Την περασμένη Τρίτη, τουρκικά μέσα ενημέρωσης – εμφανώς ελεγχόμενα – μετέδωσαν την είδηση ότι το ωκεανογραφικό σκάφος «Τσεσμέ» (μάλλον παρωχημένης τεχνολογίας), το οποίο είχε βγει για έρευνες στο Κεντρικό Αιγαίο, παρενοχλήθηκε από ελληνικά μαχητικά αεροσκάφη. Η είδηση προκάλεσε πανικό σε σειρά τηλεοπτικών και ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα – από τη στιγμή μάλιστα που η τουρκική πλευρά συνόδευσε την «είδηση» με βίντεο για να αποδείξει τα λεγόμενά της. Το ενδιαφέρον στοιχείο του συγκεκριμένου βίντεο είναι ότι μάλλον ουδείς εντόπισε στην εικόνα το επίμαχο πλοίο…
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η Τουρκία καταφέρνει με τέτοιου είδους κινήσεις να ασκεί ψυχολογική πίεση στην κυβέρνηση (προφανώς όχι σε όλα τα μέλη της) μέσω της κοινής γνώμης. Το ΓΕΕΘΑ διέψευσε με απόλυτη σαφήνεια την τουρκική παραπληροφόρηση και όλα τελείωσαν. Δημιουργείται όμως ένας ανατροφοδοτούμενος φαύλος κύκλος χωρίς εμφανές τέλος. Η μόνη είδηση που είχε αξία σε σχέση με το «Τσεσμέ» ήταν η διαπίστωση ότι η Τουρκία ήθελε να στείλει μήνυμα αναφορικά με τον 25ο μεσημβρινό (η NAVTEX που όριζε την περιοχή ερευνών έφθανε ακόμη και δυτικά του ορίου αυτού, που θεωρητικώς χωρίζει το Αιγαίο στη μέση) και φυσικά να προκαλέσει την ελληνική πλευρά ώστε να αποχωρήσει από τις διερευνητικές επαφές και η ίδια να βγει νικήτρια από το παιχνίδι απόδοσης ευθυνών (blame game).
Η κρίση του περασμένου καλοκαιριού στην Ανατολική Μεσόγειο και όσα προηγήθηκαν ή την ακολουθούν πρέπει να διδάσκουν την Αθήνα τρία πράγματα.
Πρώτον, η αναγκαιότητα ισχυρών και «έξυπνων» Ενόπλων Δυνάμεων συνιστά απαράβατο κανόνα για κάθε επιτυχημένη κίνηση ή διαπραγμάτευση. Κάθε αυταπάτη ότι τρίτοι παίκτες θα προστρέξουν προς βοήθεια της Ελλάδας έχει πλέον καταρρεύσει.
Δεύτερον, δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος να παίζουν είτε κυβερνητικοί παράγοντες είτε αυτόκλητοι αναλυτές ή τα μέσα ενημέρωσης το παιχνίδι ψυχολογικής πίεσης που επιδιώκει να χρησιμοποιήσει η Τουρκία για να διχάσει τον ελληνικό πολιτικό κόσμο και να ερεθίσει την ελληνική κοινή γνώμη προς ακραίες συμπεριφορές που θα σπρώξουν τις πολιτικές δυνάμεις σε ρητορικές κορόνες.
Τρίτον, η ελληνική πλευρά δεν πρέπει να εγκαταλείπει το τραπέζι του διαλόγου εφόσον έχει σαφείς κόκκινες γραμμές και είναι καλά προετοιμασμένη. Εφόσον αυτές οι δύο προϋποθέσεις συντρέχουν, η Αγκυρα μπορεί να διευρύνει την ατζέντα αλλά εις μάτην. Οι μαξιμαλιστικές της επιδιώξεις στις διερευνητικές επαφές δύσκολα θα βρουν πρόσφορο έδαφος υπό οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση. Ακόμη και στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), η Αθήνα έχει το περιθώριο να φέρει τους εταίρους της, ιδιαίτερα δε όσους διακατέχονται από φιλική, άνευ όρων, στάση έναντι της Αγκυρας προ των ευθυνών τους. Αλλωστε, το παιχνίδι τού να κρύβονται πίσω από την Ελλάδα ή τις ελληνοτουρκικές διαφορές έχει πλέον παλιώσει.