Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι ένα βιβλίο με πολλές σελίδες. Κάποιες καλυμμένες από μελανά χρώματα, κάποιες ξεθωριασμένες, κάποιες ακόμη άγραφες.
Θεωρώ ότι κανείς λογικός άνθρωπος σ αυτή τη χώρα δεν θα αρνιόταν την ανάγκη αξιολόγησης των δασκάλων και των καθηγητών των σχολείων, ειδικά σε μια προσπάθεια στήριξης του εκπαιδευτικού της οικοδομήματος.
Ένα δημόσιο σύστημα που έχει επιτυχημένα αποτελέσματα είναι ένα σύστημα που φέρνει συναισθήματα ικανοποίησης και κοινωνικής αποδοχής κατά προτεραιότητα στους λειτουργούς του. Θέλει κανείς να είναι μέρος ενός ασταθούς οικοδομήματος με δυσαρεστημένους εκπροσώπους και απογοητευμένους αποδέκτες; Υποθέτω πως όχι. Και βέβαια, ας μην ξεχνάμε τον κεντρικό λόγο ύπαρξης του: τους μαθητές και τις μαθήτριες. Οι δικές τους ανάγκες και η δική τους εκπαιδευτική προστασία μετράει πάνω απ όλα.
Ναι λοιπόν στην αξιολόγηση. Με βεβαιότητα. Όχι όμως το προκαταρκτικό μέρος της (εκείνο κατά τα οποίο χτίζεται η εμπιστοσύνη μεταξύ Κράτος και εκπαιδευτικών) να ξεκινάει σε περίοδο πανδημίας με τα μισά σχολεία της χώρας κλειστά και τους δασκάλους και καθηγητές τους να προσπαθούν ήδη καθημερινά να αναστυλώσουν την δημόσια εκπαίδευση.
Επιπλέον, ας δούμε την ιστορία και από την άλλη πλευρά. Στη χώρα μας οι κινήσεις αξιοκρατίας και θέσπισης κανόνων σκόνταφταν πάντα στην «καχυποψία» της πιθανής πολιτικής ή ιδεολογικής προκατάληψης. Έτσι, ένα σύστημα που θέλει να στηρίξει αλλαγές πρέπει πρώτα να στηρίζεται το ίδιο σε διαφανείς διαδικασίες.
Το ερώτημα λοιπόν για την εκπαιδευτική κοινότητα της χώρας σήμερα μοιάζει να είναι «ποιος» θα κάνει την αξιολόγηση αφού δεν έχει θεσπιστεί ακόμη σύστημα επιλογής των στελεχών, αλλά οι νυν 116 Διευθυντές Εκπαίδευσης της χώρας έχουν διορισθεί μεταβατικά από την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας κατόπιν των προτάσεων 5μελούς επιτροπής που επίσης διορίσθηκε, χωρίς μοριοδότηση και κριτήρια. Και ο διορισμός αυτός έγινε τόσο επειδή κρίθηκαν αντισυνταγματικές διατάξεις του προηγούμενου νόμου επιλογής στελεχών, αλλά και λόγω της απουσίας νέου νόμου για την αξιοκρατική επιλογή τους.
Όλα αυτά έγιναν οκτώ μήνες νωρίτερα.
Από τότε δεν θεωρήθηκε προτεραιότητα και δεν κατατέθηκαν για ψήφιση οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις (θα συμπεριληφθούν τώρα στον νόμο για την ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών που αναμένεται). Έτσι, φημολογείται ότι θα πάμε σε παράταση της θητείας των διορισμένων στελεχών.
Υπάρχει όμως περίπτωση τα στελέχη που δεν έχουν επιλεγεί με ένα ολοκληρωμένο σύστημα βάση κριτηρίων και αξιολόγησης, να …αξιολογήσουν διευθυντές και αυτοί μετά τους δασκάλους και καθηγητές; Θεωρώ επίσης πως όχι. Οπότε το υπουργείο Παιδείας δεν έχει παρά να το δηλώσει ανοικτά ώστε να φύγει η ενδεχόμενη «σκιά» και τα δεδομένα να αλλάξουν.
