To 2020, η ελληνική οικονομία δέχθηκε ισχυρό πλήγμα από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19 λόγω της μεγάλης εξάρτησής της από τον τουρισμό, αναφέρει η Eurobank στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο.
Το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε σε ετήσια βάση κατά -8,2% (από τα €183,4 δις σε τρέχουσες τιμές το 2019 στα €165,8 δις το 2020) με τις εξαγωγές υπηρεσιών να έχουν τη μεγαλύτερη αρνητική συνεισφορά σε αυτή την επίδοση.
Τέταρτη βαθύτερη ύφεση στην Ε.Ε.
Η ύφεση στην Ελλάδα το 2020 ήταν η 4η βαθύτερη ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 (1η η Ισπανία με -11,0%, 2η η Ιταλία με -8,9% και 3η η Κροατία με -8,4%.
Εντούτοις, αποδείχτηκε ηπιότερη από τις επίσημες προβλέψεις διεθνών οργανισμών και του μέσου όρου της αγοράς.
Τα μέτρα στήριξης των ασκούντων την οικονομική πολιτική μετρίασαν σε έναν βαθμό το υφεσιακό αποτέλεσμα, καθώς συγκράτησαν με άμεσο και έμμεσο τρόπο τη συρρίκνωση της ζήτησης και της προσφοράς.
Παρά ταύτα, πέραν του οφέλους, το προαναφερθέν αποτέλεσμα είχε και υψηλό κόστος υπό τη μορφή μεγάλου δημοσιονομικού ελλείμματος.
Βάσει της πρώτης εκτίμησης των ετήσιων εθνικών λογαριασμών, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2020 ήταν κατά -29,8% (-€66,9 δις σε τρέχουσες τιμές) μικρότερο σε σχέση με το αντίστοιχο μέγεθος το 2007 (προ κρίσης χρέους επίπεδα).
Θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια με σχετικά υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης για να ανακτηθούν οι εν λόγω απώλειες παραγωγής-εισοδήματος (βλέπε Σχήμα 3Β).
Επί παραδείγματι, η επιστροφή του πραγματικού ΑΕΠ σε ορίζοντα δεκαετίας στα επίπεδα του 2007 ισοδυναμεί με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της τάξης του 3,6%.
Με δεδομένο το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας (μακροπρόθεσμα αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την απασχόληση), η επίτευξη τέτοιου επιπέδου ρυθμών μεγέθυνσης προϋποθέτει μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων.