Το ερώτημα ποιο θα είναι το μέλλον της Ευρώπης είχε τεθεί ήδη από καιρό από τα όργανα της Ενωσης. Θα είναι αντικείμενο διαφόρων διαδικασιών. Πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι να συγκαλέσει Σύνοδο για το μέλλον της Ευρώπης. Στόχος δεν θα είναι μόνο η καλύτερη λειτουργία του όλου συστήματος της Ενωσης αλλά κυρίως ο επανακαθορισμός των πολιτικών της.
Η Σύνοδος προβλέπεται να πραγματοποιηθεί το 2022 ή 2023. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν προσδιορίσει μια σειρά θεμάτων με τα οποία θα πρέπει να απασχοληθεί η Σύνοδος, θέματα που αφορούν άμεσα και την Ελλάδα.
Ο πρώτος κύκλος συζητήσεων θα αφορά με την ακόλουθη σειρά τους στόχους της πολιτικής της Ενωσης. Συγκεκριμένα: θα πρέπει να επιδιωχθεί η αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και των κινδύνων που διατρέχει το περιβάλλον· η λειτουργία της ευρωπαϊκής οικονομίας με τρόπο, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του συνόλου του ευρωπαϊκού πληθυσμού και να εξασφαλίζει κοινωνική δικαιοσύνη· οι αλλαγές που επιφέρουν οι νέες τεχνολογίες, όπως η πληροφορική· η εφαρμογή των ευρωπαϊκών αξιών, ώστε να ενισχυθεί η δημοκρατία στην Ενωση. Τέλος, η ενίσχυση της παρουσίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης στον κόσμο. Θα μπορούν να εξετασθούν και άλλα προβλήματα που θα προταθούν από τους συμμετέχοντες αν θεωρηθούν σημαντικά.
Ο δεύτερος κύκλος συζητήσεων θα αφορά στη λειτουργία της Ενωσης, ώστε να καταστεί πιο δημοκρατική και αποτελεσματικότερη. Ως παραδείγματα αναφέρθηκαν ο τρόπος εκλογής του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η καθιέρωση πολυεθνικών καταλόγων υποψηφίων για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε κάθε χώρα. Πριν από τις διαδικασίες της Συνόδου θα πρέπει να υπάρξουν καλά οργανωμένοι διάλογοι πολιτών στις χώρες της Ενωσης, ώστε να ληφθούν υπόψη οι απόψεις τους. Θα είναι μια ευκαιρία να εκφράσουν και οι πολίτες τις επιδιώξεις τους. Τα συμπεράσματα της Συνόδου θα αποτελέσουν αντικείμενο μιας ευρύτερης συζήτησης σε όλη την Ενωση που θα ακολουθήσει σε δύο χρόνια.
Ηδη πριν από τη σύγκληση της Συνόδου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχε αποφασίσει στις 11 Φεβρουαρίου 2021 την ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης για να αντιμετωπισθούν οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας. Ολα τα κράτη της Ενωσης θα πρέπει επίσης να ιδρύσουν Ταμείο Ανάκαμψης. Στόχος του θα είναι η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, η ανασυγκρότηση και η ανάπτυξη της χώρας. Τα προγράμματα αυτά θα αξιολογούνται από την Επιτροπή και θα επικυρώνονται με ενισχυμένη πλειοψηφία από το Συμβούλιο. Το κόστος του συνόλου των προγραμμάτων ορίστηκε μετά από έντονες διαπραγματεύσεις στα 750 δισ. ευρώ. Πιθανότατα το τελικό ύψος θα είναι αρκετά χαμηλότερο.
Το πρόγραμμα ανάκαμψης θα πρέπει να επιδιώξει «την πράσινη μετεξέλιξη, την πληροφοριακή μετατροπή, τη διατηρήσιμη, περιεκτική μεταβολή που θα αφορά τις θέσεις εργασίας, την κοινωνική και εδαφική συνοχή, την υγεία, τις πολιτικές που θα αφορούν την επόμενη γενιά, την παιδεία και την τεχνική εκπαίδευση». Τα σχέδια εργασίας κάθε χώρας για την ανάκαμψη θα συνδέονται άρρηκτα με την Επιτροπή, η οποία θα παρακολουθεί τη διαμόρφωσή τους και θα δώσει την τελική έγκριση εφαρμογής.
Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής von der Leyen κατά την ανάληψη των καθηκόντων της αναφέρθηκε επίσης λεπτομερειακά στο μέλλον της Ενωσης και το έργο της Επιτροπής παρουσιάζοντας τους στόχους που θα επιδιωχθούν. Ενδεικτικά αναφέρω: Τη μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων με τρόπο ώστε να εξασφαλίζονται οι ίδιες συνθήκες ανάπτυξης σε όλα τα κράτη-μέλη. Την ίδρυση ενός Ταμείου Ανάκαμψης. Ενα σχέδιο επενδύσεων ιδίως για την ανάπτυξη της «πράσινης οικονομίας». Την ενίσχυση των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων. Την ανάπτυξη της οικονομικής και νομισματικής Ενωσης. Την εφαρμογή των αρχών που εξασφαλίζουν κοινωνική δικαιοσύνη και ίση μεταχείριση σε όλη την Ενωση. Την ανάπτυξη στην Ενωση των νέων ψηφιακών τεχνολογιών και την προσαρμογή της στην «ψηφιακή εποχή». Ολα τα θέματα αφορούν και τη χώρα μας που θα πρέπει να προετοιμάσει τις θέσεις μας.
Τόσο τα θέματα της Συνόδου, του Συμβουλίου όσο και το πρόγραμμα της Επιτροπής δημιουργούν την εντύπωση μιας ευρωπαϊκής πορείας επιτυχημένης, μέχρι τώρα, η οποία θα πρέπει να συνεχισθεί προσαρμοζόμενη στις νέες κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Η εντύπωση που κυριαρχεί είναι ότι όλα τα ευρωπαϊκά κράτη από κοινού έχουν χάρη στην κοινή προσπάθεια ξεπεράσει πια το επίπεδο που επικρατούσε στις αρχές του αιώνα. Είναι έτοιμα για ένα αποφασιστικό βήμα στον νέο κόσμο που έχει δημιουργηθεί. Στην πραγματικότητα όμως τα επίπεδα ανάπτυξης των κρατών διαφέρουν, σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα σημαντικά.
Οι προτεραιότητες και τα κριτήρια δράσης δεν συμπίπτουν. Η Γερμανία και η Γαλλία έχουν διαφορετικές επιδιώξεις από την Ελλάδα και την Πορτογαλία, που υστερούν πολύ όσον αφορά το οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο ανάπτυξής τους. Στις χώρες που υστερούν θεωρείται ως απλή και επιβεβλημένη λύση η οικονομική ενίσχυσή τους. Η ενίσχυση, οικονομική και τεχνολογική, είναι αναγκαία, όμως είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα πετύχει το αποτέλεσμα, αν δεν υπάρξει ένας ευρύτερος προγραμματισμός. Αν δεν υπάρξει, θα αναπτυχθούν πιθανότατα δραστηριότητες που θα ανταγωνίζονται τον Βορρά και γι’ αυτό θα δυσκολευτούν να επιζήσουν. Χρειάζεται μια έρευνα και αποτίμηση με ποιον τρόπο ο αναπτυσσόμενος Νότος θα αποκτήσει ανταγωνιστική αυτοτέλεια. Για να πραγματοποιηθεί ο στόχος αυτός θα πρέπει η ίδια η Ενωση να αναλάβει πρωτοβουλίες αξιοποιώντας π.χ. τις νέες τεχνολογίες και κατανέμοντας στα κράτη του Νότου δραστηριότητες που συνεπάγονται ταχύτερη ανάπτυξη. Η Ελλάδα θα πρέπει να πιέσει προς την κατεύθυνση αυτή.
Παράδειγμα είναι η ανάπτυξη και διάδοση τεχνολογιών μηδενικής εκπομπής αερίων ή άλλων ανεπιθύμητων στοιχείων. Τούτο γιατί έρευνες που πραγματοποιούνται από τις μεγάλες επιχειρήσεις γίνονται και στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου ή σε λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Υπάρχει επομένως η δυνατότητα αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών σε αυτές. Εξετάζεται επίσης εάν μεγάλες επιχειρήσεις που διαθέτουν τα προϊόντα τους σε όλη την Ενωση μπορούν να κατανείμουν την παραγωγή τους σε περισσότερα εργοστάσια στις χώρες της Ενωσης σε τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται απασχόληση και να διευκολύνεται η πρόσβαση σε περισσότερες αγορές.
Χαρακτηριστικό της εξέλιξης στην Ενωση είναι οι διαφορετικές φορολογικές ρυθμίσεις που επηρεάζουν άμεσα την ανταγωνιστικότητα. Στην Ελλάδα η φορολογία είναι βαρύτερη και ορισμένες ελληνικές επιχειρήσεις έχουν ήδη μεταθέσει την έδρα των επιχειρήσεών τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το Λουξεμβούργο που έχει τη χαμηλότερη φορολογία είναι έδρα των περισσότερων μη ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που αναπτύσσουν δραστηριότητες στην Ευρώπη. Προϋπόθεση τόσο της ευρωπαϊκής ενοποίησης όσο και της ενίσχυσης του Νότου είναι η ύπαρξη ενός ενιαίου φορολογικού πλαισίου που εξυπηρετεί τους επιδιωκόμενους στόχους.
Κύριο θέμα στις συζητήσεις για μια «πιο καθαρή και ανταγωνιστική Ευρώπη» είναι η «κυκλική οικονομία», η παραγωγική δραστηριότητα, η οποία αξιοποιεί όλα τα υπολείμματα που προκύπτουν κατά την πορεία της, ώστε να μην υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις για το περιβάλλον. Στην Ελλάδα το κατ’ εξοχήν αρνητικό παράδειγμα είναι η λιγνιτοεξόρυξη και η παραγωγή μεταξύ άλλων ηλεκτρικού ρεύματος με καύση λιγνίτη. Η χώρα πληρώνει όλο και αυξανόμενα πρόστιμα για αυτή τη χρήση λιγνίτη που επηρεάζει αρνητικά το περιβάλλον. Νέες επενδύσεις θα πρέπει να ανταποκρίνονται στις επιταγές της κυκλικής οικονομίας για να τερματισθεί η χρήση του λιγνίτη. Η χώρα έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει θαλάσσια αιολικά πάρκα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι σήμερα.
Ανάλογη επιταγή είναι η διατήρηση της βιοποικιλότητας. Πρακτικές που έχουν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση των ειδών, όπως π.χ. συμβαίνει λόγω της χρήσης ισχυρών εντομοκτόνων με αρνητικό αποτέλεσμα και για τις καλλιέργειες ή με τη μόλυνση του ύδατος και της ατμόσφαιρας κατά τη βιομηχανική ή αγροτική παραγωγή. Οι χώρες του Νότου θα πρέπει να επιδιώξουν να πρωταγωνιστήσουν στην «πράσινη μετεξέλιξη», στην παραγωγή προϊόντων που ανταποκρίνονται πλήρως στους κανόνες υγείας και φυσικής ανάπτυξης.
Οι προσπάθειες για μια Σύνοδο που θα καθορίσει τις κατευθύνσεις της κοινής ευρωπαϊκής πορείας, όπως και οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ώστε να υπάρχουν κοινοί στόχοι στο πλαίσιο της Ενωσης για να μειωθούν οι οικονομικές και κοινωνικές διαφορές μεταξύ των χωρών, θα αποδώσουν, αν σε κάθε χώρα υπάρχει συνείδηση ότι η πολιτική της θα πρέπει να συμβάλει στους κοινά καθοριζόμενους στόχους. Αυτό δεν είναι εύκολο για χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία που αισθάνονται την ανάγκη να διατηρήσουν τον πρωταρχικό τους ρόλο. Δεν είναι εύκολο όμως ούτε για την Ελλάδα, μια που συνεχώς κάθε κυβέρνηση επικεντρώνεται στα τρέχοντα προβλήματα των ψηφοφόρων που τη στήριξαν και αγνοεί την ανάγκη ενός προγράμματος για το μέλλον. Θα πρέπει να προσαρμοστεί, να επιδιώξει έναν αποδεκτό από την Ενωση στόχο να είναι π.χ. η κύρια γέφυρα διασύνδεσης με τη Μέση Ανατολή, ώστε να αναπτυχθούν στη χώρα τόσο βιομηχανικές όσο και εμπορικές δραστηριότητες για τα προϊόντα των οποίων υπάρχει ζήτηση στις αραβικές χώρες.
