Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δηλώνει ότι βρισκόμαστε στην άκρη του τούνελ της πανδημίας. Εκεί ωστόσο τον περιμένει η πραγματική πρόκληση της διακυβέρνησής του, να βάλει την Ελλάδα στη λεωφόρο των μεταρρυθμίσεων. Η ανοικοδόμηση της χώρας δεν απαιτεί μόνο τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης. Προϋποθέτει σχέδιο και κυρίως τόλμη και αποφασιστικότητα. Δεν είναι εύκολη υπόθεση οι μεταρρυθμίσεις, οι επιπτώσεις της πανδημίας όμως θα καταστήσουν επιτακτική την ανάγκη τους σε μια κοινωνία που μοιάζει να είναι ωριμότερη από κάθε προηγούμενη συγκυρία. Ισως πιο ώριμη από το πολιτικό σύστημα, αν λάβει κανένας υπόψη την ταχεία προσαρμογή στις καινοτομίες που εισήχθησαν ξαφνικά στην καθημερινότητα όλων.
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης δεν ήταν λίγες οι φορές που η εποχή του «εκσυγχρονισμού», του Κώστα Σημίτη, ιδίως οι θυελλώδεις αντιδράσεις στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, χρησιμοποιήθηκαν ως χαρακτηριστικό παράδειγμα των χαμένων ευκαιριών για την εξέλιξη της χώρας. Και κατόπιν, στη διάρκεια των μνημονίων, πολλές αλλαγές ψηφίστηκαν, αλλά δεν εφαρμόστηκαν. Οι μεταρρυθμίσεις χωρίς συγκρούσεις είναι σπάνιες γιατί συνασπίζονται εναντίον τους όλες οι δυνάμεις της αδράνειας. Σε μια στιγμή που η συζήτηση ανοίγει ξανά με ένταση, έχει μεγάλη σημασία να συνδυαστούν σωστά η αποφασιστικότητα και η τόλμη του ηγέτη, με τις ανάγκες της κοινωνίας και με υπαρκτά κοινωνικά κινήματα.
Είναι κατάλληλες οι συνθήκες για τις μεγάλες αλλαγές;
Η επόμενη μέρα της πανδημίας έχει ήδη φορτιστεί με το βάρος της ανάγκης να αλλάξουν τα πράγματα. Να μπει το τρένο της Ελλάδας στις ράγες που οδηγούν στον 21ο αιώνα. Η κυβέρνηση δηλώνει, σε όλους τους τόνους, την πρόθεσή της να ανοίξει για τα καλά το κεφάλαιο των μεταρρυθμίσεων. Η συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις θα μπορούσε να έχει αφετηρία το ερώτημα αν αυτές έχουν ιδεολογικό πρόσημο. Αν, δηλαδή, η κατεύθυνσή τους είναι νομοτελειακή ή αν καθορίζεται και από την οπτική για τον κόσμο και την κοινωνία. Υπάρχει όμως ένα ερώτημα πολύ πιο καίριο. Ευνοούν οι σημερινές συνθήκες κοινωνικές και πολιτικές την ύπαρξη ενός μεταρρυθμιστικού ρεύματος; Ποιες δυνάμεις θα το αποτελέσουν, ποια πολιτική στέγη θα τις εκφράσει, σε ποια πεδία θα εκδηλωθεί;
Ο ιστορικός Κώστας Κωστής μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής» επισημαίνει ότι «θεωρητικά οι σημερινές συνθήκες δεν προσφέρονται για τη διαμόρφωση ενός μεταρρυθμιστικού κινήματος ή ρεύματος. Μετά από τόσα χρόνια κρίσης και θυσιών, οι Ελληνες είναι κουρασμένοι από τις θυσίες και την προσπάθεια να ανταποκριθούν στις δυσκολίες. Επομένως είναι πολύ δύσκολο ένα πολιτικό κόμμα να μπει σε μια διαδικασία που θα έχει υψηλό κόστος και η οποία θα αποδώσει μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα». Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα με τις μεταρρυθμίσεις. Το πολιτικό κόστος προκαταβάλλεται. Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. «Απαραίτητη από κάθε άποψη, θα αποδώσει, εάν αποδώσει, μετά από ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, ενώ το κόστος της θα καταβληθεί άμεσα. Και στη διάρκεια του χρόνου εφαρμογής της κάτω από την πίεση των ομάδων που θίγονται θα υπάρξουν όλες οι δυνατότητες για να ανατραπεί ή να περιοριστεί. Ας θυμηθούμε τον νόμο Διαμαντοπούλου που ψηφίστηκε αλλά επί της ουσίας ποτέ δεν εφαρμόστηκε» επισημαίνει. Ο κ. Κωστής ήταν ένας από τους ομιλητές του διαδικτυακού σεμιναρίου με θέμα τη διαχρονική εξέλιξη των διοικητικών δομών στη σύγχρονη Ελλάδα, που διοργανώθηκε από το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης υπό την αιγίδα της Επιτροπής «Ελλάδα 2021».
