Ένα από τα στοιχεία που διακήρυξε εξαρχής η νέα κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν ήταν η επιστροφή σε μια πιο ρεαλιστική πολιτική για το Μεσανατολικό. Αυτό αποτυπώθηκε στην πρόθεση να επιστρέψουν οι ΗΠΑ στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν αλλά και σε βήματα μερικής μετατόπισης από την πλήρη ταύτιση με την πολιτική της Σαουδικής Αραβίας, όπως φάνηκε από κινήσεις η απόδοση ευθυνών σε σχέση με τη δολοφονία Κασόγκι ή η αφαίρεση των ανταρτών Χούτι της Υεμένης από τη λίστα με τις τρομοκρατικές οργανώσεις.
Η απόφαση αυτή εκ των πραγμάτων σήμανε και τη «δημόσια» εκκίνηση μιας διαδικασίας διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και την Τεχεράνη. Μόνο που όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις η διαπραγμάτευση δεν σημαίνει απλώς ότι οι δύο πλευρές επιστρέφουν στο «τραπέζι του διαλόγου». Αντιθέτως, τμήμα της μπορεί να είναι και η αξιοποίηση εντάσεων, οξύνσεων και συγκρούσεων.
Την ίδια στιγμή και στις δύο πλευρές αποτυπώνονται αντιφατικές οπτικές, που δεν αποτυπώνουν μόνο διαφωνίες ως προς την εξωτερική πολιτική αλλά και διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές.
Γιατί το Ιράν αρνήθηκε την «άτυπη» συνάντηση με τις ΗΠΑ;
Μια παράμετρος που συχνά ξεχνιέται σε όλη αυτή τη συζήτηση είναι ότι η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν που επιτεύχθηκε το 2015 και περιλάμβανε τη δέσμευση του Ιράν ότι δεν θα προχωρούσε το πυρηνικό του πρόγραμμα, την καθιέρωση μηχανισμού και διαδικασίας ελέγχου του κατά πόσο τηρεί τις δεσμεύσεις του και την άρση των κυρώσεων σε βάρος του, δεν υπονομεύτηκε από την Τεχεράνη, όσο από τις Ηνωμένες Πολιτείες που επί προεδρίας Τραμπ αποχώρησαν μονομερώς από τη συμφωνία και επίσης μονομερώς επέβαλαν κυρώσεις σε βάρος του Ιράν.
Η κίνηση αυτή, στην οποία είχαν αντιδράσει έντονα η ΕΕ, η Κίνα και η Ρωσία είχε θεωρηθεί από την Τεχεράνη μια εχθρική ενέργεια. Ήταν τμήμα μιας συνολικής μετατόπισης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, που πλέον ταυτιζόταν ακόμη περισσότερο με τις χώρες εκείνες που θεωρούσαν ανέκαθεν το Ιράν μια «υπαρξιακή απειλή», δηλαδή το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία. Μάλιστα, η σταδιακή αποκατάσταση σχέσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και τις συντηρητικές μοναρχίες του Κόλπου έδινε μια συνολικότερη διάσταση σε αυτή την πολιτική στροφή ως προς το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Επιπλέον, κινήσεις όπως η δολοφονία του Κασάμ Σουλεϊμανί στη Βαγδάτη τον Ιανουάριο του 2020, από αμερικανικό drone, σε μια επιχείρηση που είχε την έγκριση του προέδρου Τραμπ, ερμηνεύτηκαν ως κατεξοχήν εχθρικές από την Τεχεράνη. Ο Σουλεϊμανί δεν ήταν απλώς ένας κορυφαίος αξιωματικός των Φρουρών της Επανάστασης και επικεφαλής της επίλεκτης Δύναμης Κουντς. Ήταν ταυτόχρονα και ο αρχιτέκτονας του δικτύου οργανώσεων και κινημάτων που συγκροτούσε τον «Άξονα της Αντίστασης», ένας από τους βασικότερους συντελεστές της εξωτερικής πολιτικής του Ιράν, συνδυάζοντας αποφασιστικότητα, οξυδέρκεια και ικανότητα οικοδόμησης συμμαχιών και ήταν ταυτόχρονα εξαιρετικά δημοφιλής και εντός και εκτός των συνόρων του Ιράν, με πολλούς να θεωρούν ότι θα μπορούσε να παίξει συνολικότερο πολιτικό ρόλο.
