Με 116 εκατομμύρια κρούσματα και περισσότερο από 2,5 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως, το κόστος της πανδημίας είναι ήδη δυσβάστακτο. Και κάθε μέρα που περνά, ζωές χάνονται, εργασιακές θέσεις χάνονται και το ανθρώπινο κεφάλαιο πλήττεται σφοδρά από τις επιπτώσεις της πανδημίας στην υγεία και στην εκπαίδευση.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) εκτιμά στα 12 τρισ. δολάρια τις παγκόσμιες απώλειες στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) εξαιτίας των επιπτώσεων της COVID-19 για την περίοδο 2020-2021. Και αυτό χωρίς στους υπολογισμούς να συμπεριλαμβάνονται οι απώλειες στην υγεία και στην εκπαίδευση, πράγμα το οποίο φτάνει ακόμα και στο να πενταπλασιάζει το κόστος της πανδημίας!
Ζωτική επένδυση
Στην παρούσα κατάσταση, η μόνη διέξοδος μοιάζει να είναι ο εμβολιασμός, και μάλιστα ο ταχύτερος δυνατός εμβολιασμός. Αυτό υποστηρίζει με άρθρο στην επιστημονική επιθεώρηση «Science» μια ευρεία ομάδα επιστημόνων προερχόμενων από περίβλεπτα πανεπιστήμια των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, αν χορηγούνταν 3 τρισεκατομμύρια δόσεις εμβολίων μέσα στο 2021, το παγκόσμιο όφελος θα άγγιζε τα 17,4 τρισ. δολάρια, πράγμα το οποίο αναλύεται σε όφελος της τάξεως των 5.800 δολαρίων ανά δόση.
Και αν, όπως συστήνουν οι ερευνητές, μπορούσαμε σύντομα να αυξήσουμε τον αριθμό των δόσεων στα 4 τρισεκατομμύρια, τότε θα μπορούσαμε να επιταχύνουμε την ολοκλήρωση της ανοσοποίησης ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού κατά 4 μήνες και θα είχαμε ένα επιπρόσθετο όφελος το οποίο θα κυμαινόταν από 576 ως 989 δολάρια ανά δόση.
Με δεδομένο ότι οι τιμές των εμβολίων, όπως προκύπτουν από τις συμφωνίες που έχουν υπογραφεί με τις παρασκευάστριες εταιρείες, κυμαίνονται από 6 έως 40 δολάρια ανά δόση, η σημερινή επένδυση στην αύξηση της παραγωγής εμβολίων θα έχει τεράστιες αποδόσεις, χρηματικές και κυρίως ανθρώπινες, λένε οι ερευνητές, προτρέποντας κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα.
Σαφές μήνυμα
Ακόμα και αν τα υπολογιστικά μοντέλα που χρησιμοποίησαν οι ερευνητές εμπεριέχουν έναν βαθμό σφάλματος, το μήνυμα είναι σαφές: όσο πιο γρήγοροι οι εμβολιασμοί τόσο μεγαλύτερα τα οφέλη. Φαίνεται πάντως ότι κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμοί και φαρμακευτικές εταιρείες έχουν λάβει το μήνυμα. Την περασμένη Πέμπτη 4 Μαρτίου, κατά τη διάρκεια της τηλεδιάσκεψης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και ο Σαρλ Μισέλ αποδέχθηκαν μεν ότι μας περιμένουν μερικές ακόμα δύσκολες εβδομάδες, σημείωσαν ωστόσο ότι οι προμήθειες εμβολίων στην ΕΕ θα βαίνουν αυξανόμενες και ότι ειδική επιτροπή θα αναζητήσει τρόπους αύξησης της παραγωγής, μεταξύ των οποίων εντάσσεται και ο εντοπισμός κατάλληλων υπαρχουσών εργοστασιακών υποδομών οι οποίες πληρούν τις απαραίτητες προδιαγραφές.
Την ίδια μέρα, σε μια προσπάθεια να αυξηθεί η ροή εμβολίων προς τις χώρες της ΕΕ (πολλές από τις οποίες διαμαρτύρονται εντόνως για τις παρατηρούμενες καθυστερήσεις), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (European Medicines Agency – EMA) ανακοίνωσε ότι άρχισε τη διαδικασία εξέτασης του ρωσικού εμβολίου Sputnik V. Το εμβόλιο αυτό, το οποίο δημιουργήθηκε από το Εθνικό Κέντρο Επιδημιολογίας και Μικροβιολογίας Gamaleya, είναι της ίδιας λογικής με το εμβόλιο της Astra/Zeneca και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το Sputnik V ήδη έχει χορηγηθεί στην Ουγγαρία, ενώ δόσεις του έχουν σταλεί και στη Σλοβακία, καθώς οι δύο χώρες προχώρησαν σε εθνικές συμφωνίες ανεξάρτητες από εκείνες που συνάπτει η ΕΕ.
