Οι πρόσφατες εξελίξεις λειτουργούν ως θρυαλλίδα για την αύξηση των καταγγελιών σεξουαλικής παρενόχλησης ανηλίκων, ενώ αξιοσημείωτη είναι η αύξηση των αναφορών ή έστω των ανώνυμων εξομολογήσεων σε γραμμές βοήθειας, ψυχολόγους ή ακόμη και συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα. όπως και διεθνώς, έτσι και στη χώρα μας, βλέπουμε απλώς την κορυφή ενός παγόβουνου αδιανόητων διαστάσεων.
Το «βουβό έγκλημα» και τα στοιχεία
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, 1 στα 5 παιδιά στην Ελλάδα έχει δεχθεί κάποιας μορφής σεξουαλική παρενόχληση, 1 στα 13 παιδιά έχει υποστεί σωματική επαφή με τον δράστη, ενώ περίπου 1 στα 30 έχει πέσει θύμα βιασμού (ή απόπειρας). Αποτελεί κοινό τόπο ότι οι υποθέσεις της παιδοφιλίας και σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων που δημοσιοποιούνται και καταγγέλλονται συνιστούν ένα απειροελάχιστο ποσοστό των πραγματικών περιστατικών. Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας οι διωκτικές αρχές πληροφορούνται ένα στα 1.000 περιστατικά. Διόλου τυχαία λοιπόν αυτό το φαινόμενο αποκαλείται «βουβό έγκλημα».
«Πρόκειται για ένα φαινόμενο του οποίου η επιδημιολογία είναι και θα παραμένει άγνωστη» λέει στο «Βήμα» ο ψυχίατρος Ορέστης Γιωτάκος, προσθέτοντας ότι «η διάσταση του φαινομένου στην Ελλάδα μπορεί να εξαχθεί μόνο μέσα από τον αριθμό υποθέσεων που καταγγέλλονται ή καταδικάζονται, αλλά μόνο για συγκρίσεις». Οπως επισημαίνει ο κ. Γιωτάκος, η διεθνής βιβλιογραφία υποδεικνύει ότι τουλάχιστον 0,5% του πληθυσμού πληροί το διαγνωστικό κριτήριο της παιδοφιλίας. Ενδέχεται το ποσοστό να φαντάζει μικρό, αλλά στη χώρα μας αντιστοιχεί σε αρκετές χιλιάδες ατόμων με αυτή τη διά βίου εμμονή.
Με τη διαπίστωση της υποεκτίμησης των διαστάσεων του φαινομένου συμφωνεί και ο ποινικολόγος Γιώργος Γιάνναρος, που έχει ασχοληθεί με πολυάριθμες υποθέσεις παιδοφιλίας. «Είναι αρκετές οι υποθέσεις που φτάνουν στο ακροατήριο, αλλά σαφώς περισσότερες όσες δεν φτάνουν, ενώ αναρίθμητες είναι όσες δεν καταγγέλλονται καν. Η υποκρυπτόμενη εγκληματικότητα στους παιδόφιλους είναι πολύ υψηλότερη απ’ ό,τι θεωρούμε» σημειώνει.
Διαφορές παιδόφιλων και όσων κακοποιούν
Οπως σημειώνει ο Ορέστης Γιωτάκος, ο όρος «παιδοφιλία» χρησιμοποιήθηκε επίσημα για πρώτη φορά το 1980 στο ψυχιατρικό διαγνωστικό σύστημα DSM-III, για να προσδιορίσει τα άτομα με «επαναλαμβανόμενες και επίμονες σεξουαλικές τάσεις και φαντασιώσεις που αφορούν σεξουαλική δραστηριότητα με παιδιά». Αργότερα βρέθηκε ότι τουλάχιστον οι μισοί απ’ όσους κακοποιούν σεξουαλικά τα παιδιά, δεν έχουν αυτές τις επαναλαμβανόμενες επιθυμίες και φαντασιώσεις. Επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό ατόμων που έχει την επιθυμία, δεν έχει (ακόμη) δράσει κακοποιητικά. Για τον λόγο αυτόν οι ερευνητές χρησιμοποιούν τον ευρύτερο όρο «άτομα που κακοποιούν σεξουαλικά τα παιδιά» (child molesters).
