Η απόφαση του Κουφοντίνα να σταματήσει την απεργία πείνας κλείνει, προς το παρόν(;) ένα κύκλο κοινωνικής έντασης και πολιτικής όξυνσης που λίγο έλειψε να τινάξει τη χώρα στον αέρα. Για πάνω από ένα μήνα, την εποχή που η επιδημία σάρωνε τα πάντα, κινηθήκαμε στα όρια του παραλογισμού. Το απίστευτο κοινωνικό μίσος περιθωριακών προσώπων και ομάδων σε συνδυασμό με την αστυνομική αυθαιρεσία, την κόπωση της κοινωνίας από τα περιοριστικά μέτρα, την εντεινόμενη αγωνία των πολλών για το αύριο, έδειξαν την εικόνα μιας χώρας έτοιμης να χάσει και την τελευταία μεγάλη ευκαιρία που έχει για την κοινωνική και οικονομική της ανοικοδόμηση την επόμενη μέρα της πανδημίας.
Ποιο είναι το πολιτικό ταμείο, όλης αυτής της ιστορίας;
Στην κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι σε αυτή τη φάση ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι αυτός που έχει, κερδίσει τις εντυπώσεις. Οι αρχικοί χειρισμοί της κυβέρνησης δημιούργησαν την αίσθηση ότι είχε εγκλωβιστεί σε ένα αδιέξοδο σκηνικό. Υπήρξαν πιέσεις προς τον κ. Μητσοτάκη να αναθεωρήσει τη στάση του. Το ενδεχόμενο να υπάρξει νεκρός απεργίας πείνας και οι συνέπειες ενός τέτοιου γεγονότος προκαλούσαν, και δικαίως, μεγάλο προβληματισμό στο επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου. «Ο δολοφόνος πρέπει να παραμείνει δολοφόνος», είχε πει ο Κώστας Μπακογιάννης.
Η «δεξιά ένεση» στο κεντρώο προφίλ
Η κυβέρνηση επέλεξε να μην υποχωρήσει. Οι δημοσκοπήσεις, αν και συζητήθηκε αρκετά ο τρόπος διατύπωσης των ερωτημάτων, έδειχναν ότι η πλειοψηφία της κοινής γνώμης στήριζε τη στάση που κρατούσε. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε αντίθεση με τον Αλέξη Τσίπρα, εμφανίστηκε να εκπροσωπεί ένα κράτος δικαίου που δεν εκβιάζεται και δεν υποχωρεί απέναντι σε τρομοκράτες. Η στάση του αυτή, εκτιμάται ότι ενίσχυσε την εικόνα του στους μετριοπαθείς ψηφοφόρους του κέντρου, υπάρχει όμως και άλλη παράμετρος μια εξίσου σημαντική. Η στάση του κ. Μητσοτάκη προσέφερε στο κεντρώο προφίλ του «δεξιά ένεση» που χρειαζόταν. Η κινητικότητα στα δεξιά της ΝΔ είναι κάτι που απασχολεί έντονα το επιτελείο της Πειραιώς.
Ωστόσο, όπως παρατηρείται, χρειάζεται μεγάλη προσοχή σε αυτή τη «δεξιά ένεση». Τα όσα συνέβησαν στις Πλατείες δεν μπορούν να αναγνωστούν ως συγκεντρώσεις υποκινούμενες όταν μάλιστα σε αυτές συμμετέχει πλήθος κόσμου. Άλλο οι ανάγκες της επικοινωνίας και άλλο η πραγματικότητα. Ναι, οι νοικοκυραίοι θέλουν νόμο και τάξη. Δεν τους αρέσει όμως καθόλου το θέαμα, οι εκπρόσωποι του νόμου και της τάξης να δέρνουν γυναίκες μπροστά στα σπίτια τους. Και για πολλούς μετριοπαθείς ψηφοφόρους, επίσης, είναι προς συζήτηση μεγάλη ότι σε χρόνο ρεκόρ ο τομέας επικοινωνίας ενός κόμματος διένειμε στους βουλευτές του non paper με τα στοιχεία και τις …πολιτικές πεποιθήσεις του πολίτη που ξυλοκοπήθηκε από αστυνομικούς κατά τη σύλληψη του. Ο κ. Κυρανάκης, που έσπευσε να τα δημοσιοποιήσει, όπως λέγεται, «δεν είναι πρόσωπο, είναι νοοτροπία».
