Στροφή σε εναλλακτικές μορφές αποταμίευσης/επένδυσης καταγράφεται την τελευταία διετία, καθώς τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων, που μέχρι πριν από λίγα χρόνια αποτελούσαν μια ασφαλή και συμφέρουσα επιλογή δημιουργίας εισοδήματος, βρίσκονται σχεδόν στο 0%.
Μετά τις τελευταίες περικοπές στις οποίες προχώρησαν οι συστημικοί όμιλοι, οι ετησιοποιημένες αποδόσεις στις νέες καταθέσεις για ποσά έως και 50.000 ευρώ δεν ξεπερνούν στην πλειονότητα των περιπτώσεων το 0,06%, ενώ για μεγαλύτερα ποσά το ταβάνι διαμορφώνεται στο 0,10%. Μάλιστα, οι τράπεζες προγραμματίζουν και νέες μειώσεις στα επιτόκια με στόχο ο μέσος όρος στα υφιστάμενα υπόλοιπα των λογαριασμών προθεσμίας να πέσει στο 0,10% ή και χαμηλότερα μέσα στο 2021 από το 0,18% σήμερα.
«Είναι προφανές ότι με τα σημερινά επίπεδα αποδόσεων, οι λογαριασμοί προθεσμίας δεν αποτελούν πλέον επενδυτική/αποταμιευτική επιλογή» σημειώνει τραπεζική πηγή. Οπως επισημαίνει, ήδη από το 2019, με εξαίρεση ένα διάλειμμα 2-3 μηνών μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, υπάρχει ξεκάθαρη τάση απόσυρσης χρημάτων από τα τραπεζικά προϊόντα προς επενδυτικά προγράμματα. Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός, κατά τον ίδιο, ότι τα υπόλοιπα των προθεσμιακών καταθέσεων από τον Αύγουστο του 2019, που σκαρφάλωσαν στο υψηλότερο επίπεδο μετά την επιβολή των capital controls, έχουν μειωθεί μέσα σε 17 μήνες κατά 8,23 δισ. ευρώ.
Οι 4 βασικές επιλογές
Είναι προφανές, εξηγεί σχετικά το έμπειρο τραπεζικό στέλεχος, ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών των εκροών κατευθύνθηκε σε λοιπά επενδυτικά προγράμματα και κυρίως στα εξής:
1. Μακροχρόνια αποταμιευτικά/συνταξιοδοτικά προγράμματα εφάπαξ ή τακτικών καταβολών, που μπορεί να είναι συνδυασμένα και με ασφάλιση ζωής (unit linked).
2. Επενδυτικά καλάθια αμοιβαίων κεφαλαίων, τα οποία λειτουργούν με τακτικές καταβολές, χαμηλότερες ακόμη και από τα 50 ευρώ.
3. Αμοιβαία κεφάλαια ή fund of funds.
4. Προγράμματα προθεσμιακών καταθέσεων με υψηλότερα επιτόκια από αυτά της αγοράς, συνδυασμένα με αμοιβαία κεφάλαια.
Μεσαίου ρίσκου
Γενικός διευθυντής συστημικού ομίλου σημειώνει πως η πλειονότητα των καταθετών που κάνουν στροφή σε επενδυτικά προγράμματα επιλέγουν χαρτοφυλάκια μεσαίου ρίσκου. Δηλαδή προτιμούν προϊόντα που συνδυάζουν μετοχές, ομόλογα και προϊόντα ανοιχτής ζήτησης, με στόχο να πετύχουν μια απόδοση αρκετά υψηλότερη σε σχέση με τους προθεσμιακούς λογαριασμούς, με ελεγχόμενο ωστόσο ρίσκο.
Στο πλαίσιο αυτό, στις πρώτες θέσεις των προτιμήσεων βρίσκονται μεικτά αμοιβαία κεφάλαια ή fund of funds, που διασφαλίζουν μεγάλη διασπορά και προσφέρουν την προοπτική για μια αξιοπρεπή απόδοση. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι τράπεζες στοχεύουν εφέτος σε πωλήσεις αμοιβαίων κεφαλαίων άνω του 1 δισ. ευρώ.
Ο ρόλος των τραπεζών
Σε κάθε περίπτωση, υποστηρίζει η ίδια πηγή, ο ρόλος των τραπεζών στην επιλογή της κατάλληλης αποταμιευτικής/επενδυτικής στρατηγικής από τους καταθέτες είναι κομβικός. Ειδικά μέσω των υπηρεσιών personal banking σε πελάτες με ρευστότητα τουλάχιστον 60.000 ευρώ, γίνεται αναλυτική καταγραφή των αναγκών, των στόχων και του ρίσκου που θέλει να αναλάβει ο ενδιαφερόμενος και δημιουργείται ένα χαρτοφυλάκιο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του.
Αναμφίβολα, η τρέχουσα συγκυρία ευνοεί την ανάπτυξη των υπηρεσιών διαχείρισης πλούτου (wealth management) για τρεις κυρίως λόγους:
1. Μεγάλος αριθμός πελατών αναζητεί μια καλύτερη απόδοση για τα χρήματά του.
