Στα όρια της επιβίωσης βρίσκονται πλέον οι λιανεμπορικές επιχειρήσεις της χώρας, οι οποίες μαζί με τον κλάδο της εστίασης έχουν αναδειχθεί στο μεγάλο ασθενή της πανδημίας.
Το πολύμηνο «λουκέτο» της αγοράς έχει φέρει στα όριά τους τις οικονομικές δυνατότητες των επιχειρήσεων και μαζί της πολιτείας αφού τα χρήματα και οι αντοχές και από τις δύο πλευρές τελειώνουν, την ίδια ώρα που δείχνει να απομακρύνεται για ακόμη μία φορά η επανεκκίνηση της αγοράς.
Για τα ταμεία του Δημοσίου ο λογαριασμός από τις κλειστές επιχειρήσεις του λιανεμπορίου είναι βαρύς, αν αναλογιστεί κανείς ότι σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη και παράγοντες της αγοράς το κόστος υπολογίζεται από 1,6 έως 2 δισ. ευρώ τον μήνα, δηλαδή 400-500 εκατ. ευρώ την εβδομάδα.
Στο… μέλλον οι υποχρεώσεις
Οι απώλειες αυτές αφορούν για το Δημόσιο έσοδα από ΦΠΑ και άλλους φόρους, την ίδια ώρα που το κράτος καλείται να καλύψει ασφαλιστικές εισφορές, επιδόματα για όσους βρίσκονται σε αναστολή, αλλά και μέρος των μη καταβαλλομένων ενοικίων των επιχειρήσεων που είναι κλειστές.
Για τις ίδιες τις επιχειρήσεις η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη αφού τα έσοδα για την πλειονότητά τους εδώ και μήνες είναι σχεδόν μηδενικά, με τις υποχρεώσεις όμως να παραμένουν και απλώς να έχουν μετατεθεί για το μέλλον (δανειακές, φορολογικές, ασφαλιστικές, υποχρεώσεις σε προμηθευτές κ.τ.λ.), με άγνωστο αν θα μπορέσουν τελικά να καλυφθούν.
Να κουρευτούν οι οφειλές
Σε δηλώσεις του ο β’ αντιπρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών κ. Νίκος Κογιουμτσής ανέφερε ότι τα χρέη που έχουν συσσωρευθεί από πέρυσι φθάνουν τα 5,9 δισ. ευρώ και είναι αδύνατον να αποπληρωθούν από τις επιχειρήσεις όταν αυτό θα ζητηθεί, παράλληλα με την κάλυψη των τρεχουσών υποχρεώσεων, για αυτό άλλωστε οι εκπρόσωποι της αγοράς έχουν θέσει στην κυβέρνηση το ενδεχόμενο κουρέματος των οφειλών.
Δεν επαρκούν τα κρατικά μέτρα
Tην ανάγκη εξεύρεσης ενός τρόπου λειτουργίας των επιχειρήσεων προκειμένου να καταφέρουν να επιβιώσουν τονίζει ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου υπογραμμίζοντας ότι τα μέτρα της κυβέρνησης δεν επαρκούν και το παρατεταμένο κλείσιμο των επιχειρήσεων ενδέχεται να οδηγήσει αναπόφευκτα σε λουκέτα.
Είναι ενδεικτικό ότι την περίοδο των χειμερινών εκπτώσεων ο τζίρος δεν θα ξεπέρασε το 1 δισ. ευρώ, ενώ πέρυσι έφθασε τα 5,3 δισ. ευρώ, με τις επιχειρήσεις να επιβαρύνονται εκτός από τις χαμηλές πωλήσεις και από το αδιάθετο εμπόρευμα που αγοράστηκε και μένει στα ράφια τους και την έλλειψη κεφαλαίων για να προμηθευτούν νέο εμπόρευμα για την επόμενη σεζόν. Για τον λόγο αυτόν η κυβέρνηση αποφάσισε την παράτασή τους έως 31 Μαρτίου ώστε αν η αγορά ανοίξει να μπορέσει να κινηθεί.
4,5 δισ. ευρώ xάθηκαν από το λιανεμπόριο
Περίπου 4,5 δισ. ευρώ ήταν ο τζίρος που χάθηκε τη χρονιά που πέρασε λόγω της πανδημίας και του lockdown από το λιανικό εμπόριο, ενώ στο 1,5 δισ. ευρώ ήταν οι απώλειες μόνο το δ’ τρίμηνο του 2020.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η πτώση των πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο ήταν το 2020 στο 8,6%. Τα συνολικά έσοδα περιορίστηκαν στα 47,24 δισ. ευρώ από 51,71 δισ. ευρώ. Αν σκεφτεί κανείς ότι το λιανεμπόριο έχασε ήδη και το πρώτο δίμηνο του 2021, αυτό κάνει τα πράγματα ακόμη δυσκολότερα για την επόμενη μέρα.
Την ίδια στιγμή αναδεικνύονται και σημαντικές ανισότητες ανάμεσα στους κλάδους του λιανικού εμπορίου, γεγονός το οποίο επέτεινε η πανδημία. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, ενώ η συνολική μείωση του τζίρου των επιχειρήσεων όλων των κλάδων ανέρχεται «μόνο» στο 8,6%, υπάρχουν κλάδοι που είδαν σημαντική αύξηση και άλλοι – πολυπληθείς αριθμητικά – που κατέγραψαν καταστροφικές μειώσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η ΕΣΕΕ, κλάδοι όπως οι διαδικτυακές πωλήσεις και το εμπόριο ηλεκτρονικών υπολογιστών είχαν ετήσια αύξηση 18% και 13,1% αντίστοιχα.
Αντίθετα, το ίδιο διάστημα το λιανικό εμπόριο κοσμημάτων – ρολογιών έχασε σχεδόν τον μισό τζίρο του, ενώ σημαντικές οι απώλειες (άνω του 30%) είχαν τα καλλυντικά, η ένδυση και υπόδηση.
Ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών Σταύρος Καφούνης επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους τον κίνδυνο να κλείσει μία στις δύο επιχειρήσεις στην Αθήνα, ενώ σύμφωνα με στοιχεία της ΓΣΕΒΕΕ οι μισές επιχειρήσεις έχουν ταμειακά διαθέσιμα για έναν μήνα και μία στις τέσσερις έχει μηδενική ρευστότητα.
4 στις 10 επιχειρήσεις μπορεί να μην αντέξουν
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία από τις μετρήσεις που διενεργεί το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ στο σύνολο της αγοράς, 8 στις 10 επιχειρήσεις κατέγραψαν μείωση του τζίρου τους το 2020. Για αυτές τις επιχειρήσεις ο μέσος όρος μείωσης του τζίρου ήταν 48,8%. Μία στις δύο πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχει κάποιου είδους ληξιπρόθεσμη οφειλή (Εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, προμηθευτές, τράπεζες).
Αντίστοιχα, μία στις δύο επιχειρήσεις εκφράζει τον φόβο ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της το επόμενο διάστημα, σχεδόν 6 στις 10 πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις φοβούνται ότι θα κλείσουν το επόμενο διάστημα, ενώ 4 στις 10 φοβούνται ότι δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν το επόμενο εξάμηνο.