Η συζήτηση που ξεκίνησε πρόσφατα για το χρέος της πανδημίας διεξάγεται με κακοφωνία και με παράλληλους μονολόγους. Πολλά συμβάλλουν σε αυτό. Για παράδειγμα: είναι τελείως άστοχο και άγονο να ερωτώνται κεντρικοί τραπεζίτες εάν «συμφωνούν» να διαγραφεί δημόσιο χρέος που κατακρατούν οι οργανισμοί τους. Οι τραπεζίτες έχουν μία δεδομένη εντολή εργασίας με προσδιορισμένα καθήκοντα. Αν δήλωναν ότι είναι υπέρ της διαγραφής στοιχείων ενεργητικού του οργανισμού του οποίου προΐστανται τότε θα έπρεπε να καθαιρεθούν αυτομάτως, ως επίορκοι. Συνεπώς, οι σχετικές απόψεις της κυρίας Λαγκάρντ δεν έχουν καθόλου τη σημασία που τους αποδίδουν οι δημοσιογράφοι.
Το ζήτημα της διαγραφής του χρέους της πανδημίας είναι πολιτικό και οικονομικό. Η πολιτική και οικονομολογική σκέψη οφείλουν να προσδιορίσουν εάν η διαγραφή είναι εφικτή και ωφέλιμη. Στο πεδίο της πολιτικής, η επιλογή μίας λύσης διαγραφής δημόσιου χρέους δημιουργεί τεράστια ηθικά και πρακτικά ερωτήματα που, με δεδομένες τις διαφορές κοσμοθεωρίας στο εσωτερικό της ευρωζώνης, καθιστούν μία σχετική συμφωνία σχεδόν ανέφικτη. Θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί τι ποσοστό ακριβώς του χρέους θα έπρεπε να διαγραφεί και για ποιες ακριβώς χώρες. Αντί για τη μείωση του χρέους των υπερχρεωμένων χωρών, για παράδειγμα, κάποιοι θα έθεταν πολύ έντονα το ερώτημα γιατί να ανταμειφθούν για την «ανευθυνότητά» τους οι χώρες του Νότου, που συσσώρευσαν το μεγάλο ποσοστό του χρέους τους πριν από την υγειονομική κρίση, και να μην ανταμειφθούν, αντιθέτως, για τη «σωφροσύνη» τους οι χώρες του Βορρά. Και όταν τέτοια ερωτήματα είναι πολύ δύσκολο να απαντηθούν με ομοφωνία, θα ήταν ακόμη δυσκολότερο να ληφθεί μία κοινή απόφαση για κάτι το οποίο, ούτως ή άλλως, θα αποτελούσε πρωτοφανή παραβίαση ή, έστω, ριζική μετατροπή των κανόνων με βάση τους οποίους λειτουργεί η ευρωζώνη.
Στον χώρο της οικονομικής ανάλυσης, επίσης, επικρατεί μεγάλη σύγχυση, κυρίως λόγω της άκριτης σύγκρισης της παρούσας κατάστασης με προηγούμενες. Διότι, για παράδειγμα, είναι γεγονός πως η ανεξέλεγκτη δημιουργία νομισματικής κυκλοφορίας από τις εκδοτικές τράπεζες όχι μόνο δεν μπορεί να δημιουργήσει πραγματικό πλούτο αλλά, όλως αντιθέτως, τείνοντας να ανατρέψει τη νομισματική ισορροπία κατατείνει και στην ανατροπή της συνολικής οικονομικής ισορροπίας με μείωση του γενικού επιπέδου του εισοδήματος. Πλην όμως, αυτή η γενικής ισχύος αλήθεια, που ορίζει άλλωστε και το πλαίσιο «συμπεριφοράς» των εκδοτικών τραπεζών, δεν αφορά καθόλου την παρούσα συγκυρία και τη συζήτηση για τη διαγραφή του χρέους της πανδημίας των υπερχρεωμένων χωρών. Διότι τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι που είναι ακριβώς το αντίθετο: δηλαδή, όχι στην ανάγκη να δημιουργηθούν νέα εισοδήματα, αλλά στην ανάγκη να αποτραπεί η οικονομική ανισορροπία την οποία απειλεί να δημιουργήσει η αναντιστοιχία μεταξύ ονομαστικού χρέους και πραγματικού προϊόντος.
Η άστοχη προσέγγιση του ζητήματος για τη διαγραφή του χρέους της πανδημίας έρχεται κυρίως με δύο ισχυρισμούς. Ο πρώτος είναι πως πιθανή διαγραφή χρέους από την πλευρά της ΕΚΤ και η δημιουργία «ζημιών» στον ισολογισμό της θα έχει ως αποτέλεσμα την ανάγκη ισοδύναμης ανακεφαλαιοποίησής της από την πλευρά των κρατών-μελών της ευρωζώνης, οπότε δεν θα υπάρξει ουσιαστική ελάφρυνση γι’ αυτά. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν ισχύει – και δεν ίσχυε ποτέ. Τα εκδοτικά ιδρύματα (που καταχρηστικά και για ιστορικούς λόγους ονομάζονται «τράπεζες» και τα οποία, στην εποχή μας, εκδίδουν λογιστικό χρήμα) μπορούν να λειτουργήσουν και με «αρνητικά κεφάλαια», κάτι που έχει γίνει δεκάδες φορές στο παρελθόν, χωρίς να χρειάζεται να ανακεφαλαιοποιηθούν. Ή, εάν το θέλει ο νομοθέτης που ορίζει τη λειτουργία τους, μπορούν να ανακεφαλαιοποιούνται και μόνα τους αλλά επίσης και να ανακεφαλαιοποιούν όποιαν άλλη οικονομική οντότητα θα επιθυμούσε, επίσης, ο νομοθέτης. Ο λόγος, βεβαίως, που δεν γίνεται κάτι τέτοιο είναι ότι η πιθανή κατάχρηση μίας παρόμοιας δυνατότητας θα απειλούσε τη νομισματική σταθερότητα. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση της διαγραφής του χρέους η νομισματική σταθερότητα, όπως εξηγήσαμε παραπάνω, όχι μόνο δεν θα απειλούνταν αλλά μάλλον θα διευκολυνόταν.
