«Δουλειά του συνθέτη είναι να ξεδιαλέγει τα στοιχεία που του προσφέρει η φαντασία, γιατί κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα πρέπει να θέτει όρια στον εαυτό της. Οσο περισσότερους περιορισμούς, όρια και επεξεργασία υφίσταται η τέχνη, τόσο περισσότερο ελεύθερη είναι. (…) Στην τέχνη, όπως και σε οτιδήποτε άλλο, μπορούμε να δομούμε μόνο πάνω σε σταθερές βάσεις. Καθετί που υποχωρεί μπροστά στην πίεση, είναι καταδικασμένο να μην μπορεί να προχωρήσει. Η ελευθερία μου λοιπόν έγκειται στο ότι κινούμαι μέσα στα στενά πλαίσια που έχω καθορίσει εγώ ο ίδιος για κάθε μου ενέργεια. Θα πω κάτι άλλο: όσο περισσότερο περιορίζω το πεδίο δραστηριότητάς μου, και όσο περισσότερα εμπόδια συσσωρεύω γύρω μου, τόσο μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη γίνεται η ελευθερία μου».
Για τον Ιγκόρ Στραβίνσκι τα όρια και η τάξη αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την ελευθερία και για την καλλιτεχνική δημιουργία. Τα πώς και τα γιατί τα εξηγεί εν μέρει στην περίφημη «Μουσική ποιητική», το βιβλίο με τις έξι διαλέξεις που είχε δώσει στο Χάρβαρντ, το 1939 – στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη σε μετάφραση του Μιχάλη Γρηγορίου. Σήμερα, σχεδόν 50 χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη – έφυγε από τη ζωή στις 6 Απριλίου 1971, σε ηλικία 89 ετών από καρδιακή ανεπάρκεια – διαβάζοντας ξανά στις σκέψεις, τους προβληματισμούς και τη φιλοσοφία του περί τέχνης, ανταποκρινόμενοι δηλαδή στην πρόσκλησή του να τον ακολουθήσουμε «στον μυστικό εκείνο κόσμο που κρύβεται πίσω από τον ηχητικό κόσμο» που μας έχει προσφέρει και κυρίως ακούγοντας τις συνθέσεις του (με κορυφαίες ανάμεσά τους τα μπαλέτα του), εξακολουθούμε να εντυπωσιαζόμαστε. Οπως εντυπωσιαζόταν το κοινό που διψούσε για το καινούργιο, για αυτό που ονομάστηκε πρωτοποριακό, την εποχή που ο Στραβίνσκι παρουσίαζε τα εμβληματικά έργα του. Μπορούμε, κυρίως, να κατανοήσουμε πιο εύκολα από τους ακροατές των αρχών του 20ού αιώνα, οι οποίοι ανακάλυπταν σαστισμένοι τη νέα μουσική, το μεγαλείο του: Εκείνο που τότε χαρακτηρίστηκε ακόμα και ιεροσυλία, στην πραγματικότητα ήταν επανάσταση. Μια μεγάλη επανάσταση που προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, μεγάλες αντιδράσεις. Οταν οι αναθρεμμένοι με άλλα ακούσματα μουσικοί που πρωτοερμήνευσαν την «Ιεροτελεστία της Ανοιξης» εκλαμβάνοντας αυτό που εκείνος αποκαλεί τάξη ως αταξία, σταματούσαν την πρόβα για να παρατηρήσουν: «Δεν μπορεί, εδώ η παρτιτούρα είναι λάθος». Οταν μερίδα θεατών αποχωρούσε από την παρισινή πρεμιέρα του έργου, γιουχάροντας τον συνθέτη και τον χορογράφο Βάτσλαβ Νιζίνσκι.
Εορταστική έκδοση
Τότε χρειάστηκε ακόμα και η παρέμβαση της Αστυνομίας για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Τώρα, όλα αυτά είναι ιστορία. Μια ιστορία γραμμένη με νότες, «κλεισμένη» στην κασετίνα των 23 CD που κυκλοφορεί η Warner Classics στις 12 Μαρτίου, με αφορμή την επέτειο από τον θάνατο του Στραβίνσκι. Στην πλούσια έκδοση περιλαμβάνονται ηχογραφήσεις εμβληματικών έργων του συνθέτη, οι οποίες έγιναν από το 1928 έως το 2019, με τη συμμετοχή μαέστρων όπως ο Πιερ Μπουλέζ, ο Ζούμπιν Μέτα, ο σερ Γεχούντι Μενουχίν, ο σερ Τσαρλς Μακέρας, ο Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, ο Σέιζι Οζάουα και ο Ρικάρντο Μούτι, σολιστών όπως η πιανίστρια Μάρτα Αργκεριχ και οι βιολονίστες Μαξίμ Βενγκέροφ, Ιτζάκ Πέρλμαν και Γκίντον Κρέμερ, και λυρικών τραγουδιστών όπως η υψίφωνος Ελίζαμπετ Σβάρτσκοπφ, η μεσόφωνος Γκρέις Μπάμπρι, ο βαθύφωνος Σάμιουελ Ρέιμι και πολλοί άλλοι. Οι καλλιτέχνες ερμηνεύουν μερικά από τα πιο διάσημα αλλά και λιγότερο γνωστά έργα του, ενώ σε τρία από τα CD ακούγονται και ιστορικές ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των δεκαετιών 1920 και του 1930, με τον ίδιο τον συνθέτη να παίζει πιάνο ή να διευθύνει τη μουσική του. Αυτή τη μουσική που «την καταλαβαίνουν πιο εύκολα τα παιδιά και τα ζώα», όπως είχε πει ο ίδιος, ζητώντας από τους ακροατές να προσεγγίζουν τα έργα του με καθαρότητα και αγνότητα, όσο μπορούν απαλλαγμένοι από τις συμβάσεις του παρελθόντος.