Γιατί ένα ίσως μεγαλύτερο του 90% ποσοστό των εκπαιδευτικών της χώρας έχουν αρνηθεί να κάνουν μέχρι και την αυτοαξιολόγηση τους. Κάτι που προ 5ετίας όπου είχε ξεκινήσει για πρώτη φορά, με πολύ κάρβουνο στη μηχανή της, η «μηχανή» της αξιολόγησης στα σχολεία, δάσκαλοι και καθηγητές είχαν δεχτεί να κάνουν με προθυμία.
Οπότε προς τι σήμερα η καχυποψία; Ένα υγιές και αξιοκρατικό σύστημα θα την έλυνε. Ευκαιρία μεγάλη για το υπουργείο Παιδείας που θα έπρεπε να την αξιοποιήσει χωρίς κενά ή παραλείψεις.
Οι υπερβολικές αντιδράσεις των εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών της χώρας ενάντια στην αξιολόγηση, τα προηγούμενα χρόνια είχαν περιοριστεί ή απομονωθεί από μεγάλο μέρος των δασκάλων και καθηγητών που έβλεπαν το προηγούμενο παράδειγμα των πανεπιστημίων. Εκεί τα αποτελέσματα της περίφημης αξιολόγησης «έπληξαν» πρώτο το κράτος για τις ελλείψεις του και την περιορισμένη υποστήριξη των ΑΕΙ και σε καμία περίπτωση τους καθηγητές τους.
Το ρεπορτάζ των προηγούμενων μηνών μάλιστα, έχει δείξει ότι στην πλειονότητα τους οι εκπαιδευτικοί της χώρας σήκωσαν πάνω τους το τεράστιο εγχείρημα της τηλεκπαίδευσης, εργάστηκαν ώρες, έδειξαν ακτιβισμό και εθελοντισμό.
Προσωπικά νοιώθω περήφανη για τους εκπαιδευτικούς της χώρας μας. Και ξέρω ότι και οι ίδιοι θέλουν να δώσουν ξανά τα δημόσια σχολεία μας την αίγλη που είχαν προ 40ετίας. Να μορφώνουν σωστούς πολίτες. Και σε συνέχεια, να μειωθεί η δύναμη των ιδιωτικών σχολείων και των φροντιστηρίων που είναι σήμερα τα υπερτροφικά παραμορφωμένα «παιδιά» μιας ανίσχυρης εκπαιδευτικής «μήτρας».
Κατ’ επέκταση: οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν κανένα λόγο να είναι φοβισμένοι. Αλλά και αξιολόγηση δεν γίνεται με διορισμένα στελέχη.
Πρέπει να διοριστούν εκ νέου οι νέοι, αξιολογημένοι και αξιοκρατικά επιλεγμένοι Διευθυντές εκπαίδευσης, οι σχολικοί σύμβουλοι, να συγκροτηθούν τα υπηρεσιακά συμβούλια των εκπαιδευτικών, να εκλεγούν οι νέοι διευθυντές των σχολείων και μετά να ξεκινήσει κανονικά και σωστά η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Ας αργήσει λίγο. Ας μην είναι τον Σεπτέμβριο, αλλά τον Δεκέμβριο.
Παράλληλα, η Πολιτεία πρέπει επιτέλους να ξεκινήσει εκ νέου μεγάλα κεντρικά οργανωμένα, πανελλαδικής εμβέλειας προγράμματα επιμόρφωσης δασκάλων και καθηγητών. Η εκπαίδευση παγκοσμίως αλλάζει…Ποιος διδάσκει από την έδρα σήμερα χωρίς εκτεταμένες μορφές συνεργασίας, έρευνας και χρήσης των νέων τεχνολογιών, όταν οι ίδιοι οι μαθητές και μαθήτριες έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες και απλά χρειάζονται καθοδήγηση και ανάθεση εκπαιδευτικών «αποστολών»;
Σταματάω εδώ. Τροφή για σκέψη…