Η Μεταπολίτευση δεν ευνόησε τις μεταρρυθμίσεις
Ομοίως, το ελληνικό πολιτικό σύστημα από τη Μεταπολίτευση και μετά δεν έθεσε ως προτεραιότητα τις μεταρρυθμίσεις. «Απέφευγε», όπως υπογραμμίζει ο κ. Κωστής, «τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που ήταν απαραίτητες για την ευημερία της χώρας αλλά προϋπέθεταν σημαντικό πολιτικό κόστος. Μέχρι στιγμής δεν έχω δει κάποια κυβέρνηση να τολμά. Ο Κ. Σημίτης, ένας από τους πλέον ικανούς πρωθυπουργούς της ελληνικής ιστορίας, το 2001 έκανε πίσω στη μεταρρύθμιση Γιαννίτση, ενώ και σήμερα ακόμη η ίδια αντίληψη φαίνεται να κυριαρχεί. Επομένως», προσθέτει, «πιστεύω ότι το πολιτικό μας σύστημα έτσι όπως λειτουργεί σήμερα επιδιώκει την αναπαραγωγή του ως έχει και όχι επιδιώκοντας να φέρει την Ελλάδα σε μια θέση όπου θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της στο διεθνές παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον».
Οπως λέει στο «Βήμα της Κυριακής» ο ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Γιάννης Βούλγαρης «υπό μία έννοια, η εντολή που έδωσαν οι πολίτες στην κυβέρνηση, αλλά και στις άλλες πολιτικές δυνάμεις δεν ήταν απλή επιστροφή στην «κανονικότητα», αλλά διαρθρωτικές αλλαγές προκειμένου να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος και να δρομολογήσουμε την Ελλάδα στη νέα εποχή. Στα τελευταία δέκα χρόνια υπέστημεν μια δραματική οπισθοχώρηση, αλλά παράλληλα τόσο μέσω των μνημονίων όσο και εξαιτίας της πανδημίας έχουν πραγματοποιηθεί μεταρρυθμιστικά βήματα, τα οποία όμως είναι ατελή και αποσπασματικά. Δεν συγκροτούν «σύστημα», ούτε αυτοτροφοδοτούνται, ούτε συνθέτουν μια νέα «εικόνα Ελλάδας» που να έχει γίνει κοινό κτήμα της κοινωνίας. Το στοίχημα είναι ενώπιόν μας και παραμένει ανοιχτό».
Σε γενικές γραμμές η μεταρρυθμιστική προσπάθεια που έχει καταβληθεί στην Ελλάδα, ειδικά κατά τη Μεταπολίτευση, όπως επισημαίνει ο κ. Κωστής «είναι συχνά αργή, περιορισμένη, ατελέσφορη, και δεν εκδηλώνεται παρά μόνο όταν η κατάσταση έχει φτάσει σε οριακό σημείο». Ισως η Ελλάδα να έχει φτάσει σε αυτό το οριακό σημείο, ταυτόχρονα με όλον τον υπόλοιπο κόσμο λόγω της πανδημίας και άλλων παραγόντων, όπως οι γεωπολιτικές αλλαγές, οι τεχνολογικές αλλαγές, η κλιματική αλλαγή. «Οι αλλαγές στην καθημερινότητα ενδέχεται να είναι ριζικές και το κόστος της αδράνειας τεράστιο. Συνήθως η αίσθηση του κινδύνου εθνικής υποχώρησης κινητοποιεί εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Το φαινόμενο δεν είναι νομοτελειακό, αλλά υπάρχουν δυνατότητες. Η απάντηση θα δοθεί από το αν θα καταφέρουμε, όπως συνέβη στις μεταρρυθμιστικές φάσεις της ιστορίας μας, να μετατρέψουμε την «υπερεθνική επιτακτικότητα» σε γόνιμη εθνική αναδιάρθρωση», υπογραμμίζει ο Γιάννης Βούλγαρης.