Σε αυτό το φόντο το Ιράν είχε ξεκαθαρίσει εξαρχής ότι η συζήτηση θα ξεκινούσε από τη στιγμή που οι ΗΠΑ θα επέστρεφαν στην Συμφωνία του 2015 και θα προχωρούσαν στην άρση των κυρώσεων. Δηλαδή, δεν δεχόταν μια διαπραγμάτευση όπως στην πράξη έδειχναν να επιδιώκουν οι ΗΠΑ, δηλαδή με τις κυρώσεις σε ισχύ και ορίζοντα μια πιο αυστηρή συμφωνία. Γι’ αυτό και αρνήθηκαν την πρόταση για «άτυπη συνάντηση» με τις ΗΠΑ που είχαν υποστηρίξει και οι ευρωπαϊκές χώρες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γενικά δεν επιθυμούν συζήτηση και επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όπως υπογράμμισε και η ρωσική πλευρά.
Το ζήτημα του Ιράκ
Σε όλα αυτά δεν πρέπει να υποτιμάμε και τα όσα συμβαίνουν στο Ιράκ. Το προηγούμενο διάστημα για την αμερικανική διπλωματία και για αρκετές χώρες του Κόλπου είχε υπάρξει μεγάλη επένδυση στο να περιοριστεί η επιρροή του Ιράν στο Ιράκ. Δεν είναι τυχαίο ότι μαζί με τον Σουλεϊμανί είχε δολοφονηθεί και ο Αμπού Μαχντί αλ-Μουχαντές, υπαρχηγός των φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών στο Ιράκ που έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους και που ανήκουν στις επίσημες ένοπλες δυνάμεις της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι τότε το κοινοβούλιο της χώρας είχε ζητήσει την αποχώρηση όλων των ξένων δυνάμεων από τη χώρα.
Είναι σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν το τελευταίο διάστημα να αυξήσουν την πίεση στο Ιράν και σε σχέση με το Ιράκ. Η πρόσφατη ανακοίνωση ότι θα αυξηθεί σημαντικά η στρατιωτική δύναμη του ΝΑΤΟ ως τέτοια κίνηση ερμηνεύτηκε.
Και βέβαια ως επιθετική κίνηση ενάντια στο Ιράν μπορεί να θεωρηθεί η αμερικανική αεροπορική επιδρομή σε εγκαταστάσεις κοντά στα σύνορα Ιράκ και Συρίας που χρησιμοποιούν οι φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές που όμως αποτελούν τμήμα των επίσημων ιρακινών ενόπλων δυνάμεων στις 25 Φεβρουαρίου, επιδρομή που αποτέλεσε και την πρώτη απόφαση του Τζο Μπάιντεν για χρήση στρατιωτικής βίας στο εξωτερικό.
Η αμερικανική κυβέρνηση υποστήριξε ότι με αυτόν τον τρόπο απάντησε στις επιθέσεις που έχουν γίνει σε αμερικανικές εγκαταστάσεις και τις οποίες οι ΗΠΑ έχουν αποδώσει σε φιλοϊρανικές οργανώσεις, χωρίς να υπάρχει επίσημη ανάληψη ευθύνης. Ωστόσο, υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα στις επιθέσεις με ρουκέτες μικρής ισχύος και έναν ισχυρό βομβαρδισμό. Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ δείχνουν να τροφοδοτούν τον κύκλο αντιπαράθεσης με το Ιράν εντός του Ιράκ την ώρα που προτείνουν επιστροφή στη διαπραγμάτευση.
