Για 8 λεπτά και 46 δευτερόλεπτα ο τότε ακόμη αστυνομικός Ντέρεκ Σόβιν πατούσε τον λαιμό του 46χρονου Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ στις 25 Μαΐου 2020 στη Μινεάπολη. Την ίδια στιγμή ένας άλλος αστυνομικός, ο Αλεξάντερ Κούινγκ, πατούσε τα πόδια του πεσμένου στο έδαφος Φλόιντ κι ένας τρίτος, ο Τόμας Λέιν, του περνούσε χειροπέδες. Στο πεζοδρόμιο, δίπλα στο αστυνομικό όχημα τον ακινητοποίησαν. «Σας παρακαλώ, δεν μπορώ να αναπνεύσω» έλεγε εκλιπαρώντας ο Φλόιντ. Ήταν οι τελευταίες του λέξεις.
Όταν ο Τζορτζ Φλόιντ έχασε τις αισθήσεις του, οι αστυνομικοί δεν έκαναν το παραμικρό. Ο Σόβιν και οι άλλοι τον άφησαν ελεύθερο μόνο όταν έφθασε το ασθενοφόρο, δύο λεπτά αφότου ο Κούινγκ διαπίστωσε ότι ο Φλόιντ δεν είχε πια σφυγμούς. Ο θάνατός του ανακοινώθηκε αργότερα από το τοπικό νοσοκομείο. Ο Τζορτζ Φλόιντ ήταν άοπλος. Σύμφωνα με την αναφορά του αρμόδιου αστυνομικού τμήματος φαινόταν μεθυσμένος. Οι αστυνομικοί ισχυρίζονται ότι σταμάτησαν τον Φλόιντ για έλεγχο μετά από κλήση για έναν άνδρα που προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει πλαστό χαρτονόμισμα των 20 δολαρίων. Σύμφωνα με όσα λένε, όταν του ζήτησαν να βγει από το αυτοκίνητό του γιατί ταίριαζε με τις περιγραφές «αντιστάθηκε σωματικά στους αστυνομικούς». Όταν τελικά βγήκε έξω, τον έριξαν κάτω και προσπάθησαν να τον σύρουν στο περιπολικό. Κινήσεις που απέβησαν μοιραίες. Εκείνες τις τελευταίες στιγμές, ο Τζωρτζ Φλόιντ ζητούσε τη μητέρα του και παρακαλούσε να μην πεθάνει.
Το καλοκαίρι των διαδηλώσεων
Η περίπτωση του Φλόιντ δεν είναι μοναδική στις ΗΠΑ. Ο τραγικός θάνατός του πυροδότησε ωστόσο ξανά μεγάλες πορείες αλληλεγγύης για το κίνημα Black Lives Matter, το οποίο ξεκίνησε το 2014 μετά τον ακαριαίο θάνατο από πυροβολισμό του Τρέιβον Μάρτιν, άοπλου Αφροαμερικανού εφήβου. Έτσι το καλοκαίρι του 2020 χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους μεγάλων πόλεων στις ΗΠΑ ως αντίδραση στον θάνατο του Φλόιντ. Αρχικά επρόκειτο για ειρηνικές πορείες, σε κάποιες περιπτώσεις όμως σημειώθηκαν βίαια επεισόδια με ανταλλαγή πυροβολισμών, ληστείες και βανδαλισμούς.Σε πολλές πόλεις τα βράδια οι συγκρούσεις με την αστυνομία έγιναν ρουτίνα, με αυτοκίνητα να φλέγονται. Οι αρχές των ΗΠΑ ήταν σε επιφυλακή ενώ ο τότε πρόεδρος Τραμπ έκανε προκλητικά λόγο για «εγχώρια τρομοκρατία».
Αντίστοιχες μαζικές διαμαρτυρίες διοργανώθηκαν σε πολλές χώρες, πυροδοτώντας δημόσιες συζητήσεις για τον ρατσισμό, την αστυνομική βία αλλά και το αποικιακό παρελθόν:από το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βέλγιο μέχρι τη Γαλλία και τη Γερμανία. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Έλκοτ, καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, οι λόγοι που οδήγησαν στο ιστορικό κύμα διαμαρτυρίας μετά τον βίαιο θάνατο του Φλόιντ είναι πολλοί: «Σε πολλές περιοχές της χώρας υπήρχαν αρκετοί λόγοι για να αντιληφθεί ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ότι κάτι πάει εντελώς στραβά». Ο Έλκοτ παραλληλίζει τα γεγονότα με μια χημική αντίδραση. «Έχεις ένα υγρό και προσθέτεις αρχικά μια σταγόνα και έπειτα δύο, τρεις. Δεν αλλάζει κάτι. Αλλά μετά, στην τέταρτη σταγόνα ξαφνικά το υγρό αλλάζει εντελώς χρώμα», λέει χαρακτηριστικά.
Ένας επιπλέον λόγος που προκάλεσε κατακραυγή ήταν το βίντεο, στο οποίο καταγράφονταν οι τελευταίες στιγμές του Φλόιντ. «Ήταν τρομακτικό να το βλέπεις. Και δίνει την αίσθηση ότι ο Σόβιν το είχε ξανακάνει» αναφέρει ο Κένεθ Ναν, καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα. Το ίδιο βίντεο δείχνει ότι ο Φλόιντ ήταν ήρεμος και σε καμία περίπτωση προκλητικός απέναντι στους αστυνομικούς.
Θα αλλάξει κάτι;
Οι μεγάλες διαμαρτυρίες και πορείες μνήμης του Τζορτζ Φλόιντ έγιναν το πρώτο, δύσκολο καλοκαίρι της πανδημίας. Το γεγονός αυτό ίσως επέτεινε την έντασή τους, εκτιμά ο Ναν, γιατί οι άνθρωποι ήθελαν με κάθε τρόπο να βγουν από τα σπίτια τους στους δρόμους. Ωστόσο παρά τις έντονες διαμαρτυρίες, που σε κάποιες περιοχές των ΗΠΑ άγγιξαν τα όρια της εξέγερσης, δεν έχουν αλλάξει έκτοτε πολλά στη δράση της αστυνομίας στις ΗΠΑ. «Το πρόβλημα υπάρχει προ πολλού. Στις ΗΠΑ οι αστυνομικοί εκπαιδεύονται σαν να βρίσκονται σε πόλεμο» αναφέρει ο Ναν συμπληρώνοντας: «Πρέπει να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου η αστυνομία δεν θα εκπαιδεύεται έτσι. Αλλά κατά τη γνώμη μου θα χρειαστεί χρόνος για μια τέτοια αλλαγή».
Κάθριν Λέινκς
Επιμέλεια: Δήμητρα Κυρανούδη