Η σταδιακή διολίσθηση της παγκόσμιας αγοράς ομολόγων, που εκδηλώθηκε με μια συγκρατημένη αύξηση των αποδόσεων των χρεογράφων, ξεκίνησε με αργούς ρυθμούς από τις αρχές του έτους. Και δεν είναι τυχαίο το συνέπεσε με την έναρξη παγκοσμίως των εμβολιασμών κατά της Covid-19. Πυροδοτήθηκε απ’ αυτούς για την ακρίβεια, διότι η παγκόσμια κοινότητα (ιατρική, επιδημιολογική, αλλά και οικονομική και επενδυτική) θεώρησε ότι με τον εμβολιασμό των πολιτών φθάσαμε στην αρχή του τέλους της πανδημίας.
Δύο μήνες αφότου ξεκίνησαν, είναι σαφές ότι οι εμβολιασμοί δεν προχωρούν με τους ταχύτερους δυνατούς ρυθμούς. Την περασμένη εβδομάδα φάνηκε ότι δεν συμβαίνει το ίδιο και με την παγκόσμια αγορά ομολόγων. Η πτώση επιταχύνθηκε βίαια και οι αποδόσεις εκτινάχθηκαν καθώς οι επενδυτές, παθολογικά εμμονικοί με τα πρωθύστερα, έσπευσαν να προεξοφλήσουν την εκτίναξη της ανάπτυξης, της ζήτησης, των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών και του πληθωρισμού. Προεξόφλησαν ασφαλώς και την αντίδραση των εξίσου παθολογικά πληθωρισμοφοβικών (λόγω μονεταρισμού) κεντρικών τραπεζιτών: την αύξηση των επιτοκίων.
Οι προεξοφλήσεις και οι γρύλοι
Η όλη αλληλουχία των φανταστικών προεξοφλήσεων, όπως εκτυλίχθηκε, θυμίζει σε κάποιον αποστασιοποιημένο παρατηρητή το γνωστό ανέκδοτο με το γρύλο (άντε και συ κι ο γρύλος σου…). Από τη Δευτέρα πάντως, δηλαδή από την αρχή της εβδομάδας (και της πολυαναμενόμενης Άνοιξης παρεμπιπτόντως) η φρενίτιδα μοιάζει να καταλαγιάζει. Οι αποδόσεις των ομολόγων άρχισαν να υποχωρούν (κατά 25 μονάδες βάσης των αυστραλέζικων μετά τη διαβεβαίωση της κεντρικής τράπεζας της χώρας ότι θα συνεχίσει απρόσκοπτα το πρόγραμμα αγορών ομολόγων).
Ταυτόχρονα οι χρηματιστηριακοί δείκτες ξαναπήραν την ανιούσα. Αλλά οι ειδικοί που γράφουν (πάντοτε ανωνύμως) στον έγκυρο Economist, προειδοποιούν ότι δεν το έχουμε δει όλο το έργο με τα ομόλογα: οι «ανησυχίες» και τέλος πάντων οι προβλέψεις για εκτίναξη του πληθωρισμού κυρίως στις ΗΠΑ δεν έχουν απομακρυνθεί, υποστηρίζουν. Και η απόδοση του 10ετούς ομολόγου του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών θα ξαναπεράσει το 1,6%, κάτι που συνέβη στις 25 Φεβρουαρίου πυροδοτώντας ξεπούλημα των μετοχών του δείκτη S&P 500 και κυρίως των τεχνολογικών μετοχών που μετέχουν στο δείκτη Nasdaq.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τη Δευτέρα 1η Μαρτίου, που το Κογκρέσο ενέκρινε το πακέτο-μπαζούκα των 1,9 τρισ. δολαρίων της διακυβέρνησης Μπάιντεν για την αρωγή των οικονομικών θυμάτων της πανδημίας και την τόνωση της αναπτυξιακής διαδικασίας, δεν ήταν η αγορά ομολόγων που την πλήρωσε. Ήταν οι τιμές του πετρελαίου, που χάρη στην ίδια αλληλουχία των προεξοφλήσεων έκαναν ακόμα ένα άλμα προς τα 70 δολάρια το βαρέλι.
