Η Ευρωπαϊκή Ενωση έκανε το αρχικό, μισό βήμα επιμερισμού κινδύνων, με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Ιούλιο 2020. Η Κομισιόν δανείστηκε από τις κεφαλαιαγορές για να χρηματοδοτήσει το πρόγραμμα «Next Generation EU». Αυτό το βήμα πρέπει να το ολοκληρώσει. Οφείλει να αναλάβει πρωτοβουλίες συλλογικής διαχείρισης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους που συσσωρεύθηκε στη διάρκεια της πανδημίας. Πρωτοβουλίες συμπληρωματικές και αμοιβαία ενισχυόμενες με αντίστοιχες σε εθνικό επίπεδο. Ο εξωγενής και συμμετρικός χαρακτήρας της κρίσης συνιστά την αιτιολογική βάση για την απορρόφηση και μερική διαγραφή του συσσωρευθέντος χρέους με σύνθετα χρηματοοικονομικά εργαλεία και τεχνικές.
Για την Ελλάδα, η αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού ιδιωτικού χρέους είναι επείγουσα προτεραιότητα, ώστε να μη λειτουργήσει ως φρένο στην ανάκαμψη και γκάζι στη λιτότητα. Στις τρέχουσες συνθήκες, το προφίλ του δημοσίου χρέους δεν θέτει ζήτημα μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητάς του – άρα, αφερεγγυότητας της χώρας – παρά το ύψος του ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η αναδιάρθρωση και μερική διαγραφή του ιδιωτικού χρέους, ως βασική συνιστώσα μιας συνολικής λύσης, είναι αναγκαία συνθήκη για να αποφύγει η Ελλάδα πολιτικές βίαιης προσαρμογής και εσωτερικής υποτίμησης την επομένη της επιδημιολογικής κρίσης.
Η λύση του προβλήματος θα πρέπει να διαμορφώσει μια νέα ισορροπία για την εξυγίανση και σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τη βιωσιμότητα του παραγωγικού ιστού και την απασχόληση, ιδίως κλάδων συγκριτικού πλεονεκτήματος, και τη διεύρυνση της καταναλωτικής ικανότητας των νοικοκυριών. Θα πρέπει να συμβάλει στην ισχυρή και βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη, με το μέγιστο δυνατό όφελος για την κοινωνική συνοχή και ευημερία και το μικρότερο δυνατό χρηματοπιστωτικό και δημοσιονομικό κόστος.
Τόσο η λύση που προωθεί η κυβέρνηση με την επέκταση του «Σχεδίου Ηρακλής» όσο και η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη λεγόμενη «bad bank» αδυνατούν να αντιμετωπίσουν την εξέλιξη του παλιού και νέου ιδιωτικού χρέους στη χώρα μας με τρόπο βιώσιμο και επωφελή για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Περιλαμβάνουν την εγγύηση του Δημοσίου, χωρίς όμως να διασφαλίζουν σε επαρκή βαθμό και μακροπρόθεσμο ορίζοντα τα έννομα δικαιώματά του στις τράπεζες/funds και χωρίς να συνδέουν τη διαχείριση των δανείων με τους αναπτυξιακούς στόχους ενός νέου ολιστικού ανταγωνιστικού παραγωγικού υποδείγματος.
Και στα δύο σχήματα, ο κίνδυνος κατάπτωσης της εγγύησης του Δημοσίου συναρτάται, κυρίως, με τη δομή των ομολογιών και τον τρόπο εξυπηρέτησής τους από τα αναμενόμενα έσοδα. Η πρόταση περί «bad bank» είναι περισσότερο εκτεθειμένη ως προς τον βραχυπρόθεσμο δημοσιονομικό κίνδυνο, ενώ η δομή του «Ηρακλή» μετατοπίζει τον κίνδυνο αυτόν μεσοπρόθεσμα.
Επιπλέον, με την πλήρη εφαρμογή του νέου Πτωχευτικού Κώδικα αντιστρέφεται η φυσική σειρά των πραγμάτων κατά την οποία προηγείται η «αναδιάρθρωση» της «ρευστοποίησης» των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων/νοικοκυριών με πολύ αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή και στην ψυχολογία της ήδη «γονατισμένης» αγοράς των ελεύθερων επαγγελματιών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Στον αντίποδα αυτών των εθνικών εργαλείων για την ταχεία ανακτησιμότητα μέσω της ρευστοποίησης, χρειαζόμαστε ένα νέο σχήμα εγγυήσεων του ελληνικού Δημοσίου και αντεγγυήσεων από ευρωπαϊκό εγγυοδοτικό οργανισμό για τα κόκκινα δάνεια. Στόχος θα πρέπει να είναι η εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών, παράλληλα με τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και τη βιώσιμη αναδιάρθρωση κλάδων της οικονομίας, ιδιαίτερα εκείνων με υψηλό συγκριτικό πλεονέκτημα, διατηρώντας την απασχόληση.
Η συνολική οικονομική πορεία της Ελλάδας την επομένη της πανδημικής κρίσης συναρτάται και με τον βαθμό αλληλεγγύης που θα επιδείξει η Ευρωπαϊκή Ενωση. Ευρισκόμενη στο άκρο των δυσμενέστερων επιπτώσεων της πανδημίας, η χώρα μας θα πρέπει να πρωτοστατεί σε αυτή την κατεύθυνση. Η μερική διαγραφή του ιδιωτικού χρέους από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, που έχει επανειλημμένα ζητήσει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Αλέξης Τσίπρας, θα πρέπει να αποτελέσει πεδίο συνεννόησης ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις, την Τράπεζα της Ελλάδος και τους παραγωγικούς φορείς.
*Ο κ. Παναγιώτης Παυλόπουλος είναι οικονομικός σύμβουλος του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Αλέξη Τσίπρα, ο κ. Ευάγγελος Πιλάλης επικεφαλής του Χρηματοπιστωτικού Τομέα και ο κ. Αντώνης Καραγιάννης μέλος της Γραμματείας του Χρηματοπιστωτικού Τομέα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.