Μείζον σημείο τομής της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, η κρίση του 2010 έδωσε το επιστημονικό έναυσμα για μια επανεξέταση της διαδρομής της οικονομίας της χώρας. Αρχικά επρόκειτο για μελέτες εστιασμένες στο ζήτημα των αιτίων της χρεοκοπίας, πλέον όμως παρατηρείται η ανάδυση αναλύσεων με αναφορά στη μακρά διάρκεια: οι Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις (εκδ. Gutenberg) του Γιώργου Δερτιλή επισκοπούν δύο αιώνες, από το 1821 ως το 2016, ο Πλούτος της Ελλάδας (εκδ. Πατάκη) του Κώστα Κωστή την εκατονταετία από τους Βαλκανικούς Πολέμους ως τις μέρες μας. Σε παρόμοιο ανάπτυγμα κινείται Η ελληνική οικονομία μετά το 1950 (εκδ. Τράπεζας της Ελλάδος) του πρόσφατα αφυπηρετήσαντος καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Χρυσάφη Ιορδάνογλου, πρώτος τόμος μιας τρίτομης έκδοσης που θα καλύψει ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο ως τα χρόνια του Μνημονίου.
Καρπός πολύχρονης έρευνας, το βιβλίο του Ιορδάνογλου συνιστά έργο αναφοράς: αποτελεί ταυτόχρονα πανόραμα της μετεμφυλιακής οικονομίας με ευμέγεθες εισαγωγικό, περιγραφικό και ερμηνευτικό πλαίσιο, κατανοητό από τον μέσο αναγνώστη, όπως και εξειδικευμένα μέρη και άφθονα στατιστικά δεδομένα. Βασικά οικονομικά μεγέθη, έσοδα, δαπάνες, ρυθμιστική νομοθεσία, κοινωνική πολιτική διερευνώνται διεξοδικά. Η γενική εικόνα που προκύπτει επιβεβαιώνει τις γνώσεις μας για την περίοδο 1950-1973, αλλά ενίοτε και τις διορθώνει: ο ρυθμός ανάπτυξης επί δικτατορίας (1967-1974), για παράδειγμα, αγγίζει το 7,6%, κατά τι μικρότερος του 7,8% των αμέσως προηγουμένων ετών (1961-1966), των οποίων θα πρέπει να θεωρηθεί συνέχεια και συνέπεια, καταρρίπτοντας έτσι τον μύθο για τις μοναδικές οικονομικές επιδόσεις της επταετίας.
Το συνολικό πλαίσιο
Χρυσάφης Ι. Ιορδάνογλου
Η ελληνική οικονομία μετά το 1950. Τόμος Α΄. Περίοδος 1950-1973: Ανάπτυξη, νομισματική σταθερότητα και κρατικός παρεμβατισμός
Κέντρο Πολιτισμού, Ερευνας και Τεκμηρίωσης Τράπεζας της Ελλάδος, 2020, σελίδες 524, τιμή 18 ευρώ
Ο Ιορδάνογλου διακρίνει τέσσερα «καθεστώτα οικονομικής πολιτικής» τα οποία καθορίζουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας από το 1950 ως σήμερα: της σταθερής ισοτιμίας δραχμής – δολαρίου (1953-1973), της ταχείας διολίσθησης της δραχμής (1974-1990), της «σκληρής δραχμής» (1990-2000) και του ευρώ (2000 και εξής). «Ο χρόνος των πολιτικών εξελίξεων δεν είναι ίδιος με τον χρόνο της οικονομίας» επισημαίνει, ούτε και οι τακτικού χαρακτήρα αποφάσεις επηρεάζουν τις διακυμάνσεις της. Πρακτικά, αποτύπωμα στις επιδόσεις της αφήνουν οι καταστατικές αρχές που ακολουθούνται χωρίς σοβαρές παρεκκλίσεις από διαδοχικά κυβερνητικά σχήματα: η εικοσαετής ανάπτυξη μεταξύ 1953 και 1973, εν προκειμένω, συμβαδίζει με εποχή δημοσιονομικής πειθαρχίας δίχως αξιοσημείωτες μεταβολές, η στασιμότητα της δεκαετίας του ’80 αντιστοιχεί σε περίοδο αναδιανομής εισοδήματος με απώλεια ανταγωνιστικότητας που επέτεινε η «ανεξαρτήτως κόστους ικανοποίηση αιτημάτων», η ανάκαμψη του διαστήματος 1995-2007 συνδέεται με την αναθεώρηση της προηγούμενης πολιτικής και την πλήρωση των κριτηρίων ένταξης στην ΟΝΕ που απαιτούσαν αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο λειτουργίας.
