Το Τέξας είναι συνώνυμο με την ενέργεια: πετρέλαιο και φυσικό αέριο ορίζουν τα πάντα στην Πολιτεία από τις αρχές του 20ού αιώνα, γι’ αυτό είναι το τελευταίο μέρος στη Γη που θα περίμενε κανείς να μείνει για μέρες χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και θέρμανση. Ομως αυτό ακριβώς συνέβη όταν την ώρα που η «Μήδεια» έπληττε την Ελλάδα, ένας ακόμη χειρότερος χιονιάς έπληττε το Τέξας. Το ηλεκτρικό δίκτυο της Πολιτείας δεν άντεξε: αυτή ήταν η άσχημη πλευρά της πλήρους απελευθέρωσης και απορρύθμισης της αγοράς ενέργειας που αποφασίστηκε ομόφωνα στο Τέξας (από Ρεπουμπλικανούς, Δημοκρατικούς, εταιρείες και καταναλωτές) το 1999.
Με την υπογραφή του τότε κυβερνήτη της Πολιτείας και μετέπειτα προέδρου Τζορτζ Γ. Μπους, περίπου 220 ιδιωτικές εταιρείες ηλεκτρισμού δραστηριοποιούνται σήμερα στο Τέξας. Με τέτοιον ανταγωνισμό για φθηνότερες τιμές, δεν υπήρχε κανένα κίνητρο για επενδύσεις στην προστασία από τα ακραία καιρικά φαινόμενα – πόσω μάλλον που στο Τέξας αρνούνται την κλιματική αλλαγή και οι τεξανοί πολιτικοί πρωτοστατούν στις ΗΠΑ κατά των περιβαλλοντικών νόμων. Μετά την απορρύθμιση, δεν υπήρχε κανένας φορέας ικανός να επιβάλει κανόνες, όπως την υποχρεωτική διατήρηση αποθέματος ενέργειας. Τους κανόνες στην Πολιτεία τους ορίζει το «αόρατο χέρι της αγοράς».
Κατέρρευσε το δίκτυο
Το Τέξας δεν είναι συνδεδεμένο με κανένα από τα δύο διαπολιτειακά δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας των ΗΠΑ, διότι αυτό θα προϋπέθετε την τήρηση ορισμένων ομοσπονδιακών κανονισμών. Ετσι, όταν από τις 15 Φεβρουαρίου έκανε τόσο κρύο (ως -18°C) που οι πηγές πετρελαίου και αερίου ή τα δίκτυα διανομής τους πάγωσαν, η ζήτηση για ρεύμα αυξήθηκε και το 90% του δικτύου κατέρρευσε, το Τέξας δεν μπορούσε να δανειστεί ηλεκτρισμό από άλλες Πολιτείες.
«Η κρίση οφείλεται και σε ένα άλλο καθοριστικό τεξανό χαρακτηριστικό: την ανεξαρτησία, τόσο από το κράτος όσο και από την υπόλοιπη χώρα. Η κυριαρχία της ενεργειακής βιομηχανίας και η νοοτροπία της “Δημοκρατίας του Τέξας” αποδείχθηκαν καταστροφικά μειονεκτήματα όταν η ενέργεια σταμάτησε να ρέει στα σπίτια εκατομμυρίων Τεξανών» έγραψαν οι «New York Times», παρατηρώντας ότι στην Πολιτεία «η ρύθμιση της αγοράς ενέργειας είναι τόσο θέμα φιλοσοφίας όσο και πολιτικής», ενώ το ανεξάρτητο δίκτυο ηλεκτρικού ρεύματος αποτελεί πηγή υπερηφάνειας από τις αρχές του 20ού αιώνα που αποφασίστηκε.
Προσφορά και ζήτηση
Για παράδειγμα, ο Ρεπουμπλικανός πρώην κυβερνήτης του Τέξας (2000-2015) και υπουργός Ενέργειας (2017-2019) του Ντόναλντ Τραμπ, Ρικ Πέρι, έχει δηλώσει ότι «οι Τεξανοί είναι πρόθυμοι να υποστούν εκτεταμένα μπλακάουτ προς χάριν του υπέρτατου σκοπού να κρατήσουν τους ομοσπονδιακούς νόμους έξω από το δίκτυό τους».
Οσοι Τεξανοί θεώρησαν εαυτούς τυχερούς επειδή δεν τους κόπηκε το ρεύμα μέσα στον χιονιά, αλλά είχαν επιλέξει τη δημοφιλή κυμαινόμενη τιμολόγηση, συνδεδεμένη με την τιμή χονδρικής, είχαν μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη: οι τιμές της κιλοβατώρας αυξήθηκαν κατά 9.000% και ο λογαριασμός λίγων ημερών έφθασε τις χιλιάδες δολάρια αφού το μεγαλύτερο μέρος του δικτύου είχε καταρρεύσει και η ζήτηση για ρεύμα ξεπέρασε κατά πολύ την προσφορά.
