Οι περισσότεροι Ελληνες «θυμόμαστε» την Επανάσταση του ’21 ως μια σειρά ηρωικών ή μαρτυρικών αφηγήσεων: Ο Κολοκοτρώνης στα Δερβενάκια, ο Διάκος στην Αλαμάνα, ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι κ.λπ. Οι αφηγήσεις αυτές δομήθηκαν ήδη από τον 19ο αιώνα με υλικά που αντλήθηκαν από τις δύο τότε διαθέσιμες δεξαμενές: την παραδοσιακή καταξιωμένη της θρησκείας και τη νεωτερική ανερχόμενη του έθνους. Κατόπιν, με τις επαναλήψεις τους στη σχολική ιστορία και τις χρήσεις τους στη δημόσια ιστορία, οι αφηγήσεις παγιώθηκαν και συγκρότησαν μοτίβα που πότισαν τον πυρήνα της εθνικής μας ταυτότητας.
Ας πάρουμε το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα: τον Διάκο στην Αλαμάνα. Ευθύς εξαρχής, οι πρώτοι ιστορικοί της Επανάστασης (ο Πουκεβίλ, ο Τρικούπης, ο Γερβίνος, ο Περραιβός κ.λπ.) είδαν την Αλαμάνα ως μετωνυμία των Θερμοπυλών και τον Διάκο ως νέο Λεωνίδα. Στις αφηγήσεις τους τόνιζαν διαρκώς τις ομοιότητες: Ο Διάκος με ελάχιστα παλικάρια τόλμησε ν’ αντισταθεί στους «αμέτρητους Ασιανούς», «Ανατολίτες» ή «Χαλδούπηδες», στους Τούρκους δηλαδή που ήρθαν απρόσκλητοι από τα βάθη της Ανατολής, όπως οι Πέρσες εισβολείς στην αρχαιότητα. Οπως οι Τριακόσιοι αντέστησαν έως εσχάτων τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι, ο Διάκος και τα παλικάρια του επέλεξαν «αντί της άτιμης φυγής τον ένδοξο θάνατο» δέσμιοι του όρκου τους στο έθνος.
«Μόνος ο Διάκος και ολίγοι των οπαδών του, μιμούμενοι το παράδειγμά του, ησθάνθησαν ότι εκεί απέθανεν ο Λεωνίδας» έγραφε ο Σπυρίδων Τρικούπης στα 1853, ενώ τα παλαιά σχολικά εγχειρίδια ήθελαν τον Διάκο να εμψυχώνει τα παλικάρια επικαλούμενος τους ένδοξους προγόνους: «Ας μη φύγωμε παιδιά· από κει μας βλέπουν οι 300 Σπαρτιάτες, ας μη τους ντροπιάσωμε». Ο Διάκος και τα παλικάρια του εμφανίζονται ως εάν να είχαν πλήρη συνείδηση της αρχαίας, βαριάς κληρονομιάς: Πολεμάνε ανδρεία σαν Ελληνες και πεθαίνουν σαν Γραικοί – ως μέλη δηλαδή μιας συλλογικής οντότητας που τους υπερβαίνει και ορίζει τις επιλογές τους. Το τραγούδι του Διάκου (το οποίο δημοσίευσε ο Φοριέλ στο Παρίσι ήδη το 1825 και το οποίο αξιοποίησαν ως πηγή οι ιστοριογράφοι) ήταν ίσως το πρώτο δημοτικό τραγούδι που μιλάει με λανθάνοντα έστω τρόπο τη νεωτερική τότε γλώσσα του έθνους.
Ο «αϊτός της Ρούμελης» αγωνίζεται ωσότου το σπαθί του σπάζει και πιάνεται ζωντανός. Οι λαϊκοί ζωγράφοι (ο Θεόφιλος, ο Σπαθάρης, η Μαγγιώρου, ο Μποστ) απεικονίζουν τη σύλληψη παραλλάσσοντας, καθένας με το ύφος του, μια παλαιά λιθογραφία του 1840. Σε όλες τις παραλλαγές ο Διάκος κρατάει ακόμα στο χέρι του το σπασμένο σπαθί. Αυτή η σκηνή σμιλεύτηκε στο γύρισμα του αιώνα σε ξύλινα φουρνόφτυαρα, σε ασημένιες παλάσκες, σε πορσελάνινα πιάτα, σε είδη καθημερινής χρήσης. Αγαπήθηκε πολύ, ίσως διότι στέκεται στο μεταίχμιο: στην κορύφωση του αγώνα, στην αρχή του μαρτυρίου. Εκεί που τελειώνει ο Λεωνίδας και αναδύεται ο Χριστός. Ως Χριστό – επαναστάτη είδε τον Διάκο και ο Φώτης Κόντογλου στη μνημειώδη τοιχογραφία του στο Δημαρχείο Αθηνών.
