Ο κ. Τσίπρας με τον τρόπο που διαχειρίζεται θέματα όπως οι καταγγελίες για σεξουαλική βία στους χώρους εργασίας, οι αποκαλύψεις για παιδεραστία που αφορά φτωχά παιδιά όπως τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα, αλλά και η υπόθεση Κουφοντίνα δείχνει πως δεν μπορεί να παρακολουθήσει ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό σχέδιο. Χρησιμοποιεί την υπόθεση Κουφοντίνα ως πεδίο κομματικής εκμετάλλευσης και όχι ως χώρο για να αποδείξει ότι η επιεικής στους εχθρούς της δημοκρατία πρέπει ταυτόχρονα να είναι και δυνατή απέναντί τους. Ενώ στο θέμα με τις καταγγελίες για σεξουαλική βία και εκμετάλλευση δεν αντιλαμβάνεται πως εδώ έχουμε να κάνουμε με τον τρόπο που διαρθρώνονται οι σχέσεις εξουσίας και με το πώς διαμορφώνονται οι ιεραρχίες σε μια κοινωνία – ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για μια σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία – και όχι με το αν οι «δεξιοί» είναι όλοι «βιαστές και παιδεραστές». Το πρόβλημα όμως δεν σταματά στο τι κάνει ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά εκτείνεται στις ευρύτερες τάσεις που αυτή του η αδυναμία διαμορφώνει στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Τάσεις που εντείνουν την ισχυροποίηση ενός «μονοκομματικού πλουραλισμού», ο οποίος οδηγεί στην αλαζονεία της Πεντέλης, της Ικαρίας, στους εκτός σειράς εμβολιασμούς κυβερνητικών στελεχών.
Τίθενται εδώ δύο μεγάλα ερωτήματα. Το πρώτο αφορά το γιατί χρειάζεται ένας κεντροαριστερός πόλος ως αντίβαρο στον κεντροδεξιό. Γιατί στις δημοκρατίες αν δεν υπάρχει εξωτερικό αντίβαρο στην κυριαρχία ενός πόλου, τότε αυτό δημιουργείται εντός του. Αν η Κεντροαριστερά δεν μπορέσει να γίνει η πολιτική αντιπρόταση στην Κεντροδεξιά, τότε αυτή η αδυναμία δημιουργεί πολιτικό κενό το οποίο τείνει να καλυφθεί εντός της Κεντροδεξιάς. Και τότε ο φιλελεύθερος κ. Μητσοτάκης είναι πιθανό να βρει μπροστά του ακόμη και πρώην πρωθυπουργούς, σημερινούς υπουργούς και στελέχη, μη ικανοποιημένοι όλοι αυτοί από τις δικές του κεντρώες και αντιεθνικιστικές προτεραιότητες και οι οποίοι θα επιδιώξουν να δημιουργήσουν έναν πόλο εθνικιστικής και ρατσιστικής Ακροδεξιάς. Ολοι φαντάζονται τι θα σήμαινε για την ελληνική δημοκρατία ένα σύστημα στο οποίο ο ένας πόλος θα είναι η Κεντροδεξιά και ο άλλος η Ακροδεξιά.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά το γιατί αδυνατεί το Κίνημα Αλλαγής – το οποίο βαυκαλίζεται ότι «καθαρίζει» με την απολίτικη επίκληση της αυτονομίας – να παίξει τον ρόλο του άλλου μεγάλου πόλου. Γιατί εκεί, πρώτον, ανεξαρτήτως πολιτικών ηγεσιών, διαβάζουν λάθος τους λόγους της εκλογικής τους καθίζησης. Ακόμη από το 2012 η κυρίαρχη άποψη στο ΠαΣοΚ ήταν πως αν αναγκαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίσει μνημόνια, τότε ο κόσμος θα «γυρίσει σπίτι» του. Ψήφισε, αλλά δεν… Ακόμη δεν κατάλαβαν σε τι οφειλόταν αυτή η «μετακόμιση». Θεώρησαν ότι πληρώνουν τη διαφθορά Τσοχατζόπουλου και των άλλων «παλικαριών». Το 1989 το αίτημα για κάθαρση και οι καταγγελίες για διαφθορά στο ΠαΣοΚ ήταν εξίσου ισχυρές κι όμως το ΠαΣοΚ διατηρήθηκε στο 39,13%, ενώ τον Ιανουάριο του 2015 κατέρρευσε στο 4,68%. Οι πολίτες το εγκατέλειψαν όχι λόγω της διαφθοράς του αλλά γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν τη συνέχιση της ανοδικής τους κινητικότητας, την οποία παλιότερα τους είχε πραγματικά εξασφαλίσει το ΠαΣοΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ έταζε «λαγούς με πετραχήλια» που πλέον λόγω του πρώτου μνημονίου δεν μπορούσε να προσφέρει το ΠαΣοΚ. Οι πρώην ψηφοφόροι του ΠαΣοΚ πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ, όχι γιατί αυτό ήταν διεφθαρμένο, αλλά επειδή πείσθηκαν πως ο κ. Τσίπρας θα τους δώσει πίσω ό,τι είχαν με το ΠαΣοΚ. Και παραμένουν στον ΣΥΡΙΖΑ επειδή αυτός είναι το μεγάλο κόμμα και όχι το ΚΙΝΑΛ.