Βιασύνη και κακοφωνία
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει κάθε λόγο να μην είναι ευχαριστημένος. Δεν είναι λίγοι όσοι εκτιμούν ότι βιάστηκε να πάρει θέση, ο ίδιος προσωπικά, ζητώντας επί της ουσίας από την κυβέρνηση να υποχωρήσει. Είναι κάτι που αξιοποίησε ο κ. Μητσοτάκης. Ο ίδιος ανυποχώρητος, ο Τσίπρας ζητά εκπτώσεις στο κράτος δικαίου υπέρ του τρομοκράτη.
Αλλά ακόμα και αν δεχθούμε ότι η κίνηση του κ. Τσίπρα ήταν βιαστική, φαντάζει πταίσμα μπροστά στην γενικότερη εικόνα που παρουσίασε το κόμμα του. Δυστυχώς, για τους επιτελείς της Κουμουνδούρου τον τόνο της στάσης του κόμματος τον έδωσαν, για μια ακόμα φορά, ακραίες δηλώσεις στελεχών. Αυτή τη φορά ήταν του κ. Δρίτσα. Εκεί χάθηκε η μπάλα! Αντί να υπάρξει άμεση αντίδραση, χρειάστηκαν μέρες διαπραγματεύσεων με τον κ. Δρίτσα για να καταδικαστούν, από το γραφείο τύπου του κόμματος, οι προκλητικές δηλώσεις του.
Αυτή η αναποφασιστικότητα του κ. Τσίπρα να συγκρουστεί με τους ακραίους του κόμματός του δίνει έδαφος στην κυβέρνηση να περάσει στην κοινή γνώμη, και ως ένα βαθμό τα έχει καταφέρει, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και αν δεν ευνοεί την κοινωνική ένταση δεν δείχνει διατεθειμένος να χαλάσει τις σχέσεις του με όσους την προκαλούν. Ναι, αλλά όπως λέγεται, «δεν γίνεται να δίνεις την εντύπωση ότι είσαι και με τον Κουφοντίνα και με τη μεσαία τάξη. Και με τον Ρουβίνωνα και με τους νοικοκυραίους!». Όλη αυτή η πολιτική και ιδεολογική διαπάλη για τη φυσιογνωμία και την στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ είναι φανερό του στερεί τη δυνατότητα να εμφανιστεί ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Η εικόνα που παρουσίασε είναι «α, καλά, αυτοί ακόμα ψάχνονται».
Σε κάθε περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ, όλο αυτό το διάστημα παρουσιάστηκε ως η μια πλευρά της έντασης. Το γεγονός αυτό δεν το αξιοποίησαν στο Κίνημα Αλλαγής, όπως λέγεται, η στάση του κόμματος τις πρώτες μέρες ήταν …ζητούμενο. Εξαρτάται ποιόν άκουγες. Σε άλλη γραμμή ο Καμίνης, σε άλλη ο Χρηστίδης, σε άλλη η Γιαννακοπούλου. Και στην υπόθεση Κουφοντίνα το Κίνημα Αλλαγής έδειξε να ψάχνει να βρει θέση ανάμεσα σε αυτές που εξέφραζαν η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Αποτέλεσμα;Αν ρωτήσεις ποια ήταν η θέση της ΝΔ, θα πάρεις την απάντηση ότι ήταν «Όχι» στο αίτημα του Κουφοντίνα. Αν ρωτήσεις ποια ήταν η θέση του ΣΥΡΙΖΑ θα πάρεις την απάντηση ότι ήταν «να το δούμε το αίτημα». Αν ρωτήσεις ποια ήταν η θέση του Κινήματος Αλλαγής θα πάρεις την απάντηση «δεν ξέρω».
Εσωκομματική αντιπαράθεση στο ΚΙΝΑΛ
Παράλληλα, η προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα στη Βουλή, να εμφανίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως συνέχεια του ΠαΣοΚ και συνολικά της Δημοκρατικής Παράταξης, τροφοδότησε την εσωκομματική αντιπαράθεση! Ο Ανδρέας Λοβέρδος με ανάρτησή του, υποστήριξε ότι τα χαμηλά ποσοστά του Κινήματος Αλλαγής είναι αυτά που επιτρέπουν στον Αλέξη Τσίπρα να δίνει τέτοιου είδους παραστάσεις. Ήταν μια ανάρτηση που είχε στόχο τις επιδόσεις της κυρίας Γεννηματά. Θα ήταν όμως, λένε οι άσπονδοι φίλοι του Ανδρέα, πλήρης η παρέμβασή του αν έπιανε και την πτυχή που ανέδειξε ο γραμματέας επικοινωνίας του Κινήματος Αλλαγής, Παναγιώτης Βλάχος. Ότι τα περί σχέσης του ΠαΣοΚ με την τρομοκρατία ήταν η καραμέλα του συγκυβερνήτη του, του Πάνου Καμένου.