Πώς ορίζεται η σεξουαλική κακοποίηση;
Σεξουαλική κακοποίηση δεν είναι μόνο ο βιασμός, αλλά και η εμπλοκή ενός παιδιού σε σεξουαλικές δραστηριότητες που δεν κατανοεί και στις οποίες δεν συναινεί. Οπως σημειώνει η καθηγήτρια Kλινικής Ψυχολογίας Τίνια Απέργη, ακόμη και ένα άγγιγμα θα μπορούσε να θεωρηθεί κακοποίηση. Το ίδιο και ορισμένες συμπεριφορές που δεν εμπεριέχουν φυσική επαφή, όπως το να εκθέσεις ένα παιδί σε πορνογραφικό υλικό – μια τακτική που χρησιμοποιούν τακτικά οι δράστες. «Οι περισσότερες πράξεις κακοποίησης δεν περιλαμβάνουν τον βιασμό, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν φυσικά ευρήματα» αναφέρει η κυρία Απέργη, επισημαίνοντας ότι με αυτόν τον τρόπο γίνεται δυσκολότερη η δουλειά των Αρχών και απομακρύνεται η πιθανότητα δίωξης.
Τα περιστατικά που δεν καταγγέλλονται
Υψηλού ρίσκου θεωρούνται τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, καθώς ενδέχεται να μην κατανοήσουν ότι η σεξουαλική πράξη είναι κάτι κακό. Πολλά παιδιά επίσης, επισημαίνει η κυρία Απέργη, αδυνατούν να καταλάβουν πώς ένας άνθρωπος που τους δείχνει αγάπη και στοργή ή τους πηγαίνει δώρα, θέλει παράλληλα να τους κάνει κακό, με αποτέλεσμα συχνά να μην καταγγέλλουν την πράξη. Σε μεγαλύτερες ηλικίες, πολλά παιδιά ανησυχούν ότι εφόσον αποκαλύψουν ότι κακοποιήθηκαν, θα υπάρξουν επιπτώσεις τόσο στα ίδια όσο και στην οικογένειά τους. Μια συχνή αντίδραση πολλών παιδιών είναι να απωθήσουν το γεγονός της κακοποίησής τους, προκειμένου να ξεφύγουν από ένα τόσο δυσάρεστο γεγονός – έστω νοητικά.
Το προφίλ των δραστών
Ζητήσαμε από τον Ορέστη Γιωτάκο να σκιαγραφήσει το προφίλ ενός ατόμου που κακοποιεί σεξουαλικά ανηλίκους. «Η εγκατάσταση των παιδοφιλικών φαντασιώσεων γίνεται συνήθως κατά την όψιμη εφηβεία και αυτός είναι ο λόγος των υψηλών ποσοστών παιδόφιλων εφήβων δραστών» μας εξηγεί. Διευκρινίζει δε ότι «στο 90% τουλάχιστον των περιπτώσεων πρόκειται για άνδρα. Βασικό χαρακτηριστικό επίσης είναι η έλλειψη ενσυναίσθησης, η έλλειψη δηλαδή κατανόησης του πόνου και της βλάβης του άλλου». Οπως σημειώνει ο ψυχίατρος και ιδρυτής της ΑΜΚΕ «ομπρέλα – Νευροεπιστήμες & Ψυχική Υγεία», οι ψυχοπαθητικές προσωπικότητες αποτελούν το 3% περίπου του πληθυσμού, αλλά ευθύνονται για το 70% περίπου της γενικής, αλλά και της σεξουαλικής εγκληματικότητας. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι αρκετοί από τους δράστες έχουν οι ίδιοι κακοποιηθεί στη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας.
Από μελέτες προκύπτει ότι περίπου στο 40% των περιπτώσεων ο δράστης είναι συγγενής του παιδιού και σε ποσοστό άνω του 80% είναι κάποιος γνωστός του. «Το παιδί τον γνωρίζει, τον εμπιστεύεται και γι’ αυτό του επιτρέπει να πλησιάσει και τόσο κοντά» λέει στο «Βήμα» η καθηγήτρια Kλινικής Ψυχολογίας Τίνια Απέργη, επισημαίνοντας ότι κατά κανόνα αυτός που κακοποιεί προέρχεται από το οικογενειακό ή το στενό φιλικό περιβάλλον, ή μπορεί να είναι δάσκαλος, προπονητής, εν γένει κάποιος με τον οποίο το παιδί έχει αναπτύξει οικειότητα.
Γιατί αθωώνονται πολλοί παιδόφιλοι;
Ακόμη και στις περιπτώσεις που καταγγέλλεται εγκαίρως η σεξουαλική κακοποίηση, ενδέχεται να μην μπορεί να αποδειχτεί. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων (79%) η ιατροδικαστική εξέταση των παιδιών για κακοποίηση αποβαίνει αρνητική, ενώ στις μισές υποθέσεις δεν υπάρχει οποιοδήποτε εύρημα. Πολλές υποθέσεις δεν φτάνουν καν στο ακροατήριο, καθώς οι δράστες φροντίζουν να μην αφήνουν αποδεικτικά στοιχεία, ενώ συνήθως ο λόγος ενός ενηλίκου βαραίνει διαφορετικά από τον λόγο ενός παιδιού.
