Η ποίηση του μείζονος γερμανού ρομαντικού Φρίντριχ Χέλντερλιν (1770-1843) δεν είναι ασφαλώς άγνωστη στη χώρα μας. Σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων μας ασχολήθηκαν είτε περιστασιακά είτε συστηματικά με το έργο του: ο Τάκης Παπατσώνης, ο Αρης Δικταίος, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Β.Ι. Λαζανάς, ο Γιάννης Σφακιανάκης και πολλοί άλλοι. Οι μεταφράσεις τους όμως είναι σήμερα δυσεύρετες, όπως και οι σχετικές μελέτες.
Θα σταθώ μόνο σε ένα παράδειγμα: του Τάκη Παπατσώνη, στην ποίηση του οποίου η παρουσία του Χέλντερλιν είναι εμφανέστατη. Οι μεταφράσεις του δεν κυκλοφορούν, ενώ τα τρία δοκίμιά του, που περιλαμβάνονται και στον εντυπωσιακό τόμο των δοκιμίων του Ο τετραπέρατος κόσμος Α΄, που εξέδωσε ο Ικαρος το 1966, είναι επίσης δυσεύρετα, αφού ο τόμος εδώ και χρόνια δεν υπάρχει, δυστυχώς, στην αγορά. Είναι κατά τη γνώμη μου ό,τι σημαντικότερο και βαθύτερο έχει γραφτεί στη γλώσσα μας για αυτόν τον μεγάλο ποιητή. Την «παρουσία» του δεν θα δυσκολευτεί να «δει», όποιος θέλει να μπει στα βαθιά νερά, στην ποίηση του Οδυσσεά Ελύτη: στο Φωτόδεντρο, στη Μαρία Νεφέλη και κατεξοχήν στα Ελεγεία της Οξώπετρας. Ιδιαίτερα στα τελευταία, η παρουσία αυτή είναι νομίζω ακόμη πιο έντονη κι από εκείνη του Ρίλκε.
Δεν σκοπεύω ασφαλώς να προβώ σε αφελείς συγκρίσεις. Εχω όμως την αίσθηση ότι διαβάζοντας το τρίτο σχεδίασμα του ποιήματος Ελλάδα του Χέλντερλιν είναι σαν να διαβάζω εδώ κι εκεί Ελύτη, όπως: «Ωστόσο όλο πεπρωμένο ζει ο Αιθέρας ψηλά. Αλλά ασημένιο/Είναι το φως τις καθάριεες μέρες. Σαν σημάδι της αγάπης μενεξεδένια η γη».
Η αναμέτρηση με το έργο
Ο ογκώδης τόμος Ποιήματα του Χέλντερλιν σε δίγλωσση, και από τυποτεχνικής πλευράς θαυμάσια, έκδοση έρχεται να καλύψει ένα κενό πολλών ετών και ταυτοχρόνως είναι μια προσπάθεια του εξαιρετικού μεταφραστή Θανάση Λάμπρου να αναμετρηθεί με το έργο του μεγάλου Γερμανού – αναπόφευκτα και με τις μεταφράσεις του στα ελληνικά. Θέλοντας να δώσει μια γενικότερη άποψη της ποίησης του Χέλντερλιν επέλεξε και μετέφρασε τα θεωρούμενα «καλύτερα» ποιήματά του – αν και το επίθετο «καλύτερα» για έναν τέτοιο ποιητή έχει σχετική σημασία. Και πρόσθεσε 140 σελίδες σημειώσεις και σχόλια, κι ένα συνοπτικό χρονολόγιο ώστε οι νεώτεροι αναγνώστες να σχηματίσουν μια σχεδόν πλήρη εικόνα της ποίησης και της ζωής του Χέλντερλιν.
Δεν ανήκω σ’ εκείνους που συμφωνούν με όσους προσθέτουν πάνω στα κείμενα σχοινοτενή σχόλια, αλλά στην προκειμένη περίπτωση είναι απαραίτητα. Η γενεαλογία των ποιημάτων του Χέλντερλιν είναι συναφής με την τραγική ζωή του, η τοπογραφία με τον ιδεαλισμό και την οραματική σχέση του με τα σύμβολά του, τα περισσότερα από τα οποία προέρχονται από τον ελληνικό κόσμο που τον ένιωσε βαθιά, τόσο στο συμβολικό όσο και στο μεταφυσικό επίπεδο.