Καίρια είναι η παρατήρηση του συγγραφέα για τα αίτια αναθεώρησης των οικονομικών καθεστώτων, για την ανακατεύθυνση των κανόνων της πολιτικής, με άλλα λόγια. Ενώ στον δημόσιο λόγο αυτή τείνει να γίνεται αντιληπτή ως ιδεολογική επιλογή, στην ουσία, υποστηρίζει ο Ιορδάνογλου, κάθε μείζων στροφή ήταν επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων: «Στη μεταπολεμική οικονομική ιστορία μας όλα τα σημεία καμπής που σηματοδοτούν αλλαγές καθεστώτων πολιτικής αντανακλούν αναγκαιότητες». Η δραστική περικοπή της αμερικανικής βοήθειας προσδιόρισε την υιοθέτηση της σταθερής ισοτιμίας δραχμής – δολαρίου, η αλλαγή του κοινωνικοπολιτικού συσχετισμού ισχύος της Μεταπολίτευσης από κοινού με την κατάρρευση του συστήματος του Μπρέτον – Γουντς και την πετρελαϊκή κρίση επέφεραν την προσφυγή στην ταχεία διολίσθηση, το αδιέξοδό της οδήγησε στην πολιτική της «σκληρής δραχμής», ο κίνδυνος χρόνιας συναλλαγματικης αστάθειας, αναπτυξιακής καχεξίας και περιθωριοποίησης καθιστούσε την είσοδο στο ευρώ μονόδρομο, η αποδοχή των μνημονίων ήταν αναπόφευκτη προκειμένου να αποτραπεί η άμεση κατάρρευση της χώρας. Σε όλες τις περιπτώσεις το μείγμα των μέτρων είχε περιθώρια διαφοροποίησης, ωστόσο στο δεδομένο σημείο οι εναλλακτικές λύσεις ήταν είτε ανύπαρκτες είτε το κόστος τους τις καθιστούσε πρακτικά ανεφάρμοστες.
Οι αναπτυξιακές δεκαετίες
Στην αφετηρία της ειδικότερης πραγμάτευσης, η αναζήτηση μακροχρόνιων ρυθμών ανάπτυξης μέσω της εκβιομηχάνισης όριζε τις επιδιώξεις της πολιτικής ηγεσίας το 1950. Το κύριο ερώτημα αφορούσε τις επενδύσεις που θα τη χρηματοδοτούσαν. Καθώς η αμερικανική βοήθεια συνέβαλε μεταξύ 1947 και 1953 στο 1/3 των συνολικών επενδύσεων της χώρας, η απόφαση του Κογκρέσου να μειώσει δραστικά τα κονδύλια προς την Ευρώπη ισοδυναμούσε με άμεση ανάγκη απεξάρτησης. Η σταθεροποίηση υλοποιήθηκε το 1952 από τον Γεώργιο Καρτάλη, υπουργό Συντονισμού της κυβέρνησης Πλαστήρα, η υποτίμηση της δραχμής που ολοκλήρωσε τις προηγούμενες πρωτοβουλίες από τον Σπύρο Μαρκεζίνη, υπουργό Οικονομικών της κυβέρνησης Παπάγου. Βαθμιαία, αυτή οδήγησε στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο νόμισμα και την επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες. Η μισθολογική πολιτική της περιόδου, επιλέγοντας την ευθυγράμμιση των αμοιβών με την παραγωγικότητα, αποσκοπούσε στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και στη συγκράτηση της ανόδου του κόστους παραγωγής και των τιμών. Κίνητρα για την ανάπτυξη της βιομηχανίας διευκόλυναν τις εισροές ξένων κεφαλαίων μεταξύ 1958 και 1966, όπως και τις επενδύσεις ελληνικών εταιρειών: τo εργoστάσιo αλουμινίου της Pechiney, ελαστικών της Pirelli και πολυστερίνης της Dow Chemicals, το βιομηχανικό συγκρότημα της Esso-Pappas, η Χαλυβουργική και η ΛΑΡΚΟ χρονολογούνται από αυτήν ακριβώς την περίοδο. Παράλληλα, αναπτυσσόταν σταδιακά ο τουρισμός, ιδιαίτερη έμφαση στον οποίο δόθηκε την περίοδο της δικτατορίας. Η προώθηση των εξαγωγών των ελληνικών προϊόντων, αγροτικών κυρίως, επέβαλλε την παρακολούθηση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης και την τελωνειακή ένωση με την ΕΟΚ το 1961, παρά τη (σε βάθος χρόνου) εγκατάλειψη του προστατευτισμού που αυτή συνεπαγόταν. Ως αποτέλεσμα, το κατά κεφαλήν εισόδημα τετραπλασιάστηκε, ενώ ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας από το 1953 ως το 1973 ανήλθε σε 7,2%, δεύτερη υψηλότερη επίδοση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ μετά την Ιαπωνία.
Η επιτυχημένη ως προς τους στόχους της πολιτική αυτή είχε το κόστος της: καχεξία του κοινωνικού κράτους, διαιώνιση ανισοτήτων στη διανομή του πλούτου, προβληματικό οικιστικό περιβάλλον, υποτίμηση των μέσων μαζικής μεταφοράς, εξωτερική μετανάστευση. Η πραγμάτευσή τους εμπίπτει στους επόμενους τόμους, για τους οποίους όμως ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου δίνει μια πρόγευση τόσο στην εισαγωγή όσο και στα συμπεράσματά του. Τονίζει ήδη το βάρος της «χωρίς αίσθησης των γενικότερων επιπτώσεων αντιπαράθεσης οργανωμένων ομάδων συμφερόντων» που κυριάρχησε στη δεκαετία του ’80, τις αντιστάσεις στις μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν τη δεκαετία του ’90, τις αγκυλώσεις που δεν ξεπεράστηκαν στο παράθυρο ευκαιρίας που πρόσφερε η ένταξη στο ευρώ τη δεκαετία του 2000, τη σαρωτική ύφεση και την απότομη δημοσιονομική προσαρμογή, τις προφανείς αστοχίες στην εφαρμογή όσο και τις μείζονες αστοχίες στον σχεδιασμό των μνημονίων. Η νηφάλια, οξυδερκής, αυστηρά τεκμηριωμένη ανάλυση της πρώτης μεταπολεμικής εποχής προμηνύει μια ακόμη πιο ενδιαφέρουσα συνέχεια για τις επερχόμενες περιόδους που μόλις αρχίζουν να εισέρχονται στην επικράτεια της ιστορικής μελέτης.