Η κατάσταση εντός του Ιράν
Όλα αυτά μπλέκονται με τις δυναμικές που αναπτύσσονται εντός του Ιράν. Η χώρα βρίσκεται στην τελική ευθεία για τις προεδρικές εκλογές του Ιουνίου. Παρότι η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση ήταν βασικό επίτευγμα του θεωρούμενου ως μετριοπαθούς προέδρου Ρουχανί, υπάρχουν και απόψεις που θεωρούν ότι είναι προτιμότερο να υπάρξει μια πιο σκληρή γραμμή και που έχουν και την υποστήριξη του Ανώτατου Ηγέτη Αλί Χαμενεΐ.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί ήταν το Ιρανικό κοινοβούλιο, που κυριαρχείται από πιο «σκληροπυρηνικές απόψεις» που ψήφισε τον νόμο που δέσμευε την κυβέρνηση να προχωρήσει σε σταδιακή αύξηση του ποσοστού εμπλουτισμού ουρανίου και στην αποδέσμευση από τις προβλέψεις της συμφωνίας.
Η σκληρή γραμμή στηρίζεται στην επίγνωση ότι οι ΗΠΑ ταλαντεύονται διαρκώς ως προς την κλιμάκωση μιας ένοπλης σύγκρουσης με το Ιράν, καθώς γνωρίζουν ότι ούτε «αλλαγή καθεστώτος» μπορούν να εκβιάσουν (η ύπαρξη και θεσμών όπως οι εκλογές αναιρεί εκ των προτέρων τέτοιες κινήσεις) ούτε να κατισχύσουν εύκολα απέναντι σε μια χώρα που διαθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, έντονο πατριωτικό συναίσθημα (παρά την υπαρκτή κοινωνική δυσαρέσκεια) και δυνατότητα να διαταράξει μεγάλο μέρος των παγκόσμιων ενεργειακών ροών.
Σε αυτό το φόντο και με δεδομένο ότι οι κυρώσεις έχουν μεγάλο κόστος, είναι εύλογο να δει κανείς μια μεγαλύτερη πίεση προς την αμερικανική πλευρά να κάνει σαφείς υποχωρήσεις πριν υπάρξει διαπραγμάτευση.
Η προοπτική της διαπραγμάτευσης
Η κυβέρνηση Μπάιντεν προς το παρόν δείχνει εγκλωβισμένη στο να υποστηρίζει ότι κάνει μια αλλαγή πολιτικής, διατηρώντας και ενισχύοντας μορφές πίεσης προς το Ιράν που αναλογούν στην πολιτική που υποτίθεται ότι θέλει να αλλάξει. Την ίδια ώρα προφανώς οι χώρες που βολεύονται με το να δέχεται το Ιράν μεγαλύτερη πίεση και είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ υποστηρίζουν μια τέτοια πολιτική. Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο διάστημα έχουμε και μια κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν.
Όμως, την ίδια στιγμή αυτή η αμερικανική πολιτική διαμορφώνει νέα πεδία έντασης, που δεν αφορούν στενά το θέμα του πυρηνικού προγράμματος αλλά συνολικά την κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το Ιράν δεν είναι τμήμα μόνο της εξίσωσης στο Ιράκ, έχοντας συμβάλει στην κατίσχυση κατά του Ισλαμικού Κράτους, αλλά και στην όποια μετάβαση προς μια πολιτική λύση στη Συρία.
Με μία έννοια αυτό είναι το πραγματικό δίλημμα για τις ΗΠΑ. Οποιαδήποτε προοπτική σχετικής σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή περνά μέσα από εύρεση κάποιου είδους σημείου ισορροπίας με το Ιράν, την ώρα που το όλο «παράδειγμα» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής όχι μόνο στηρίζεται στην αντιμετώπισή του ως απειλής αλλά και στη συμμαχία με τις δυνάμεις που θέλουν να είναι το Ιράν υπό συνεχή πίεση ακόμη και αυτό συνεπάγεται διαρκή αποσταθεροποίηση αυτής της ευρύτερης περιοχής.