Οπως πολύ σωστά λέει ο Παπατσώνης, ο Χέλντερλιν – σε αντίθεση με τον Γκαίτε – δεν εκγερμανίζει την Ελλάδα. Ξεκινάει από τους προσωκρατικούς, όταν η φιλοσοφία δεν είχε ακόμη αποστασιοποιηθεί από την ποίηση, για να προχωρήσει σε συμβολικές μορφές: του Δία, της Σεμέλης, του Ηρακλή, της Διοτίμας, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στο θεϊκό και στο ανθρώπινο και που βέβαια είναι η ιδεατή εικόνα της μούσας του: πρόκειται για τον ανεκπλήρωτο έρωτά του με τη Σουζέτα Γκόνταρντ.
Και σε αυτόν τον κόσμο εντάσσει με τρομερή διαύγεια τον Χριστό – ένας «ημίθεος» εν τέλει κι αυτός, αφού ήταν «υιός του Πατρός». Γιατί κι «ο Χριστός ακόμα ζει», όπως λέει στην εξαίσια Πάτμο του, όπου αντικρίζει «την κορυφή του χρόνου» και όπου ενάμιση αιώνα αργότερα ένας έλληνας ποιητής, ο Δ.Π. Παπαδίτσας, είδε να συμβαίνει, στη δική του Πάτμο, «της διανοίας η άνοδος». Ακόμη στο τρίτο σχεδίασμα του Μοναδικού, όπου «Ο Χριστός στάθηκε μοναχός / Κάτω απ’ τον ορατό ουρανό και τ’ άστρα».
Διόνυσος και Χριστός
Στην ποίηση του Χέλντερλιν συνυπάρχουν ο Διόνυσος, το γήινο στοιχείο που τον συνδέει με τον Νίτσε, και ο Χριστός, το μεταφυσικό ή υπερβατικό αντίστοιχο. Το δεύτερο στοιχείο τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους ρομαντικούς. Αλλά η μεταφυσική του δεν είναι αμιγώς θρησκευτική. Εχει μυθικό χαρακτήρα, είναι ένα είδος προσωπικής θεογονίας μέσα από τη μεταμόρφωση των αρχαίων μύθων διά των προσωπικών του εμπειριών.
Και τούτο τον καθιστά ποιητή μοντέρνο. Οπως παρατηρεί ο Τάκης Παπατσώνης στο δοκίμιό του Ο προσωκρατικός, στον Χέλντερλιν «ο ρομαντισμός μεταβάλλεται σε ορφισμό» αφού «το στοιχείο της άτυχης αγάπης» (με Διοτίμα τη Σουζέτα Γκόνταρντ) «χάνει τελείως την υποκειμενική πηγή του, την ατομική μεμψιμοιρία και ως εκ θαύματος μεταβάλλεται σε κυνηγητό της Ευρυδίκης στους κόσμους του ιερού Αδη, με οργιώδη θρίαμβο του Ερωτα στο διάστημα».
Αν κανείς σκεφτεί την παραπάνω οξύτατη παρατήρηση, δεν απορεί για την επίδραση του Χέλντερλιν στους υπερρεαλιστές (με τους οποίους ο Παπατσώνης δεν είχε σχέση), που θεωρούσαν ότι το έργο του είχε την ίδια σημασία με εκείνο του Λοτρεαμόν και του Ρεμπό. Επιπλέον, ήταν προδρομικό και σε ό,τι αφορά την εμφάνιση του συμβολισμού, όπως πολύ αργότερα και του εξπρεσιονισμού.
Αλλά η επίδρασή του είναι εμφανής κυρίως σε τρεις από τους επιφανέστερους ποιητές του γερμανόφωνου κόσμου τον 20ό αιώνα: στον Ρίλκε, στον Στέφαν Γκεόργκε και στον Τρακλ. (Για παράδειγμα, στις Ελεγείες του Ντουίνο του πρώτου ή στο Ο Σεβαστιανός στ’ όνειρο του τελευταίου.)
Η γλώσσα του Χέλντερλιν είναι απλή, οι εικόνες του γήινες, που ωστόσο τις ανάγει με τρομερή δύναμη στο μεταφυσικό πεδίο. Αν όμως η μεταφυσική του τον διαφοροποιεί από τον Νίτσε, η ερμητική ζωή τους έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά: Σε καθεστώς μονώσεως πέρασε ο Νίτσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ενώ ο Χέλντερλιν, που έπασχε από σχιζοφρένεια, θα ζούσε επί 36 χρόνια, από το 1807 ως τον θάνατό του, σε βαθιά κρίση παράνοιας. Τόσο ο Νίτσε όσο και ο Χέλντερλιν έζησαν μεγάλο μέρος της ζωής τους και δημιούργησαν «σε καθεστώς μισανθρωπίας». Και οι δύο πεθαίνοντας δεν ήταν του κόσμου τούτου, αλλά ίσως και να μην ήταν ποτέ.
Η επιστροφή των ρομαντικών
Οταν για πολλοστή φορά μεταφράζεται ένα κλασικός πλέον ποιητής, γεννάται αυτομάτως το ερώτημα: τι μπορεί να μας πει στη σημερινή εποχή που να αγγίζει μια ευαισθησία φαινομενικά τουλάχιστον σύγχρονη; Και σε τι – και αν – μοιάζει ξένος με τα όσα, πάλι φαινομενικά, μας αγγίζουν τώρα; Μας ενδιαφέρει άραγε στην εποχή μας ένας ποιητής όπου η φύση και το μυθικό στοιχείο κυριαρχούν στο έργο του; Πόσω μάλλον ένας ρομαντικός κατ’ εξοχήν, που αντιλαμβανόταν την ποίηση σαν παγκόσμια ουσία. Ο κόσμος έχει αλλάξει, έχουμε αφήσει πίσω μας εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια τον ρομαντισμό. Αλλά τότε, πώς εξηγείται η θυελλώδης επιστροφή των ρομαντικών;
Αν όμως οι υπερρεαλιστές είχαν τον Χέλντερλιν σε μεγάλη εκτίμηση, αυτό οφείλεται στο ότι ο υπερρεαλισμός ήταν νεορομαντικό κίνημα. Και δεν είναι συμπτωματικό που αυτόν τον ποιητή τον θαύμαζε ο Εγγονόπουλος – και τον μετέφρασε. Δυστυχώς, οργισμένος στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, κατέστρεψε εκείνες τις μεταφράσεις.
Ο Θανάσης Λάμπρου πάτησε στο πρωτότυπο, προσπάθησε κι επέτυχε το εξαιρετικά δύσκολο: να μεταφέρει την ποίηση του Χέλντερλιν σε μια γλώσσα σημερινή παίρνοντας σοβαρά υπ’ όψιν τον ρυθμό και την ιδιότυπη προσωδία του πρωτοτύπου.
Κυρίως όμως το αφηγηματικό τέμπο. Οι αναγνώστες που έχουν συνηθίσει να διαβάζουν ποίηση είτε στο πρωτότυπο είτε σε μετάφραση, όπου περισσεύουν τα προζαϊκά στοιχεία, μπορεί στην αρχή να δυσκολευτούν με την ποίηση αυτή, όπου οι διασκελισμοί είναι συχνοί, απανωτοί σχεδόν.
Αλλά διαβάζοντάς τη σε τούτη τη θαυμάσια μετάφραση σύντομα θα μπουν, καθώς λέμε, «στο κλίμα» και κυρίως στον ρυθμό, που είναι απολύτως αναγκαίος για τον σπουδαίο αυτόν ποιητή, ο λόγος του οποίου, για να θυμηθούμε τον Ελύτη, είναι εξυψωμένος και μας μεταφέρει σε εκείνο που οι ρομαντικοί αποκαλούσαν άλλο, τον ποιητικό κόσμο, ο οποίος είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Αξίζει τον κόπο, χωρίς αμφιβολία.