Στους Αμπελόκηπους Αθηνών πρωτοβρέθηκα κάπου προς το τέλος της δεκαετίας του πενήντα καθώς έπρεπε να έρθω στην Αθήνα για να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα στη διάσημη των φιλοσόφων Σχολή, όπως μας έμαθαν να λέμε. Κάποιος μακρινός συγγενής, που διέμενε σε αυτή τη συνοικία, μου βρήκε ένα δωματιάκι σε ένα δίπατο κτίριο. Στο ισόγειο λειτουργούσε μια ταβέρνα της εποχής όπου συνήθως έτρωγαν παρέες ανδρικές. Χωρίς γυναικόπαιδα. Οχι λίγες φορές το έριχναν στο τραγούδι απελευθερωμένοι, το δίχως άλλο, από τη συζυγική παρουσία…
Τα χρόνια εκείνα οι Αμπελόκηποι ήταν σχεδόν αυτό που λέει τo όνομά τους. Αμπέλια (ναι!) και κήποι. Σχεδόν μια εξοχή. Με ελάχιστα αυτοκίνητα πέρα από τα αργόσυρτα και πάντα καθυστερημένα λεωφορεία. Η γνωστή λεωφόρος που οδηγεί σήμερα από την Αλεξάνδρας στην Κηφισίας (για όσους γνωρίζουν την περιοχή) σταματούσε κάπου στο μέσον, πολύ πριν από τις εργατικές κατοικίες στις οποίες ακόμη και τώρα διακρίνονται οι τρύπες από τις σφαίρες των μετακατοχικών συγκρούσεων. Σε όλη την περιοχή υπήρχαν δέντρα, πεύκα κυρίως, και όχι λίγοι κήποι μέσα σε περιφραγμένα οικόπεδα, εκεί όπου σήμερα ανυψώνονται πολυκατοικίες κατοικημένες από ανθρώπους μεσαίας, κυρίως, τάξεως. Ανοικτός τύπος, όπως ήμουν, γνωρίστηκα με πολλούς από τους τακτικούς πελάτες της ταβέρνας, από τους οποίους (αθώος και άβγαλτος) πήρα τα πρώτα μαθήματα κοινωνικού και κομματικού περιεχομένου…
Τότε, λοιπόν, έτσι είχαν τα πράγματα. Σήμερα έχουν επέλθει και σε αυτή την αθηναϊκή περιοχή τόσο πολλές αλλαγές, όχι μόνο στο οικιστικό αλλά (κατά συνέπεια, θα έλεγα) και στο κοινωνικό και ανθρωπολογικό περιβάλλον, ώστε ελάχιστα πράγματα να θυμίζουν το παρελθόν. Το Σάββατο, όταν πηγαίνω στην κοντινή λαϊκή, βλέπω (και ακούω) τις πολλές διαφορές από την παλιά λαϊκή όπου περνούσε τα σαββατιάτικα πρωινά η μάνα μου με τις φιλενάδες της σουλατσάροντας ώρες πάνω-κάτω, χωρίς μάλιστα να κάνουν και ιδιαίτερα ψώνια. Και εδώ εγείρεται, θα έλεγα, το κρίσιμο ερώτημα που σχετίζεται με τον αέναο, τον αδιάγνωστο χρόνο, τον μετρημένο μόνο με το άτεγκτο ρολόι. Πού πάει ο παλιός χρόνος, σύμφωνα με το γνωστό άσμα, πού πάμε εμείς.
Το παράδοξο και εν ταυτώ ενδιαφέρον (θα έλεγα) είναι ότι, μολονότι οι άνθρωποι είμαστε θνητά και πεπερασμένα όντα, έχουμε, όλοι, στον έναν ή στον άλλον βαθμό, την επιθυμία να ενεργήσουμε, να εκτελέσουμε κάποιο έργο, κυρίως καλό, αν και όχι λίγες φορές διαπράττεται, ηθελημένα ή αθέλητα, ένα κακό έργο, ένα κακούργημα. Εγκλήματα πολλά και ποικίλα διαπράττονται συνεχώς εναντίον των συνανθρώπων μας, πολλά μάλιστα κατ’ εξακολούθησιν, που λένε. Τα κακουργήματα αυτά επισύρουν, συνήθως, βαριές ποινές. Ομως, ενώ τελούνται κακουργηματικές πράξεις απέναντι στην αθώα και «αγαθή» φύση, οι ίδιοι οι δράστες συνηθέστατα παραμένουν ατιμώρητοι, μολονότι οι συνέπειες αυτού του είδους των εγκλημάτων είναι βαρύτατες. Αυτό λοιπόν που διεπράχθη όχι μόνο στους Αμπελόκηπους αλλά και σε όλη σχεδόν την Αθήνα, για να μην πω σε κάθε ελληνική πόλη, όπως επίσης και στα χωριά, είναι ότι αποδιώξαμε, αποπέμψαμε τον αγαθό και ευγενή κόσμο της φύσεως. Ζούμε έγκλειστοι σε πόλεις, ακόμη και στους, πάλαι ποτέ, αγαθούς και ευγενικούς Αμπελόκηπους.
Ουτοπία λοιπόν οι παλαιοί εκείνοι Αμπελόκηποι; Δυστοπία οι σημερινοί; θα ερωτηθώ; Οχι προς Θεού! Οι Αμπελόκηποι είναι ένας δικός μου τόπος. Τόπος όθεν τοπάζει τις, εκεί όπου κάποιος στοχάζεται, σύμφωνα με το Ετυμολογικόν Λεξικόν του J. Β. Hofmann. Οι σημερινοί Αμπελόκηποι και οι κάθε μορφής Αμπελόκηποι είναι επίσης ο τόπος ενός τοπίου, όπως θα έλεγε και ο Εμπειρίκος, o δικός μου ο ποιητής… Κάθε τόπος είναι εν τέλει μοιραίος για μας τόπος μας. Μοίρα μας δεν είναι μόνο ό,τι θα μας μοιράσει ο βίος. Μοίρα μας επίσης είναι και ο οποιοσδήποτε τόπος μάς έλαχε να ζούμε, υπό την κατοχή των κτισμάτων και όποιων αλλων δημιουργημάτων μας. Είμαστε, είτε το αισθανόμαστε, είτε όχι, εγκλωβισμένοι, κατεχόμεθα, δηλαδή είμαστε κυριευμένοι από τους τόπους, τα τοπία και τις πόλεις που κατέχονται από εμάς τους ίδιους. Είμαστε εν ταυτώ και κατέχοντες και κατεχόμενοι.
*Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.