Έρχονται νέες συγκινήσεις
Γιατί όμως οι ειδικοί του Economist προβλέπουν επανάληψη των συγκινήσεων στις αγορές ομολόγων;
Πρώτον επειδή η αγορά άρχισε να προεξοφλεί την αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου στις αρχές του… 2023. Νωρίτερα δηλαδή από όσο έχει μέχρι στιγμής σημειώσει η ίδια η Fed. «Αν όμως η Fed σφίξει τις κάνουλες της ρευστότητας νωρίτερα από το αναμενόμενο, πόσο θα τις σφίξει; Θα είναι η εκτίναξη των επιτοκίων υψηλότερη από την αναμενόμενη; Αυτή είναι μια μεγάλη ανησυχία των αμερικανικών κεφαλαιαγορών, καθώς η αύξηση του κόστους δανεισμού ροκανίζει τα κέρδη των εισηγμένων επιχειρήσεων», σημειώνει ο Economist.
Δεύτερον, ενώ οι επενδυτές ανησυχούν για την πολιτική της Fed, το υπουργείο Οικονομικών προχωρεί σε εκδόσεις χρέους διετούς, πενταετούς και επταετούς διάρκειας. Αυτοί οι χρόνοι ωρίμασης των ομολόγων επηρεάζονται πολύ από τις προσδοκίες για την πολιτική της Fed τη διετία 2023-24. Γι’ αυτό ενισχύθηκε ιδιαίτερα η απόδοση του πενταετούς ομολόγου. Εξάλλου, σημειώνει ο αναλυτής του βρετανικού περιοδικού, η ζήτηση για τις τελευταίες εκδόσεις αμερικανικού χρέους δεν ήταν σπουδαία.
Τρίτον, οι μεγάλες διακυμάνσεις της αγοράς ομολόγων φαίνεται πως ροκάνισαν τη ρευστότητα. «Έτσι, με δεδομένο τον όγκο των πωλήσεων, οι τιμές έπεσαν περισσότερο από όσο θα δικαιολογείτο», κατά τον Economist.
Ο «μπαμπούλας των αγορών»
Οι τρεις αυτοί παράγοντες, που έριξαν την αγορά ομολόγων θα επανέλθουν στο προσκήνιο. Αλλά με δεδομένα τα άγχη για τον πληθωρισμό, ευλόγως θα αναρωτιόταν κανείς γιατί η αγορά ομολόγων ανέκαμψε, γιατί ξαφνικά εκτονώθηκαν οι πιέσεις και υποχώρησαν οι αποδόσεις. «Αυτό συνέβη επειδή υπάρχουν όρια σε ό,τι αφορά το πόσο μπορεί ο πληθωριστικός κίνδυνος να επηρεάσει την αγορά ομολόγων σ’ αυτό το πρώιμο στάδιο της ανάκαμψης στο οποίο βρισκόμαστε», εξηγεί ο αναλυτής του Economist.
Η αποτελεσματική παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας της Αυστραλίας εξάλλου θύμισε στους επενδυτές ότι οι Κεντρικές Τράπεζες διαθέτουν τη δύναμη πυρός για να περιορίσουν, αν το θελήσουν, μια τρελή κούρσα των αποδόσεων των ομολόγων. Άρα, οι ταραχώδεις εξελίξεις και οι αγωνίες της περασμένης εβδομάδας θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως «τεχνικές αντιδράσεις» της αγοράς.
Είναι υπερβολικά αισιόδοξο να υποστηρίξει κανείς ότι παρόμοιες αντιδράσεις δεν θα επαναληφθούν, σημειώνει το οικονομικό περιοδικό. Διότι ο πληθωρισμός είναι ο «μπαμπούλας των χρηματαγορών». Αυτός καθορίζει αν τα περιουσιακά στοιχεία είναι ακριβά ή όχι, τονίζει ο Economist, που προβλέπει ότι εντός του έτους ο «μπαμπούλας» θα ξανατρομοκρατήσει τις αγορές. Όμως έτσι κυλά εξ απαλών ονύχων η ζωή των ανθρώπων, ακόμα και των… αγίων εξ αυτών: με «μπαμπούλες» και με φοβέρες. Πόσω μάλλον η ζωή των επενδυτών.