Στο σημείο αυτό η αφήγηση αλλάζει ρότα: η αρχαιότητα υποχωρεί μπροστά στη θρησκευτική παράδοση, οι ιστοριογράφοι δίνουν προβάδισμα στους καλλιτέχνες. Ο Διάκος οδηγείται δέσμιος στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος τον πιέζει να αλλαξοπιστήσει, κατά πως περίπου ο Πόντιος Πιλάτος ζητεί από το Ιησού να αποδεχτεί πως δεν είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων. Στον ρόλο των Φαρισαίων ο Χαλίλμπεης, ο τοπάρχης της Λαμίας, που επιμένει να θανατωθεί ο Διάκος διότι εναντιώθηκε στο «δοβλέτι», στο κράτος.
Ο Βρυώνης νίπτει τας χείρας του και ο Διάκος ανεβαίνει τον Γολγοθά κουβαλώντας ο ίδιος τον πάσσαλο, τον δικό του σταυρό του μαρτυρίου. Το σουβλί στήνεται ολόρθο, όπως ο σταυρός· ο διαβόητος ανασκολοπισμός είναι τα δικά του καρφιά. Οπως ο Χριστός, έτσι κι ο Διάκος κατακλύζεται από το συναίσθημα: «Για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει»· είναι το δικό του «Ηλί, Ηλί λαμά σαβαχθανί». Ο Διάκος γεννήθηκε το 1788 και πέθανε το 1821. Οπως κι ο Χριστός, έμεινε για πάντα 33 χρονών. Μένει τελικώς η ανάληψη, η αποθέωσή του. Θα την απεικονίσει θαυμαστά ο Κωνσταντίνος Παρθένης έναν αιώνα αργότερα, το 1931: Σ’ ένα ονειρικό, υπερβατικό τοπίο, ο Διάκος με ιερατική περιβολή αναλήπτεται εν δόξη στους ουρανούς, έχοντας θεμελιώσει την απολύτρωση του έθνους με το επί της γης έργο του.
Ο Διάκος στην Αλαμάνα αποτυπώθηκε στη συλλογική μας μνήμη ταυτόχρονα σαν Λεωνίδας και Χριστός, σαν ήρωας και μάρτυρας. Η Αλαμάνα ήταν ταυτόχρονα Θερμοπύλες και Γολγοθάς, τόπος αντίστασης και τόπος μαρτυρίου. Παρόμοια ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι και ο Μπότσαρης στο Μεσολόγγι. Αρα, σε μια πρώτη αναγωγή, οι αγωνιστές του ’21 μπορούσαν να ιδωθούν ως Ελληνες (απόγονοι και ισάξιοι των αρχαίων) που διεκδικούν μαχητικά την εθνική τους ελευθερία και ως χριστιανοί (ομόδοξοι των Ευρωπαίων) που θυσιάζονται για τη χριστιανική τους πίστη. Αρα, σε μια τελευταία μεγάλη αναγωγή, η Ελλάδα της Επανάστασης ήταν μια Ελλάδα ταυτόχρονα του ελληνισμού και της χριστιανοσύνης, της αρχαιότητας και της χριστιανικής παράδοσης. Στη δόμηση αυτών των μοτίβων η υψηλή διανόηση συναντήθηκε και συγχωνεύτηκε με τη λαϊκή κουλτούρα δίχως τις συνήθεις αναταράξεις μιας τέτοιας συνάντησης. Ανάμεσά τους, γέφυρες και αμφίδρομοι διαμεσολαβητές οι δάσκαλοι και τα σχολεία.
Ο κ. Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ.