των επιχειρήσεων σε σχέση με την «ελαχιστοποίηση» της βίας, να εγκατασταθούν κάμερες στα αστυνομικά τμήματα, να ενισχυθεί ο μηχανισμός του Συνηγόρου του Πολίτη με προσωπικό πλήρους απασχόλησης, ώστε να βελτιωθούν οι διαδικασίες λογοδοσίας.
Δυστυχώς, ο υπουργός αγνόησε τις προτάσεις της Επιτροπής Αλιβιζάτου. Δεν έκανε τίποτε για αυτές. Στα θέματα αυτά η κυβέρνηση, δυστυχώς, αποδείχθηκε απροετοίμαστη. Τα φαινόμενα ανεξέλεγκτης αστυνομικής αυθαιρεσίας συνεχίζονται, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα (όπου κάθε εβδομάδα καταγγέλλονται επαναπροωθήσεις προσφύγων από διεθνείς οργανώσεις αλλά και διεθνείς οργανισμούς, χωρίς καμία αντίδραση από τη διοίκηση ή τη Δικαιοσύνη).
Γιατί έγινε αυτό; Μήπως, όπως ισχυρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, γίνεται επειδή σχεδιάζεται ένας νέος αυταρχισμός; Προφανώς όχι. Η ελληνική αστυνομία δεν είναι κάτι ξεχωριστό από το ελληνικό κράτος. Υποφέρει από τα συνήθη νοσήματα της ελληνικής διοίκησης: κομματικές παρεμβάσεις, έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού, σπασμωδικές αποφάσεις υπό το βάρος των μέσων ενημέρωσης, ανυπαρξία λογοδοσίας σε κάθε επίπεδο. Η χαλαρότητα στον εσωτερικό μηχανισμό της αστυνομίας δεν διαφέρει από την αντίστοιχη χαλαρότητα που βλέπουμε στις πολεοδομίες, τους δήμους, την υγεία ή τα σχολεία. Απλά οι συνέπειες της κακοδιοίκησης, δηλαδή το ξέσπασμα βίας από αστυνομικούς που χάνουν τον αυτο-έλεγχό τους, είναι πολύ πιο άμεσες.
Το πρόβλημα της συστηματικής λογοδοσίας των κρατικών οργάνων είναι συνεπώς ένα βαθύτερο πρόβλημα, που αγγίζει τη φύση της πελατειακής άσκησης της εξουσίας στην Ελλάδα. Οπως άλλοι λαϊκιστές στο παρελθόν, έτσι και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε τίποτε για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα όσο έμεινε στην εξουσία, αφού ένιωθε ότι η χαλαρότητα τη συνέφερε. Με αξιοσημείωτο κυνισμό κάνει σήμερα εμπρηστικές δηλώσεις για «αστυνομοκρατία» ενώ δείχνει αδιαφορία για τις προτάσεις της Επιτροπής Αλιβιζάτου. Κάποια στιγμή όμως τα κυνικά παιχνίδια με τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα πολιτών και αστυνομικών πρέπει να τελειώσουν. Η κυβέρνηση πρέπει να υιοθετήσει τώρα ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο για την αποτελεσματική πειθαρχική και ποινική λογοδοσία της αστυνομίας και του λιμενικού. Πραγματική ελευθερία χωρίς αποτελεσματικό κράτος δικαίου για όλους, δεν μπορεί να υπάρξει.
*Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.