Η μουσική και άλλες αγάπες
Ο Ιγκόρ Στραβίνσκι γεννήθηκε στο Οράνιενμπαουμ (σημερινό Λομονόσοφ), περίπου πενήντα χιλιόμετρα δυτικά της Αγίας Πετρούπολης, στις 17 Ιουνίου 1882. Η οικογένειά του είχε ρίζες στην Πολωνία. Ξεκίνησε να σπουδάζει στη Νομική (επειδή αυτό ήθελαν οι δικοί του), αλλά τον κέρδισε η μουσική, τέχνη την οποία από το 1905 ξεκίνησε να μελετά δίπλα στον περίφημο ρώσο συνθέτη Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ, τον οποίο και θεωρούσε δεύτερο πατέρα του – από αυτόν έμαθε τη σημασία και την αξία της συστηματικής δουλειάς. Την ίδια χρονιά αρραβωνιάστηκε την πρώτη εξαδέλφη του, Κατερίνα Γκαβρίλιβνα Νοσένκο, με την οποία παντρεύτηκε το 1906. Το ζευγάρι απέκτησε τέσσερα παιδιά. Δεύτερη σύζυγός του, μετά τον θάνατο της Κατερίνα, έγινε το 1940 η ρωσοαμερικανίδα χορεύτρια Βέρα ντε Μποσέ, με την οποία είχε σχέση (παράλληλα με τον συζυγικό βίο) από το 1921. Παρεμπιπτόντως, ο φημολογούμενος έρωτάς του για την Κοκό Σανέλ, η οποία υπήρξε φίλη (που παρείχε φιλοξενία στην οικογένειά του για ένα διάστημα) και θαυμάστριά του, δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ. Εγινε όμως μυθιστόρημα με τίτλο «Κοκό Σανέλ – Ιγκόρ Στραβίνσκι» από τον Κρις Γκρίνχαλτζ (εκδ. Ωκεανίδα, μετάφραση Πέρσα Κουμουτσή) και ταινία με τον ίδιο τίτλο από τον Ζαν Κουνέν, με την Αννα Μουγκλαλίς και τον Μαντς Μίκελσεν.
Λαμπερή προσωπικότητα με ταλέντο δυναμικό και πληθωρικό, ο Στραβίνσκι υπήρξε συνθέτης πολυγραφότατος. Ξεκίνησε αντλώντας έμπνευση από τις παραδόσεις της πατρίδας του, για να μεγαλουργήσει στον νεοκλασικισμό και να χρησιμοποιήσει τα τελευταία χρόνια της καριέρας του ακόμα και τις πρακτικές του σειραϊσμού. Και για να αφήσει πίσω του δεκάδες συνθέσεις, συμφωνίες, κοντσέρτα, έργα μουσικής δωματίου, τραγούδια, συνθέσεις για πιάνο και βεβαίως όπερες και μπαλέτα, διά των οποίων άσκησε τεράστια επιρροή στους σύγχρονους συνθέτες. «Το αηδόνι» (1914), ο «Οιδίπους Τύραννος» (1927) και το «The Rake’s Progress» (1951) είναι τρία από τα γνωστότερα μελοδράματά του. Θέατρο μετά μουσικής, για μικρό σύνολο μουσικών οργάνων και ηθοποιούς, «Η ιστορία του στρατιώτη» (1918), πάνω σε κείμενο του ελβετού συγγραφέα και ποιητή Σαρλ Φερντινάν Ραμίζ, αποτελεί μία ακόμα από τις χαρακτηριστικές δημιουργίες του. Και υπάρχουν πολλές ακόμα σημαντικές σελίδες μέσα στο πολυποίκιλο έργο του συνθέτη. Σπουδαιότερα, βεβαίως, όλων θεωρούνται τα αριστουργηματικά μπαλέτα του, με «Το πουλί της φωτιάς» (1910), τον «Πετρούσκα» (1911) και την «Ιεροτελεστία της Ανοιξης» (1913) να χαρακτηρίζονται έργα-σταθμοί στην εξέλιξη της μουσικής (και του χορού) τον 20ό αιώνα.
Ο Ιγκόρ Στραβίνσκι ευτύχησε να ζήσει πολλά χρόνια και να απολαύσει διεθνή αναγνώριση. Μεταξύ άλλων, έχει και το δικό του αστέρι στη χολιγουντιανή «Λεωφόρο της Δόξας». Αν και πέθανε στη Νέα Υόρκη (όπου είχε εγκατασταθεί αφού προηγουμένως είχε ζήσει στο Παρίσι, στο Μπιαρίτς, στη Νίκαια, στην Ελβετία και στο Χόλιγουντ) ετάφη, έπειτα από δική του επιθυμία, στο νεκροταφείο San Michele της Βενετίας. Η τελευταία κατοικία του, στην οποία αναπαύεται μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του, Βέρα, βρίσκεται πολύ κοντά στην τελευταία κατοικία του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, του περίφημου κριτικού τέχνης και μάνατζερ που αναγνωρίζοντας από την αρχή το ταλέντο του, του είχε παραγγείλει τα κορυφαία μπαλέτα του. Το 1987 απονεμήθηκε στον συνθέτη μεταθανάτιο Βραβείο Grammy, για τη συνολική προσφορά του. «Δεν μπορώ να πω πως τη μουσική την κατάλαβα με το μυαλό, αλλά την αισθανόμουν» είχε πει κάποτε.