Εκτός από το Sputnik V σε διαδικασία εξέτασης από τον ΕΜΑ βρίσκονται ακόμα τα εμβόλια της αμερικανικής Novavax και της γερμανικής CureVac, ενώ την ερχόμενη εβδομάδα αναμένεται να εκδοθεί η απόφαση του ΕΜΑ για το εμβόλιο της Johnson & Johnson, το οποίο έχει λάβει έγκριση από τον αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (Food and Drug Administration – FDA).
Συνεργασίες κολοσσών
Εν αναμονή της έγκρισης και πιθανώς ενθαρρυμένη από προκαταρκτικά αποτελέσματα για το εμβόλιό της (το οποίο βασίζεται στην τεχνολογία mRNA, όπως αυτά της Pfizer και της Moderna), η CureVac υπέγραψε τον περασμένο μήνα συμφωνία με την GlaxoSmithKline (GSK) για την παραγωγή 100 εκατομμυρίων δόσεων του εμβολίου της, ενώ την περασμένη εβδομάδα ήρθε σε αντίστοιχη συμφωνία με τη Novartis. Σύμφωνα με την κοινή ανακοίνωσή τους, η δεύτερη αναμένεται παρασκευάσει 50 εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου της πρώτης μέχρι το τέλος του 2021 και άλλα 200 εκατομμύρια μέσα στο 2022.
Συμπράξεις όπως οι παραπάνω κρίνονται περισσότερο από αναγκαίες προκειμένου να επιτευχθεί αύξηση της παραγωγής εμβολίων και όντως βρίσκουν υποστήριξη. Την περασμένη Τρίτη 2 Μαρτίου ανακοινώθηκε από τον αρμόδιο φορέα του αμερικανικού υπουργείου Υγείας ότι η φαρμακευτική εταιρεία Merck θα λάβει χρηματοδότηση ύψους 268,8 εκατ. δολαρίων προκειμένου να προσαρμόσει τις εργοστασιακές εγκαταστάσεις της έτσι ώστε να πληρούν τις προϋποθέσεις για παραγωγή εμβολίων. Η Merck, της οποίας το εμβόλιο δεν «πέρασε τις εξετάσεις» των κλινικών δοκιμών και αποσύρθηκε, έχει έρθει σε συμφωνία με την Johnson & Johnson για να συνδράμει στην παραγωγή του δικού της εμβολίου.
- Δείτε επίσης: Η γιγαντομαχία για τα εμβόλια
Εμβόλια δεύτερης γενιάς κατά των μεταλλάξεων
Ανησυχία έχει προκληθεί διεθνώς από την εξάπλωση μεταλλαγμένων στελεχών του SARS-CoV-2 τα οποία εμφανίζουν αυξημένη μολυσματικότητα και μειωμένη ευαισθησία στα υπάρχοντα εμβόλια. Με δεδομένη τη δυναμική αυτών των στελεχών, τα οποία ακριβώς λόγω της μεγάλης μεταδοτικότητάς τους τείνουν να επικρατήσουν, έχει ήδη αρχίσει η δημιουργία στο εργαστήριο εμβολίων δεύτερης γενιάς τα οποία θα στοχεύουν στα μεταλλαγμένα στελέχη.
Μέχρι στιγμής τόσο η Pfizer όσο και η AstraZeneca έχουν ανακοινώσει ότι εργάζονται πάνω στα εμβόλια δεύτερης γενιάς, ενώ είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν και άλλες εταιρείες. Πάντως, οι αρμόδιοι οργανισμοί, όπως ο EMA και ο FDA, έχουν ήδη εκδώσει κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τις κλινικές δοκιμές αυτών των εμβολίων, οι οποίες είναι στη λογική των εμβολίων της γρίπης.
Δεν θα απαιτείται δηλαδή να γίνονται ευρείες και μακροχρόνιες κλινικές δοκιμές στις οποίες η αποτελεσματικότητα των εμβολίων κρίνεται από τους αριθμούς των ατόμων που προστατεύονται από τη νόσο. Θα πρέπει ωστόσο να αποδεικνύεται η κατάλληλη διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος των εμβολιασμένων. Με άλλα λόγια, ο χρόνος που απαιτείται για την έγκριση των εμβολίων δεύτερης γενιάς θα είναι πολύ σύντομος.
2,6% ο μέσος όρος πλήρως εμβολιασμένων ατόμων στην ΕΕ
Δύσκολα επιτεύξιμος φαντάζει ο στόχος της ΕΕ να έχει εμβολιαστεί το 70% του πληθυσμού της, ο οποίος ανέρχεται στα 450 εκατομμύρια, μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Αυτή τη στιγμή ο μέσος όρος πλήρως εμβολιασμένων ατόμων στην ΕΕ δεν ξεπερνά το 2,6%. Στην Ελλάδα το ποσοστό πλήρως εμβολιασμένων ατόμων ανέρχεται στο 3,35%