Αυτό αρκεί από μόνο του να απαντήσει και στη δεύτερη αντίρρηση για διαγραφή του χρέους της πανδημίας. Η οποία είναι πως αυτό θα στερήσει τα μέλη της ευρωζώνης από μία αντίστροφη με την καταβολή τόκων ροή εσόδων στον ισολογισμό τους από τα κέρδη της ΕΚΤ (και των εθνικών κεντρικών τραπεζών). Πλην όμως, και πέραν του γεγονότος ότι αυτό δεν ισχύει αριθμητικά – διότι ενώ οι τόκοι που καταβάλλονται είναι ανάλογοι του ύψους του χρέους κάθε χώρας, τα κέρδη που εισπράττονται από αυτήν υστερούν αισθητά εάν είναι «υπερχρεωμένη», καθώς είναι ανάλογα της γνωστής «κλείδας», δηλαδή του ποσοστού συμμετοχής της στο αρχικό κεφάλαιο της ΕΚΤ -, ο εν λόγω ισχυρισμός είναι επίσης παράλογος. Διότι υπονοεί πως το 25% του χρέους των χωρών της ευρωζώνης που διακρατείται από την ΕΚΤ, ουσιαστικά είναι ως μη υπάρχον, καθώς πρόκειται για ροές που βγαίνουν από τα κρατικά ταμεία από τη μία πλευρά ως τόκοι και επιστρέφουν σε αυτά από την άλλη ως «κέρδη» της ΕΚΤ. Με τη λογική αυτή, εάν η ΕΚΤ αγόραζε 25% ακόμη από το χρέος της ευρωζώνης τότε, αντικειμενικά, θα ήταν σαν το χρέος να είχε μειωθεί στο ήμισυ. Ομως κάτι τέτοιο μοιάζει περισσότερο με ανέκδοτο και αν αυτή ήταν η πραγματικότητα, τότε δεν θα χρειαζόταν καν να υπάρχουν οικονομολόγοι. Θα αρκούσαν οι λογιστές.
Δυστυχώς, όμως, το δημόσιο χρέος των χωρών της ευρωζώνης, που υπάρχει είτε στο χαρτοφυλάκιο της ΕΚΤ είτε έξω από αυτό, αποτελεί μια όχι και τόσο βραδυφλεγή βόμβα η οποία απειλεί να καταστρέψει την ευρωπαϊκή οικονομία. Διότι εάν, όπως είναι και το πιθανότερο, πρώτα ο πληθωρισμός και στη συνέχεια τα ονομαστικά και πραγματικά επιτόκια εκτιναχθούν, τότε οι υπερχρεωμένες χώρες δεν θα μπορούν να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους εκδίδοντας νέα ομόλογα για να αποπληρώσουν όσα λήγουν. Οι επενδυτές, με κριτήριο το ύψος του χρέους, δεν θα τα εμπιστεύονται πλέον και δεν θα τα αγοράζουν. Αλλά δεν θα μπορεί να το κάνει πλέον αυτό ούτε η ΕΚΤ, αμέσως ή εμμέσως, διότι εάν προσπαθεί να περιορίσει τον πληθωρισμό δεν θα είναι την ίδια στιγμή σε θέση να προσφύγει στη δημιουργία νέας νομισματικής κυκλοφορίας για αγορά ομολόγων των υπερχρεωμένων χωρών. Αν έκανε κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να προσπαθούσε να σβήσει μια μεγάλη πυρκαγιά ρίχνοντας επάνω της βενζίνη. Στη δεδομένη περίπτωση, λοιπόν, το μόνο που, τελικά, θα μπορεί να γίνει θα είναι να διαγραφεί το χρέος που δεν θα μπορεί να εξυπηρετηθεί. Τίποτα ουσιαστικά διαφορετικό, επομένως, από ό,τι προτείνεται τώρα ή από ό,τι προτεινόταν στην αρχή της οικονομικής κρίσης (δηλαδή, να χρηματοδοτηθούν οι δημοσιονομικές ανάγκες της υγειονομικής κρίσης, με καθαρή νομισματοποίηση, και όχι με δημιουργία χρέους). Η διαφορά είναι πως όταν, ή εάν, η διαγραφή του χρέους δεν γίνει εκ των προτέρων ως συνέπεια ορθολογικής πολιτικής απόφασης που προνοεί, αλλά γίνει εξ ανάγκης και εκ των υστέρων λόγω της βαθιάς κρίσης που θα προκύψει, αυτό θα συμβεί αφού θα έχουν προηγηθεί πληθωρισμός, ανεργία, ύφεση και κοινωνική δυσπραγία – τα οποία, όμως, θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Και αυτό είναι μια μεγάλη διαφορά.
*Ο κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος. Συγγραφείς του βιβλίου «Ζήτημα εθνικής επιβίωσης»,
εκδόσεις Κριτική.