Οπως τονίζει ο κ. Γιάνναρος, είναι πολυάριθμες οι υποθέσεις παιδοφιλίας που φτάνουν μεν στο ακροατήριο, αλλά οι φερόμενοι ως δράστες αθωώνονται. Αυτό συμβαίνει είτε λόγω της υπερπροστατευτικότητας των γονέων που ενδέχεται να παρερμηνεύσουν μια πράξη ή μια κίνηση ως παιδοφιλία, ενώ πολλές ψευδείς καταγγελίες αποδίδονται στην εκδικητικότητα κυρίως ορισμένων εφήβων 15 έως 18 ετών.
Στο ίδιο πλαίσιο, η κυρία Απέργη επισημαίνει ότι σε περιπτώσεις διαζυγίου αυξάνονται οι καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση τέκνου, χωρίς όμως να είναι όλες πραγματικές. Σπανιότερες είναι οι περιπτώσεις που ένα παιδί κατηγορεί ψευδώς έναν γονιό ότι το παρενόχλησε.
Σε αρκετές περιπτώσεις, βέβαια, η αθώωση των δραστών οφείλεται στην κακή στοιχειοθέτηση της υπόθεσης από την Αστυνομία, με αποτέλεσμα οι φερόμενοι ως δράστες να πέφτουν στα μαλακά ή να αθωώνονται. Σύμφωνα με τον κ. Γιάνναρο, το υπάρχον νομικό πλαίσιο είναι επαρκέστατο, ενώ υπάρχουν – και σωστά – διαβαθμίσεις στον νόμο, καθώς δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με τους ίδιους όρους στο δικαστήριο η θώπευση, η ασέλγεια και ο βιασμός. Σημαντικός άξονας της νομικής αντιμετώπισης είναι και ο ηλικιακός διαχωρισμός των θυμάτων, καθώς ο νομοθέτης προβλέπει άλλη ποινική μεταχείριση για τον δράστη αναλόγως της ηλικίας του θύματος.
Ενα φλέγον ζήτημα που πιθανολογείται ότι θα αντιμετωπιστεί προσεχώς με διορθωτικές αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα είναι η αύξηση του χρόνου παραγραφής για κακουργήματα κατά ανηλίκων.
Ειδική μονάδα στο Παίδων
Οπως επισημαίνει η δικηγόρος και δρ Δικαιωμάτων Παιδιού Ηλέκτρα Κουτσούκου, ένα σοβαρό ζήτημα που προκύπτει μετά την καταγγελία είναι ότι οι εκπαιδευτικοί, οι γιατροί και οι αστυνομικοί που οδηγούν ένα περιστατικό στην Εισαγγελία δεν έχουν καμία ανατροφοδότηση για την τύχη της υπόθεσης. «Τούτο “ματαιώνει” την προσπάθεια που καταβάλλουν, κυρίως οι εκπαιδευτικοί, για να καταγγείλουν το γεγονός ή έστω να αναφέρουν την υποψία τους» δηλώνει η κυρία Κουτσούκου, επιστημονική συνεργάτρια της Μονάδας Φροντίδας για την Ασφάλεια των Παιδιών «Σόφη Βαρβιτσιώτη».
Η Μονάδα ιδρύθηκε από την Εταιρεία κατά της Κακοποίησης του Παιδιού ΕΛΙΖΑ και λειτουργεί στο Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού». Από την έναρξη λειτουργίας της Μονάδας το 2018, έχει διπλασιαστεί ο αριθμός των παιδιών με υποψία κακοποίησης που εξετάζονται από έτος σε έτος. To ΕΛΙΖΑ οργανώνει επίσης το πρόγραμμα για την πρόληψη της σεξουαλικής κακοποίησης «Ασφαλές Αγγιγμα», μέσω του οποίου ενημερώνονται και ευαισθητοποιούνται από ειδικούς παιδιά 5-9 ετών, γονείς και εκπαιδευτικοί.
Θεραπεύονται οι παιδόφιλοι;
Ο ψυχίατρος Ορέστης Γιωτάκος σημειώνει ότι δεν υπάρχει, μέχρι στιγμής, θεραπεία για την τροποποίηση της σεξουαλικής προτίμησης ή της συμπεριφοράς των παιδόφιλων. Εφαρμόζονται βέβαια συγκεκριμένα φαρμακευτικά θεραπευτικά προγράμματα, ενώ σε κάποιες χώρες χρησιμοποιούνται, κατόπιν συναίνεσης, ουσίες που προκαλούν αντιστρεπτό χημικό ευνουχισμό, ως υποκατάστατα της φυλάκισης, σε συνδυασμό με παρακολούθηση, όπως το βραχιολάκι. «Θα πρέπει να τονιστεί ότι η έλλειψη ειδικής θεραπείας δεν θα πρέπει να μας αποθαρρύνει για την εγκατάσταση προγραμμάτων αντιμετώπισης» τονίζει.