Ο καθηγητής του Χάρβαρντ Ουίλιαμ Γ. Χόγκαν, που θεωρείται ο αρχιτέκτονας της ενεργειακής αγοράς του Τέξας, είπε σε συνέντευξή του αυτή την εβδομάδα ότι οι υψηλές τιμές δείχνουν πως η αγορά λειτούργησε όπως ακριβώς είχε σχεδιαστεί. «Οσο πλησιάζεις το απόλυτο μίνιμουμ της προσφοράς, οι τιμές αυξάνονται όλο και περισσότερο, το οποίο είναι και το επιθυμητό» δήλωσε.
H περίπτωση της Griddy
Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Griddy, μικρής εταιρείας στο Χιούστον που παρέχει ρεύμα σε κυμαινόμενες τιμές χονδρικής. Η εταιρεία περνάει ευθέως την τιμή χονδρικής στους καταναλωτές, χρεώνοντάς τους 9,99 δολάρια τον μήνα, τα οποία αποτελούν το δικό της έσοδο.
Τους λογαριασμούς ρεύματος τους συνδέει υποχρεωτικά με την πιστωτική κάρτα ή τον τραπεζικό λογαριασμό των καταναλωτών, γι’ αυτό μετά την κακοκαιρία πολλοί είδαν τις οικονομίες τους να εξανεμίζονται για να εξοφληθεί η Griddy.
Το αποκορύφωμα είναι ότι σύμφωνα με έρευνα της «Wall Street Journal», που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη, την τελευταία εικοσαετία οι καταναλωτές στο Τέξας έχουν πληρώσει πιο ακριβά το ηλεκτρικό ρεύμα από τις ιδιωτικές εταιρείες απ’ όσο θα είχαν πληρώσει με τις τιμές των κρατικών εταιρειών – για την ακρίβεια 28 δισ. δολάρια ακριβότερα.
Το Τέξας βρίσκεται πάντα με το ένα πόδι εκτός ΗΠΑ, μετά τα εννέα χρόνια που υπήρξε ανεξάρτητο κράτος (1836-1845) προτού προσαρτηθεί στην ομοσπονδία. Το παρατσούκλι του, Πολιτεία του Μοναχικού Αστεριού (Lone Star State), αναφέρεται σ’ αυτή την πάγια τάση ανεξαρτητοποίησης. Αν και το αμερικανικό Σύνταγμα δεν προβλέπει διαδικασία εξόδου από την ομοσπονδία (μόνο εισόδου), υπάρχουν κινήματα και πολιτικοί που ζητούν την ανεξαρτητοποίηση του Τέξας. Αυτά διδάσκονται ως μέρος της ιστορίας του Τέξας σε υποχρεωτικό μάθημα στην πρώτη τάξη των Γυμνασίων της Πολιτείας.
Κινήματα και πολιτικοί ζητούν την ανεξαρτητοποίηση
Οι τάσεις ανεξαρτητοποίησης ενισχύονται όταν τη χώρα κυβερνούν Δημοκρατικοί και κορυφώθηκαν το 2012, όταν επανεξελέγη ο Μπαράκ Ομπάμα. Το 2016, όταν οι Βρετανοί ψήφισαν υπέρ του Brexit, εμφανίστηκε το #Texit. Εξι ημέρες αφότου ανέλαβε πρόεδρος ο Τζο Μπάιντεν, ο τεξανός βουλευτής Κάιλ Μπίντερμαν κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο για τη διοργάνωση μη δεσμευτικού δημοψηφίσματος στο Τέξας για την ανεξαρτησία.
Αν το Τέξας – η δεύτερη μεγαλύτερη Πολιτεία των ΗΠΑ (μετά την Αλάσκα) και η δεύτερη πολυπληθέστερη (30 εκατ. κάτοικοι) μετά την Καλιφόρνια – ήταν ανεξάρτητη χώρα, θα είχε τη 10η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Η εξάρτησή της από τους υδρογονάνθρακες όμως ίσως αποτελέσει την καταδίκη της. Οι τεξανοί πολιτικοί και οι πετρελαϊκές εταιρείες εμποδίζουν τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αν και το Τέξας έχει άφθονο ήλιο και ανέμους, ενώ παράλληλα προστατεύουν τα ορυκτά καύσιμα.
«Δεν θέλω να δω την Πολιτεία όπου γεννήθηκα να βρεθεί οικονομικά στο περιθώριο, αλυσοδεμένη στο πτώμα της εποχής των ορυκτών καυσίμων που πεθαίνει» έγραψε στο μπλογκ του ο τεξανός οικονομολόγος Νόα Σμιθ.
«Η κακοκαιρία και η καταστροφή που προκάλεσε δοκίμασαν την έννοια της ανεξαρτησίας που είναι βαθιά ριζωμένη στο Τέξας, μια αίσθηση ότι οι Τεξανοί και οι επιχειρήσεις τους μπορούν να χειριστούν τα πράγματα μόνοι τους, χωρίς να παρεισφρήσουν τρίτοι και χωρίς τα δεσμά των κανονισμών» παρατήρησαν οι «New York Times».