Ο μεγαλοεφοπλιστής, μεγαλογαιοκτήμων Ντίντης Ευπαλίδης συνέχιζε να ρίχνει μικρά, πλαστικά παπάκια στη λίμνη.
Τον παρακολουθούσα βαριεστημένη. Το συγκεκριμένο «παιχνίδι», το οποίο θυμίζει κάτι από την εποχή της αθωότητας, εξακολουθεί να τον γοητεύει. Πολύ περισσότερο από το να παίζει σκουός ή μπριτζ με τους αγαπημένους του φίλους.
Τα κατάλευκα παπιά με την κίτρινη μεγάλη μύτη έδιναν ένα διαφορετικό χρώμα, περισσότερο χαρούμενο, φωτεινό, αισιόδοξο, στο γκρίζο τοπίο.
Σκέφθηκα ότι η Λίμνη της Ζυρίχης, μία από τις ωραιότερες περιοχές στην Ελβετία (μπορείς να τη θαυμάσεις περπατώντας περιμετρικά), έχει κάτι το μελαγχολικό. Μικρά παιδιά με τον Ντίντη σκεφτόμασταν ότι από τα παγωμένα νερά θα μπορούσε στα ξαφνικά να βγει μια κακιά μάγισσα που θα μας άρπαζε για να καταλήξουμε μαζί της στον βυθό.
Η grandmother Γερτρούδη φρόντιζε μέσα από τις διηγήσεις της (μάλλον ψεύτικες) να μας κάνει να τρώμε όλο μας το φαγητό. Παρακολουθούσα μέσα από τα δερμάτινα, χειροποίητα κιάλια με τις πέτρες Boucheron τις κινήσεις του κ. Ευπαλίδη πάνω στην επιφάνεια της λίμνης. Το μικρό, ευέλικτο πλοιάριο έκανε γρήγορους ελιγμούς.
Ο Ντίντης πετούσε τα παπάκια, ενώ τα παιδάκια των στενών του φίλων που μόλις είχαν κατέβει από το St. Moritz παρακολουθούσαν τρελά από χαρά. Οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν δώδεκα το μεσημέρι. Ο πλοιοκτήτης και η φασαριόζικη παρέα του θα αργούσαν ακόμα να επιστρέψουν.
Αφησα το βλέμμα μου μέσα από τις τεράστιες τζαμαρίες να περιπλανηθεί σε ένα κοντινό σπίτι. Τεράστιο, υπερπολυτελές, κατασκευασμένο σχεδόν ολόκληρο από κρύσταλλο. Ανήκει στον αγαπημένο μου τενίστα και μεγάλο φιλέλληνα Ρότζερ Φέντερερ.