Η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες χώρες στον δυτικό κόσμο χωρίς προγράμματα πρόληψης της υποτροπής της σεξουαλικής εγκληματικότητας. Οπως σημειώνει ο κ. Γιωτάκος, «η φυλάκιση δεν μπορεί να αποτελεί τον μοναδικό τρόπο αντιμετώπισης, αλλά θα έπρεπε να αποτελεί κομμάτι ενός ευρύτερου προγράμματος παρακολούθησης των δραστών και πρόληψης της υποτροπής». Εκτός όμως από τους επιβεβαιωμένους δράστες, υπάρχει ένα άγνωστο ποσοστό παιδόφιλων που για διάφορους λόγους δεν έχει ακόμη δράσει έναντι παιδιών, για τους οποίους επίσης δεν προβλέπεται να απευθυνθούν κάπου για να αντιμετωπίσουν αυτή την εμμονή.
Η εκθετική εξέλιξη του προβλήματος
Στην εποχή προ Διαδικτύου οι παιδόφιλοι είχαν σαφώς λιγότερες δυνατότητες πρόσβασης σε φωτογραφίες και βίντεο παιδικής κακοποίησης. «Μπορούσαν να φτάσουν το πολύ έως την ανταλλαγή Polaroid σε υποφωτισμένα στενά» λέει ο ερευνητής Γκάμπριελ Ντανς. Πλέον, χάρη στα έξυπνα κινητά και στο ταχύτατο Διαδίκτυο, έχουν τη δυνατότητα παγκόσμιας δικτύωσης και πρόσβασης σε αδιανόητο όγκο υλικού παιδικής κακοποίησης.
Οπως επισημαίνει ο κ. Ντανς, το Εθνικό Κέντρο για τα Αγνοούμενα & Εκμεταλλευόμενα Παιδιά (NCMEC) στις ΗΠΑ λαμβάνει ανώνυμες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από το 1998, όταν το Διαδίκτυο ξεκίνησε να εξαπλώνεται διεθνώς. Τότε έλαβε περίπου 3.000 καταγγελίες για διακίνηση πορνογραφικού περιεχομένου με τη συμμετοχή ανηλίκων. Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, οι καταγγελίες είχαν φτάσει στις 80.000 απ’ όλον τον κόσμο. Τότε όμως καταγράφηκε μια αδιανόητη έξαρση, η οποία προφανώς συνδέεται με την έλευση των smartphones. Το 2014 οι καταγγελίες ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο, αλλά η εκθετική άνοδος έχει μόλις αρχίσει. Το 2019 οι αναφορές που έφτασαν στο NCMEC περιείχαν 69,1 εκατ. αρχεία φωτογραφιών και βίντεο. Το ακόμη πιο ανησυχητικό εύρημα είναι ότι στο 78% του οπτικοακουστικού υλικού απεικονίζονται παιδιά κάτω των 12 ετών, τέσσερα στα πέντε εκ των οποίων είναι κορίτσια.
Τι είναι το «grooming»
Σύμφωνα με έρευνες του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου του ΙΤΕ, το 21% των παιδιών δηλώνει ότι έχει δεχθεί διαδικτυακή παρενόχληση, ενώ αντίστοιχο ποσοστό έχει συναντηθεί με κάποιον που γνώρισε online. Παρότι το 41% των ανήλικων αποδέχεται αιτήματα φιλίας από αγνώστους, δύο στους τρεις γονείς δεν ανησυχούν για τις διαδικτυακές επαφές των παιδιών τους.
Οπως επισημαίνει η Μαρία Δάρα, η ψυχολόγος της Γραμμής Βοήθειας Help-line.gr, μία βασική τακτική προσέγγισης ανηλίκων είναι το «grooming»: Ενήλικοι δηλαδή υποδύονται μικρότερης ηλικίας άτομα, αναρτώντας συνήθως ψεύτικες φωτογραφίες, προκειμένου να προσεγγίσουν, να συναντήσουν και ενδεχομένως να εκμεταλλευτούν σεξουαλικά παιδιά και εφήβους. Εκτός από τα κοινωνικά δίκτυα, το online grooming καταγράφεται και στα διαδικτυακά παιχνίδια, αλλά και στις πλατφόρμες chat.
Πού να απευθυνθείτε
Μαζί για το Παιδί: 11525.
Γραμμή για τα Παιδιά: 800 1132000.
24ωρη τηλεφωνική γραμμή Αμεσης Κοινωνικής Βοήθειας: 197.
Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας (Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού): 210 7715.791.
Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος: 11188.
Γραμμή βοηθείας του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου: 210 6007.686 – SafeLine.gr.