Ο Άντονι Μπλίνκεν ήταν σαφής: η Κίνα είναι αυτή τη στιγμή η σημαντικότερη στρατηγική πρόκληση για τις ΗΠΑ. Και η «Ενδιάμεση Στρατηγική Καθοδήγηση», ένα πρώτο ντοκουμέντο για την στρατηγική εξωτερικής πολιτικής και άμυνας των ΗΠΑ που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 3 Μαρτίου, με την υπογραφή του Τζο Μπάιντεν, επιμένει ότι η Κίνα «είναι ο μόνος ανταγωνιστής που έχει τη δυνατότητα να συνδυάσει την οικονομική, διπλωματική, στρατιωτική και τεχνολογική ισχύ για να δημιουργήσει μια διαρκή αμφισβήτηση σε ένα σταθερό και ανοιχτό διεθνές σύστημα».
Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό αποτελεί και ένα από τα λίγα σημεία συνέχεια ανάμεσα στην πολιτική του Τραμπ και αυτή του Μπάιντεν, αφού ήταν ο προηγούμενος ένοικος του Λευκού Οίκου που κατεξοχήν κλιμάκωσε την αντιπαράθεση με την Κίνα, πυροδοτώντας μάλιστα και έναν «εμπορικό πόλεμο» που προκάλεσε πολλαπλές αναταράξεις στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.
Διαβάστε επίσης: «Οι Κινέζοι θα μας φάνε το φαϊ» προειδοποιεί ο Μπάιντεν που γίνεται… Ρούζβελτ
«Δεν μπορούμε να επιτελέσουμε αυτό το έργο μόνοι μας»
Ωστόσο την ίδια στιγμή η παραδοχή της τρέχουσας αμερικανικής κυβέρνησης είναι ότι δεν μπορούν οι ΗΠΑ να ανταποκριθούν σε αυτή την πρόκληση μόνες τους. Αυτό είναι ένα στοιχείο διαφοροποίησης από την προηγούμενη πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ που έδινε μεγαλύτερη έμφαση στις μονομερείς πρωτοβουλίες των ΗΠΑ, χωρίς συνεννόηση με τους συμμάχους και συχνά με σαφή πρόθεση να δεσμεύουν μέσω «τετελεσμένων» τους συμμάχους αντί να έρθουν σε συνεννόηση (ενδεικτικές και οι μονομερείς αποφάσεις που πυροδότησαν τον «εμπορικό πόλεμο»).
Ταυτόχρονα, αυτό δείχνει να αποτυπώνει και την επίγνωση ότι στο διεθνές σύστημα το καθοριστικό στοιχείο για την διαμόρφωση μιας ηγεμονικής σχέσης είναι ακριβώς η συγκρότηση ενός ευρύτερου συνασπισμού δυνάμεων.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και το ντοκουμέντο του Λευκού Οίκου: «Δεν μπορούμε να επιτελέσουμε αυτό το έργο μόνοι μας. Για αυτόν τον λόγο, θα αναζωογονήσουμε και θα εκσυγχρονίσουμε τις συμμαχίες και τις συνεργασίες μας σε όλο τον κόσμο. Για δεκαετίες, οι σύμμαχοί μας έχουν σταθεί στο πλευρό μας εναντίον κοινών απειλών και αντιπάλων και έχουν δουλέψει μαζί μας για να προωθήσουμε τα κοινά μας συμφέροντα και αξίες. Είναι μια τεράστια πηγή δύναμης και ένα μοναδικό αμερικανικό πλεονέκτημα, που μας βοηθά να αναλάβουμε τις ευθύνες που απαιτούνται για να διατηρήσουμε το έθνος μας ασφαλές και το λαό μας σε ευημερία.
Οι δημοκρατικές συμμαχίες μας επιτρέπουν να επιδείξουμε ένα κοινό μέτωπο, να παράγουμε ένα ενοποιημένο όραμα και να συγκεντρώσουμε τη δύναμή μας για να προωθήσουμε υψηλά πρότυπα, να καθιερώσουμε αποτελεσματικούς διεθνείς κανόνες και να υποχρεώσουμε χώρες όπως την Κίνα να λογοδοτήσουν. Γι’ αυτό θα επανεπιβεβαιώσουμε, επενδύσουμε, εκσυγχρονίσουμε Οργανισμό Συνθήκης του Βόρειου Ατλαντικού (ΝΑΤΟ) και τις δικές μας συμμαχίες με την Αυστραλία, την Ιαπωνία και τη Δημοκρατία της Κορέας – οι οποίες, μαζί με τις άλλες παγκόσμιες συμμαχίες και συνεργασίες μας, είναι το μεγαλύτερο στρατηγικό πλεονέκτημα της Αμερικής. Θα συνεργαστούμε με συμμάχους για να μοιραστούμε δίκαια τις ευθύνες, ενώ θα τους ενθαρρύνουμε να επενδύσουν στα δικά τους συγκριτικά πλεονεκτήματα ενάντια σε κοινές τρέχουσες και μελλοντικές απειλές».
Η ελπίδα ότι αυτή τη φορά οι σύμμαχοι θα ανταποκριθούν
Η νέα αμερικανική κυβέρνηση πιστεύει ότι επιλέγοντας ένα δρόμο συνεννόησης θα μπορέσει να αποφύγει τα προβλήματα που είχαν υπάρξει κατά τη διακυβέρνηση Τραμπ, όταν η μονομερής προσπάθεια όξυνσης με την Κίνα είχε ως αποτέλεσμα μια δυσπιστία των συμμάχων στο να ακολουθήσουν, ιδίως από τη στιγμή που υπήρχε και η διάχυτη αίσθηση ότι οι ΗΠΑ έκαναν επιλογές που ήταν αρνητικές και για τους συμμάχους τους.