Οι παράγοντες της επιτυχίας και η δυσκολία συναίνεσης
Η επιτυχία ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος προϋποθέτει τρεις παράγοντες. Ισχυρό κράτος, αποτελεσματική δημόσια διοίκηση και μια κυβέρνηση που θα εξασφαλίσει διάρκεια στη μεταρρυθμιστική της πολιτική. Τα έχουμε αυτά, στην Ελλάδα του 2021; «Είναι σίγουρο ότι στην κατάσταση που βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα μια πολιτική παράταξη δεν αρκεί για να υποστηρίξει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, πολύ περισσότερο να εξασφαλίσει τη διάρκεια των πολιτικών που απαιτούνται για να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις. Μια μεγάλη μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη, επί παραδείγματι, δεν μπορεί να υλοποιηθεί από ένα κόμμα μόνο. Θα πρέπει», τονίζει ο κ. Βούλγαρης, «να υπάρξει μια στοιχειώδης πολιτική συναίνεση για να επιτευχθεί η αναγκαία διάρκεια». Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνει, «ασφαλώς δεν βοηθά ο παροξυστικός κομματικός ανταγωνισμός και η ακατάσχετη παρελθοντολογία».
Μπορεί να υπάρξει συναίνεση στις μεγάλες αλλαγές; Οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν ιδεολογικό πρόσημο; Δεν έχουν ταυτιστεί με συγκεκριμένες πολιτικές παρατάξεις; «Η πρώτη μου αντίδραση είναι να απαντήσω όχι» λέει ο κ. Κωστής και εξηγεί: «Ολες οι πολιτικές παρατάξεις περιλαμβάνουν μεταρρυθμιστές και αντιμεταρρυθμιστές, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Ας θυμηθούμε την περίπτωση του ΠαΣοΚ επί Σημίτη, το μεταρρυθμιστικό έργο του οποίου πολεμήθηκε συχνά από το ίδιο του το κόμμα. Αλλά και στην περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας μπορούμε να διαπιστώσουμε το ίδιο φαινόμενο, δηλαδή μερίδα του κόμματος να είναι υπέρ των μεταρρυθμίσεων, ενώ μία άλλη υπέρ της διατήρησης του status quo. Το ίδιο φαινόμενο θα μπορούσαμε να το συναντήσουμε και στο παρελθόν».
Ακόμα όμως και αν υπάρξει αυτή η οριζόντια συνάντηση των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων δεν θα πρέπει οι αλλαγές που θα γίνουν να έχουν σύμμαχο την κοινωνία; «Η επίκληση του όρου κοινωνία ως αρνητή ή υποστηρικτή διαφόρων μεταρρυθμίσεων αποτελεί ένα πρόσχημα» υποστηρίζει ο κ. Κωστής. Οπως εξηγεί, «υπάρχουν κοινωνικές ομάδες και κοινωνικά συμφέροντα τα οποία ευνοούνται ή θίγονται από τις μεταρρυθμίσεις. Το ζήτημα είναι κατά πόσον από τη στιγμή που διαπιστώνεται η αναγκαιότητα μιας μεταρρύθμισης το κράτος και η κυβέρνηση είναι σε θέση να την επιβάλουν, να αντιπαρέλθουν δηλαδή τις αντιδράσεις. Από μια μεταρρύθμιση λίγοι ενδεχομένως θίγονται, αλλά αυτοί είναι που αντιδρούν πολύ και δυναμικά διεκδικώντας αποφασιστικά τη διατήρηση της θέσης τους. Αντιθέτως, οι πολλοί δεν θα έχουν κέρδος τέτοιο που να τους ωθήσει στη διεκδίκηση της μεταρρύθμισης. Θυμηθείτε εδώ την περίπτωση της Ολυμπιακής».
