Από την «αστική» έως την «προδομένη» Επανάσταση, οι αριστερές αναγνώσεις και ερμηνείες του 1821 διέτρεξαν όλον τον 20ό αιώνα. Αναγνώσεις και ερμηνείες που κινήθηκαν σε αποκλίνουσες κάποτε κατευθύνσεις και συγκροτήθηκαν σε διαφορετικά πολιτικά και κοινωνικά περιβάλλοντα. Δεν ήταν ισότιμες, δεν λειτούργησαν με τον ίδιο τρόπο, συχνά συνυπήρξαν παλιότερες με νεότερες εκδοχές, άλλοτε αλληλοαναιρούμενες, άλλοτε συμπληρωματικές. Σε κάθε περίπτωση, όμως, συνομίλησαν και συγκρούστηκαν με την εθνική ιστοριογραφία, κυρίως όμως καθορίστηκαν από τις διαδρομές της Αριστεράς, τις πολλαπλές εκφράσεις και τις μεταβολές στις πολιτικές στοχεύσεις και στις στρατηγικές της συγκεκριμένης πολιτικής παράταξης στην Ελλάδα και διεθνώς.
Από την έκδοση της «Κοινωνικής σημασίας της Ελληνικής Επαναστάσεως» (1924) του Γιάνη Κορδάτου έως την εμφάνιση μιας νέας γενιάς μαρξιστών ιστορικών στη δεκαετία του ‘60, η Επανάσταση του 1821 αποτέλεσε ένα από τα πλέον αγαπημένα γεγονότα της ελληνικής Ιστορίας για την αριστερή ιστοριογραφία. Ο ιερός «τόπος» της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας ήταν εύλογο να αποτελέσει το κατ’ εξοχήν σημείο αναθεώρησης για μια ιδεολογία, όπως η μαρξιστική, που ενδιαφερόταν να ανασημασιοδοτήσει όχι μόνο το παρόν και το μέλλον των ανθρώπων, αλλά και το παρελθόν τους καλώντας τους να το διαβάσουν με τις δικές της πλέον οπτικές. Η Επανάσταση δεν ήταν μια ιστορία του παρελθόντος αλλά του μέλλοντος﮲ ο καθορισμός του χαρακτήρα του 1821 είχε αποφασιστική σημασία για την κατανόηση της θέσης της ταξικής σύγκρουσης στην Ελλάδα, της προετοιμασίας των επόμενων κινήσεων της εργατικής τάξης και του κόμματός της. Η μεσοπολεμική διαμάχη του Γιάνη Κορδάτου με τον Γιάννη Ζέβγο για το εάν η Επανάσταση ήταν ή δεν ήταν αστικοδημοκρατική συνδεόταν με τις συγκρούσεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και την υιοθέτηση από την Κομμουνιστική Διεθνή, στη δεκαετία του ‘30, της γραμμής των λαϊκών μετώπων ενάντια στον φασισμό.
Σε αυτή τη διαδικασία οι ιστορικές ερμηνείες μεταβάλλονταν με βάση τις συνθήκες και τις πολιτικές στρατηγικές. Εάν στη δεκαετία του ‘20 η Επανάσταση του 1821 γινόταν αντιληπτή ως μια αστική επανάσταση που δεν ενδιέφερε την εργατική τάξη – το 1930 ο «Ριζοσπάστης» καλούσε τους εργάτες να γιορτάσουν την Κομμούνα του Παρισιού και να αφήσουν την 25η Μαρτίου στους αστούς –, όλα άλλαξαν με βάση τις εμπειρίες της δεκαετίας του ‘40. Η «προδομένη» πλέον λαϊκή Επανάσταση αποτελούσε σημείο αναφοράς, την εκκίνηση μιας ηρωικής γενεαλογίας που κατέληγε στον αντάρτη του ΕΛΑΣ ή και του Δημοκρατικού Στρατού, στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης που, όπως οι πρόγονοί τους το 1821, αντί για την αναγνώριση αντιμετώπισαν διωγμούς και φυλακίσεις.
