Η δημοσιονομική χαλάρωση στην Ε.Ε. αναμένεται να συνεχιστεί και το επόμενο έτος, με στόχο την αντιμετώπιση των συνεπειών που συνεπάγεται η πανδημική κρίση, σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times.
Την ανάγκη αυτή είχε επισημάνει στους ευρωπαίους ομολόγους του στο πρόσφατο Eurogroup ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας τονίζοντας ότι η παράταση των περιοριστικών μέτρων στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη – μέλη, προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια υγεία επιτάσσει τη συνέχιση της δημοσιονομικής χαλάρωσης.
Ο κ. Σταϊκούρας είχε τονίσει ότι η ανάγκη αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερη σε χώρες των οποίων η οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τομέα των υπηρεσιών και δη από τον τουρισμό.
Όπως έγραφε πρόσφατα το «Βήμα», έναν χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας στην Ευρώπη ουδείς αμφισβητεί τη σημασία και ουδείς αμφιβάλλει για τη λειτουργική χρησιμότητα των δημοσιονομικών μέτρων που έλαβαν οι εθνικές κυβερνήσεις για να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης. Αυτό επιτεύχθηκε χάρη στον επιπλέον «δημοσιονομικό χώρο» που απέκτησαν οι κυβερνήσεις μετά την αναστολή των κανόνων και των ρυθμίσεων του περίφημου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τον Μάρτιο του 2020.
Η «επόμενη μέρα» του Συμφώνου Σταθερότητας
Εν προκειμένω η παγίως λοιδορούμενη για τις αργές αντιδράσεις της ΕΕ, κινητοποιήθηκε τάχιστα και μάλιστα σε ένα θέμα-ταμπού για ορισμένες επιδραστικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως το Βερολίνο. Η έγκαιρη αναστολή της ισχύος των κανόνων και των αξιών της δημοσιονομικής ευταξίας κατάφερε να αποτρέψει τη μετεξέλιξη της υγειονομικής κρίσης σε κρίση ανθρωπιστική και αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουν όχι μόνο οι συστηματικοί γκρινιάρηδες περί τα ευρωπαϊκά, αλλά και οι ακραιφνείς ευρωσκεπτικιστές.
Και είναι μάλλον ενθαρρυντικό το ότι επίσης εγκαίρως τέθηκε για πρώτη φορά – στην τελευταία τηλεδιάσκεψη του Eurogroup– το ζήτημα ότι θα πρέπει «να οργανωθεί ο τρόπος συζήτησης για την επόμενη μέρα του Συμφώνου Σταθερότητας». Για τους κανόνες που θα ισχύσουν δηλαδή από το 2022 πλέον, ώστε να αποτραπεί (να προληφθεί ακριβέστερα) μια ενδεχόμενη νέα κρίση χρέους στο μέλλον.