2. Υπάρχει πλεονάζουσα ρευστότητα στην αγορά μετά την άνοδο των καταθέσεων ιδιωτών τα τελευταία δύο έτη και την επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης των μεγεθών μετά το ξέσπασμα της πανδημίας.
3. Οι τράπεζες έχουν δημιουργήσει και προσφέρουν πλειάδα εργαλείων που μπορούν να προσαρμοστούν στο επενδυτικό προφίλ του καθενός.
Προτεραιότητα
«Με τη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να τιμωρεί τις τράπεζες με πλεονάζουσα ρευστότητα, η μεταφορά καταθέσεων σε μη τραπεζικά προϊόντα αποτελεί προτεραιότητα για τον κλάδο σήμερα» αναφέρει τραπεζικό στέλεχος από τον τομέα του personal banking. Οπως εξηγεί ο ίδιος, «αυτή τη στιγμή έχουμε περισσότερες καταθέσεις από αυτές που χρειαζόμαστε για την εφαρμογή της πολιτικής μας στις δανειοδοτήσεις. Επιπλέον, για τις αποταμιεύσεις που δεν μετατρέπονται σε δάνεια πληρώνουμε όχι μόνο τόκους στους πελάτες μας, αλλά επιβαρυνόμαστε και με το προβλεπόμενο πέναλτι από την ΕΚΤ. Ως εκ τούτου, η προώθηση τραπεζοασφαλιστικών/επενδυτικών προϊόντων στους καταθέτες όχι μόνο επιφέρει αύξηση των προμηθειών, αλλά επιδρά θετικά και στα καθαρά έσοδα από τόκους».
€8,23 δισ. μειώθηκαν τα υπόλοιπα των προθεσμιακών καταθέσεων σε 17 μήνες.
€19,85 δισ. είναι η αύξηση της καταθετικής βάσης μετά την πανδημία.
€10,73 δισ. είναι η άνοδος στα υπόλοιπα των ιδιωτών από τον περασμένο Μάρτιο.
0,06% είναι η ανώτατη απόδοση για προθεσμιακές καταθέσεις έως 50.000 ευρώ.
Ανοδος €20 δισ. στις καταθέσεις εν μέσω ύφεσης
Παρά τη στροφή των καταθετών σε μη τραπεζικά προϊόντα και την πίεση στα εισοδήματα λόγω της υγειονομικής κρίσης, τα υπόλοιπα φυσικών και νομικών προσώπωνκαταγράφουν εντυπωσιακή άνοδο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Ειδικότερα, μέσα σε 11 μήνες, από τον Μάρτιο του 2020 έως το τέλος Ιανουαρίου 2021, η καταθετική βάση ενισχύθηκε κατά 19,85 δισ. ευρώ και βρίσκεται πλέον μία ανάσα από τα επίπεδα που βρίσκονταν πριν την πολιτική αλλαγή του 2015 και την κρίση εμπιστοσύνης που ξέσπασε έκτοτε.
Τα υπόλοιπα των επιχειρήσεων έχουν αυξηθεί σε αυτό το διάστημα κατά 8,22 δισ. ευρώ και των νοικοκυριών κατά 10,73 δισ. ευρώ. Η άνοδος μάλιστα για τους ιδιώτες καταγράφηκε σε μία περίοδο που σημειώθηκαν εκροές προς επενδυτικά προϊόντα. Αν δηλαδή τα τραπεζικά επιτόκια ήταν υψηλότερα, η αύξηση των μεγεθών θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εφετινός Ιανουάριος ήταν μόλις ο έκτος μετά την είσοδο της χώρας στο ευρώ που οι καταθέσεις των ιδιωτών ενισχύθηκαν σε μηνιαία βάση.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, η εικόνα αυτή αποδίδεται σε πλήθος παραγόντων:
l Στην αναστολή ενήμερων δανείων έως και 28 δισ. ευρώ από τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων.
l Στην ενεργοποίηση προγραμμάτων επιδότησης δανείων.
l Στην αναστολή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων .
l Στη στήριξη των εργαζομένων με αποζημιώσεις και των ανέργων με επιδόματα.
l Στη μείωση της κατανάλωσης, τόσο λόγω της αβεβαιότητας όσο και λόγω των περιορισμών στην οικονομική δραστηριότητα.
l Στην καταβολή από το κράτος ποσών άνω των 6 δισ. ευρώ έως σήμερα σε επιχειρήσεις που πλήττονται.
l Στην αύξηση των χορηγήσεων προς επιχειρήσεις, που σημείωσαν ρεκόρ 10 ετών το 2020 και κατέληξαν στους καταθετικούς τους λογαριασμούς.
l Στην αναβολή επενδυτικών πλάνων από τις επιχειρήσεις.
l Στη μείωση των εξόδων που αφορούν τα μισθώματα πληττόμενων επιχειρήσεων και εργαζομένων σε αναστολή (κύρια κατοικία, φοιτητική στέγη), με αποζημίωση των εκμισθωτών.