Την περίοδο 1924-1974 μια σειρά αριστερών ιστορικών και κομματικών στελεχών έγραψαν για την Επανάσταση του 1821 ή για τις διαδρομές που οδήγησαν σε αυτή. Ο κατάλογος είναι μακρύς, ανάμεσά τους οι Γιάνης Κορδάτος, Γιάννης Ζέβγος, Σεραφείμ Μάξιμος, Γιώργης Λαμπρινός, Νίκος Σβορώνος, Γιώργος Βαλέτας, Τάσος Βουρνάς, Δημήτρης Φωτιάδης, Γιάννης Μπενέκος, Γιώργος Ζωίδης, Πέτρος Ρούσσος, Λεωνίδας Στρίγγος κ.ά. Μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος οι περισσότεροι, πλήρωσαν τη στράτευση και τις ιδέες τους με εξορίες, φυλακίσεις και αποκλεισμούς. Ανάμεσά τους σημαντικοί ιστορικοί αλλά και επαγγελματικά κομματικά στελέχη που στράφηκαν στην Ιστορία στο πλαίσιο των αναγκών του κινήματος που υπηρέτησαν με το έργο και τη δράση τους.
Η Ιστορία τους απλώθηκε στον κομματικό Τύπο, από τον «Ριζοσπάστη» και τους «Νέους Πρωτοπόρους» στην «Επιθεώρηση Τέχνης» και στον «Πυρσό». Αποτέλεσε αντικείμενο εκδόσεων στην Ελλάδα και στην πολιτική προσφυγιά, διαλέξεων, εισηγήσεων, ομιλιών σε κομματικά γραφεία, πλατείες, συγκεντρώσεις, φυλακές και εξορίες. Εγινε αντικείμενο γιορτής, θεατρικών ή μουσικών παραστάσεων, πρωταγωνίστησε σε μια σειρά από δίκτυα που συγκρότησε η Αριστερά στις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60. Τα δίκτυα αυτά – ένας αστερισμός συλλογικοτήτων από εκπολιτιστικούς συλλόγους, μορφωτικές εταιρείες, σωματεία – στήριξαν με τη νόμιμη δράση τους τον ηττημένο κόσμο της δεκαετίας του ‘40 και αποτέλεσαν προνομιακό πεδίο διάχυσης του λόγου των αριστερών ιστορικών. Τα έργα τους αναδείχθηκαν όχι μόνο σε πεδία αναφοράς σε διαμάχες που συζητούσαν το χθες και στην πραγματικότητα αφορούσαν το σήμερα, αλλά και σε ορόσημα για τη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης και τη σφυρηλάτηση δεσμών στη διχασμένη ελληνική μεταπολεμική κοινωνία.
Η αποτίμηση αυτής της πολυεπίπεδης και άνισης ιστοριογραφίας δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Αναπτύχθηκε απέναντι και κυρίως εκτός της επίσημης Ιστορίας, όπως καλλιεργήθηκε από τους ακαδημαϊκούς θεσμούς. Οι δύσκολες συνθήκες μέσα στις οποίες γράφτηκε αποτυπώθηκαν σε μείζονες αδυναμίες στην τεκμηρίωση και στην ερμηνεία.
Η στράτευση των συγγραφέων τους στην υπόθεση του κομμουνιστικού κινήματος οδήγησε σε αυτό που ο Φίλιππος Ηλιού ονόμασε «ιδεολογική χρήση της Ιστορίας». Από την άλλη πλευρά, η συγκεκριμένη ιστοριογραφία λειτούργησε ως τομή. Εισήγαγε την έννοια της κοινωνικής επανάστασης, έθεσε τους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες που οδήγησαν στο ξέσπασμά της στο προσκήνιο, επικεντρώθηκε σε νέους ήρωες και ανέδειξε υποφωτισμένες πλευρές της. Εργα όπως εκείνα του Κορδάτου, του Μάξιμου, του Σβορώνου ανανέωσαν τη σχετική ιστοριογραφία αλλά και επηρέασαν καθοριστικά τη δημόσια Ιστορία. Παρά τη φαινομενική σιωπή της άλλης πλευράς, η αριστερή ιστοριογραφία προκάλεσε όχι μόνο καταδίκες και ανάθεμα, αλλά και γόνιμες διεργασίες και προβληματισμούς στην προσπάθεια αντιμετώπισής της. Μέρος της ελληνικής ιστοριογραφίας του 20ού αιώνα, οι αριστερές αναγνώσεις του 1821 αποτελούν τμήμα μιας μακράς διαδρομής συνομιλίας της Ιστορίας με την πολιτική, οδηγώντας στο σήμερα.
Ο κ. Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Θεωρίας και Ιστορίας της Ιστοριογραφίας (ΕΚΠΑ).