Αυτή τη φορά ο Μπάιντεν και η κυβέρνησή του ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να διαμορφώσουν συμμαχίες με επαρκή ισχύ ώστε να ασκηθεί όλη αναγκαία αποτρεπτική πίεση απέναντι στην Κίνα (αλλά και τη Ρωσία) και ότι θα καταφέρουν να επουλώσουν τα τραύματα από τη συμπεριφορά και στάση του Ντόναλντ Τραμπ που κατά βάση κατηγορούσε τους συμμάχους ότι δεν συνεισφέρουν αρκετά στην κοινή αμυντική προσπάθεια.
Θα ακολουθήσουν οι σύμμαχοι τις ΗΠΑ στη νέα αντιπαράθεση με την Κίνα;
Ωστόσο, το πιο κρίσιμο ερώτημα δεν έχει ακόμη απαντηθεί από τη μεριά των ΗΠΑ. Οι σύμμαχοί τους, ιδίως οι Ευρωπαίοι, προφανώς και έχουν επίγνωση ότι η Κίνα είναι ένα αυταρχικό καθεστώς, όμως ταυτόχρονα στο βαθμό που υπάρχουν «κοινοί κανόνες του παιχνιδιού» και η Κίνα δεν λειτουργεί αποσταθεροποιητικά για ευρύτερες περιοχές, δεν είναι εύκολο να αποδεχτούν μια αντίληψη «Νέου Ψυχρού πολέμου», με όλο το κόστος που αυτό θα συνεπαγόταν.
Ας μην ξεχνάμε και μια άλλη σημαντική παράμετρο: η αντιπαράθεση με την ΕΣΣΔ και τις χώρες που ανήκαν στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας είχε και έναν χαρακτήρα σύγκρουσης συστημάτων κοινωνικής οργάνωσης. Η Κίνα σήμερα μπορεί να διατηρεί το κομμουνιστικό «πολιτικό κέλυφος», όμως την ίδια στιγμή είναι μια καπιταλιστική χώρα που αποτελεί οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Μπορεί να υπάρχουν ενστάσεις ή αντιπαραθέσεις για το πώς αντιλαμβάνεται τις επενδύσεις, εντός και εκτός συνόρων, ή ως προς το βλέπει τους «κανόνες του παιχνιδιού», αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για σύγκρουση κοινωνικών συστημάτων.
Με αυτή την έννοια οι ΗΠΑ δεν μπορούν να επικαλεστούν την ανάγκη κοινής άμυνας και πολιτικής ασφάλειας απέναντι σε έναν «υπαρξιακό» κίνδυνο που δεν θα αφορούσε απλώς την εδαφική ακεραιότητα αλλά κυρίως το κοινωνικό σύστημα, όπως μπορούσαν να κάνουν στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου όταν μπορούσαν να λένε ότι προάσπισαν τον καπιταλισμό και τη φιλελεύθερη δημοκρατία στην Ευρώπη (έστω και με «ανοχή» στις δικτατορίες της Νότιας Ευρώπης).
Επιπλέον, αυτή τη φορά οι ΗΠΑ δεν κατορθώνουν πάντα να δείξουν ότι μπορούν να εγγυηθούν και την ευημερία των συμμάχων τους. Για παράδειγμα στη διαμάχη για τον αποκλεισμό εταιρειών όπως η Huawei από τις διαδικασίες διαμόρφωσης των δικτύων 5G οι ΗΠΑ δυσκολεύουν οικονομικά τους συμμάχους τους, εφόσον περιορίζουν το εύρος των πιθανώς επιχειρηματικών και τεχνολογικών συνεργασιών τους.
Ούτε έχουν καταφέρει να πείσουν τους συμμάχους να αναστέλλον επ’ αόριστο κινήσεις αναγκαίες με βάση τα δικά τους συμφέροντα και τις απαιτήσεις που βάζει μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Αυτό φάνηκε και από το γεγονός ότι οι ευρωπαίοι αρνήθηκαν τις αμερικανικές παραινέσεις να μην προχωρήσουν στην συμφωνία για τις επενδύσεις με την Κίνα, ιδίως από τη στιγμή που εξασφάλιζαν πραγματικές παραχωρήσεις.
Εκτός από την Ευρώπη η Ουάσιγκτον προσπαθεί να ενισχύσει τις σχέσεις της λεγόμενης «τετράδας» που περιλαμβάνει τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Αυστραλία και την Ινδία. Ενδεικτική η προσπάθεια να βρουν τρόπους να απαντήσουν στην «εμβολιαστική διπλωματία» της Κίνας.
Όμως, και εδώ παρότι υπάρχει μεγαλύτερο γεωπολιτικό έδαφος για συνεργασία, είτε λόγω ιστορικών συγκρούσεων με την Κίνα, είτε λόγω σημερινών τοποθετήσεων, εντούτοις πάλι δεν είναι εύκολο για τις ΗΠΑ να πείσουν για πλήρεις ρήξεις, ιδίως όταν υπάρχουν και πραγματικά οικονομικά διακυβεύματα.
Προφανώς και οι ΗΠΑ μπορούν πάντα να επικαλούνται ότι μεσοπρόθεσμα το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα και η αντίληψή του για την εξουσία και την προβολή ισχύος θα σημαίνει και διεκδίκηση κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο (έστω και οι Κινέζοι επιμένουν ότι δεν έχουν τέτοιο όραμα), όμως απέχουν ακόμη από το να πείσουν όλους τους συμμάχους να τους ακολουθήσουν σε μια τροχιά σύγκρουσης.