Από εδώ ξεκινά το δεύτερο λάθος. Στην προσπάθεια να ανακτήσουν τη δύναμή τους στο Κίνημα Αλλαγής (πασοκικό όνομα και αυτό) θεωρούν πως κύριος στόχος τους πρέπει να είναι ο επαναπατρισμός όσων πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι βοηθούν αφάνταστα τον ΣΥΡΙΖΑ αφού τον αναγορεύουν σε μείζονα αντίπαλό τους. Στο ΚΙΝΑΛ θα έπρεπε να εστιάζουν στον «επαναπατρισμό» εκείνων που το δικό του συναισθηματικό και αβαθές αντισύριζα τούς έστειλε στον κ. Μητσοτάκη και στους «άστεγους» κεντροαριστερούς. Σε δημοσκόπηση της OPINION POLL το 47% των αυτοπροσδιοριζόμενων ως κεντροαριστερών δηλώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να εκφράσει την Κεντροαριστερά κι όμως το ΚΙΝΑΛ δεν στρέφεται σ’ αυτούς αλλά σ’ όσους στεγάστηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι τελευταίοι ενδέχεται να επιστρέψουν, μόνο αν το ΚΙΝΑΛ ανακτήσει πρώτα αυτούς που έχασε από την Κεντροδεξιά. Η σοσιαλδημοκρατία μεγαλουργεί όταν έχει ως κύριο αντίπαλό της τον κεντροδεξιό πόλο και όχι τον αριστερό λαϊκισμό. Ενώ, ενδεικτικά, μόνο το 26,4% των κεντροαριστερών βλέπουν θετικά και μάλλον θετικά τη συνεργασία ΚΙΝΑΛ – κυβέρνησης, στο ΚΙΝΑΛ καθοδηγούμενοι από μια, δικαιολογημένη εν πολλοίς, εμπάθεια κατά του ΣΥΡΙΖΑ αδυνατούν να καταλάβουν πως για να ξαναγίνουν μεγάλοι χρειάζεται να λειτουργήσουν ως ο αντίπαλος πόλος στην Κεντροδεξιά. Αντιπαλότητα που αποτέλεσε μεταπολιτευτικά τον άξονα πάνω στον οποίο στηρίχθηκε η δύναμη του ΠαΣοΚ. Επίσης στο ΚΙΝΑΛ συζητούν για την επιστροφή ή όχι στο ΠαΣοΚ – πράγμα αδιάφορο για το 49% στην ίδια δημοσκόπηση – ή εστιάζουν, μέχρι τώρα, στην αντιπαράθεση προσώπων και όχι αφηγήσεων. Δεν είναι παράξενο που αν και με τον ήλιο τα βγάζουν και με τον ήλιο τα βάζουν, όπως υποστηρίζουν κάποιοι «ακόλουθοι», τα έρμα τα πρόβατα ψοφάνε. Και όμως αυτά τα «έρμα» έχουν τόσο μεγάλη ανάγκη από ένα big bang στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας. Γι’ αυτό, αναζητούνται αυτόφωτες ηγεσίες και όχι πρίγκιπες/πριγκίπισσες με την ακολουθία τους.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.