Η Ενωση θα διαθέσει ποσό 32 δισ. ευρώ στη χώρα μας τόσο υπό τη μορφή επιδοτήσεων όσο και δανείων. Επιπρόσθετα ο κοινοτικός προϋπολογισμός θα διαθέσει 40 δισ. ευρώ με ευνοϊκούς όρους. Μετά την πανδημία και τη φτώχεια που επέφερε, λογικό είναι ένα τμήμα των κεφαλαίων να χρησιμοποιηθούν για τη στήριξη εκείνων που υπέφεραν, για την κοινωνική δικαιοσύνη και την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας της κοινωνίας. Ας μη λησμονούμε επίσης ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι από τα υψηλότερα στην Ενωση. Αυξήθηκε σε περίπου 210 δισ. το 2020. Η πίεση των δανειστών θα είναι συνεχής ώστε να αποπληρωθεί τουλάχιστον μέρος του. Οι ελπίδες ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα διαγράψει το δημόσιο χρέος που η ίδια διακρατεί είναι μάταιες.
Θα υπάρξουν παρ’ όλα αυτά, αρκετά κεφάλαια για να προωθηθούν νέες δραστηριότητες, να βελτιωθεί η απόδοση των ελληνικών επιχειρήσεων. Για την αντιμετώπιση του όλου προβλήματος έχει δημιουργηθεί από την κυβέρνηση ομάδα εργασίας η οποία έχει ήδη εκπονήσει σχέδια για την αξιοποίηση της χρηματοδότησης.
Τα 32 δισ. ευρώ προορίζονται κυρίως για να μπορέσει η Ελλάδα να αναπτύξει οικονομικές δραστηριότητες, που θα τις εξασφαλίσουν μια σταθερή παρουσία στην ευρωπαϊκή παραγωγή και τον διεθνή ανταγωνισμό. Είναι χρήματα για επενδύσεις ώστε να υπάρξει ανταγωνιστική ανάπτυξη, για έρευνες, για εκμετάλλευση νέων τεχνολογιών, για δημιουργική αξιοποίηση πόρων της χώρας. Ακόμη και στον τουρισμό, μια δραστηριότητα που κατά γενική αντίληψη αναπτύσσεται από μόνη της ικανοποιητικά. Χρειάζονται παρεμβάσεις για την περαιτέρω ανάπτυξή του και εξασφάλιση κυρίαρχης θέσης της χώρας. Τέτοιες παρεμβάσεις είναι ο καθορισμός τουριστικών περιοχών, όπου θα ισχύει αυστηρή προστασία του περιβάλλοντος, η σύνδεση περιοχών, όπως πολλά μικρά νησιά στο Αιγαίο, με μέσα μεταφοράς, η διαμόρφωση κανόνων ποιότητας για ξενοδοχεία και εστιατόρια στις τουριστικές περιοχές, ώστε το επίπεδό τους να ανταγωνίζεται επιτυχημένα τις γνωστές τουριστικές περιοχές άλλων μεσογειακών χωρών.
Η ελληνική κυβέρνηση προφανώς θα πρέπει να επιδιώξει προϋποθέσεις σταθερής ανάπτυξης και την επαναφορά και βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης. Να επιδιώξει παρεμβάσεις όχι μόνο για την ανάπτυξη της οικονομίας αλλά και για την υγεία, την παιδεία, τη δημιουργία θέσεων εργασίας κ.ά. Σε αυτή την προσπάθεια όλες οι πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να συνεργασθούν γιατί θα είναι καθοριστική για το μέλλον της χώρας.
Ο κ. Κώστας Σημίτης είναι πρώην πρωθυπουργός.