Ο ρόλος και οι παρεμβάσεις του ξένου παράγοντα
Σε κάθε περίπτωση, ατολμίες, δισταγμοί, απροθυμίες, αναβλητικότητες θα έλθουν αντιμέτωπες με έναν σημαντικό αντίπαλο. Τον ξένο παράγοντα που επηρεάζει τη μεταρρυθμιστική διαδικασία της Ελλάδας. Οπως σημειώνει ο κ. Κωστής, «και μόνο η εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας αρκεί για να επιβεβαιώσει αυτή τη διαπίστωση. Τα Μνημόνια, ανάμεσα σε άλλα, περιλάμβαναν έναν μεγάλο αριθμό μεταρρυθμίσεων που η Ελλάδα από μόνη της δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να υλοποιήσει, σε πολλές δε περιπτώσεις καταπολέμησε παρά το γεγονός ότι επισήμως τουλάχιστον υιοθέτησε. Την εμπειρία αυτή», εξηγεί, «θα μπορούσαμε να τη συναντήσουμε και στο παρελθόν: περιορίζομαι εδώ να επισημάνω τις συνέπειες της επιβολής Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, την παρέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών κατά τον Μεσοπόλεμο ή το σχέδιο Μάρσαλ κατά την περίοδο της ανασυγκρότησης. Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να αυξηθούν, περιορίζομαι εδώ στα πιο γνωστά. Σπεύδω ωστόσο να τονίσω ότι στις περιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων που ανέφερα προηγουμένως ο λεγόμενος ξένος παράγοντας παρεμβαίνει μέχρι το σημείο εκείνο που τον αφορά».
Η παράμετρος αυτή συνδέεται με την επισήμανση του κ. Βούλγαρη. «Πριν από το ερώτημα για την ωριμότητα, υπάρχει η αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων. Αυτό δεν είναι θέμα ιδεολογικό ή αντιλήψεων. Θα προκύψει με επιτακτικότητα από τις διεθνείς εξελίξεις. Η Ελλάδα πραγματοποιούσε μεταρρυθμίσεις μέσα από έναν συνδυασμό των υπερεθνικών πιέσεων, δηλαδή των μετασχηματισμών που πραγματοποιούνταν στις πιο προηγμένες χώρες, με την εθνική προσπάθεια να προσαρμοστεί σε αυτούς και να μη μείνει πίσω στις εξελίξεις. Συνήθως τα κίνητρα ήταν γεωπολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά μαζί» καταλήγει.
Η δημιουργία του ελληνικού κράτους είναι το μείζον μεταρρυθμιστικό επίτευγμα
Υπάρχουν μεταρρυθμιστικά κύματα στην ελληνική ιστορία και ποια είναι; Για τον κ. Κωστή, «η ίδια η δημιουργία του ελληνικού κράτους είναι ένα μείζον μεταρρυθμιστικό επίτευγμα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που μέχρι τότε δεν έδειχνε δεκτικό σε κάτι τέτοιο. Η πορεία στη συνέχεια έδειξε ότι η μεταρρύθμιση αυτή ήταν επιτυχής καθώς προσέφερε στους πληθυσμούς που κατοικούσαν αυτό το κράτος βελτιούμενες συνθήκες ευημερίας και δημοκρατίας, παρά τις παρενθέσεις κάμψης ή αυταρχισμού». Σε ό,τι αφορά τις περιόδους της ελληνικής ιστορίας που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μεταρρυθμιστικές, «είναι περισσότερες από μία. Αρκεί να σας υπενθυμίσω την περίοδο του Χαριλάου Τρικούπη ή ασφαλώς το ανορθωτικό έργο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Πέρα από αυτές όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το μεγάλο μεταρρυθμιστικό έργο που συνόδευσε τη περίοδο της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης. Ενδεχομένως δε θα πρέπει να θεωρήσουμε και την περίοδο των Μνημονίων ως μία περίοδο έντονης μεταρρυθμιστικής δραστηριότητας, αν και δεν είμαστε ακόμη σε θέση να αποτιμήσουμε το ποιες μεταρρυθμίσεις ψηφίστηκαν και ποιες εφαρμόστηκαν ουσιαστικά» σημειώνει.