Η πανδημία αργά η γρήγορα θα περάσει. Τι θα μείνει όμως μετά από αυτήν; Μπορεί, όπως λένε οι Αμερικανοί, να γίνει ένα rally’round the flag, δηλαδή οι πολίτες να συσπειρωθούν γύρω από «τη σημαία», γύρω από το υπερσυντηρητικό «νόμος και τάξη» ή, όπως λένε πάλι οι Αμερικανοί, να πουν οι πολίτες fine weather for ducks, εννοώντας πως σε μια βροχερή, λασπωμένη μέρα τουλάχιστον οι πάπιες χαίρονται και ευχαριστιούνται; Θα χαρούν από τη λάσπη που θα αφήσει η πανδημία οι κάθε είδους εθνικιστές και λαϊκιστές ή η λάσπη και ο κακός καιρός θα συμβάλουν στην αυτοσυνειδητοποίηση των δημοκρατιών; Κανείς δεν είναι σίγουρος για την απάντηση. Υπάρχουν όμως τα δεδομένα της.
Κατ’ αρχάς τα φαινόμενα που συνόδευσαν την πανδημία δεν είναι καθόλου πρωτόγνωρα. Η έντασή τους είναι πρωτόγνωρη, αυτά όχι. Η τεχνητή νοημοσύνη, η ψηφιακή οικονομία, η τηλεργασία, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, το κράτος πρόληψης, οι «δημοκρατίες» της επιτήρησης και της παρακολούθησης, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, οι ψηφιακές ανισότητες, οι πλανητικοί φόβοι για τις περιβαλλοντικές διακινδυνεύσεις, ο νέος αυταρχισμός, η εμβάθυνση και επέκταση των ανισοτήτων, η επιβολή της τεχνολογίας στον άνθρωπο και την εργασία του, η κυριαρχία των αλγορίθμων, η «οικειοθελής» παράδοση των προσωπικών μας δεδομένων στις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, η κυριαρχία των πληροφοριακών δικτύων ήταν φαινόμενα που ταλαιπωρούσαν τις φιλελεύθερες δημοκρατίες πολύ καιρό πριν. Αυτές οι τάσεις προς τη μεταδημοκρατία δεν γεννήθηκαν με την υγειονομική κρίση. Είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας των δημοκρατιών να ελέγξουν τις τεχνολογίες. Σε αντίθεση με την επιδερμική άποψη που θέλει η δημοκρατία να αφορά μόνο τους τρόπους εκλογής των κυβερνήσεων και τις ελευθερίες του εκλέγειν, του λόγου, της συνάθροισης, του τύπου, του συνδικαλίζεσθαι και άλλα, δημοκρατία σημαίνει πρωτίστως δίκαιη κοινωνία. Αυτή η διάσταση της δημοκρατίας είχε υποτιμηθεί.
Αυτή η υποτίμηση έδωσε τόπο στον λαϊκισμό να αναπτυχθεί. Ολες αυτές οι θεωρήσεις που εκλαμβάνουν την άνοδο του λαϊκισμού ως απειλή για τη δημοκρατία δεν απαντούν γιατί αυτός απέκτησε σήμερα τόση δύναμη και όχι αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η επίκληση του λαϊκισμού χρησιμοποιείται ως συνταγή για την εξήγηση φαινομένων όπως οι «αγανακτισμένοι», ο τραμπισμός, οι ευρωπαίοι αυταρχικοί ηγέτες. Γιατί όμως είναι σήμερα τόσο δυνατός ο λαϊκισμός; Αν η κύρια εξήγηση χρειάζεται εξήγηση, τότε δεν είναι κύρια. Οι δημοκρατίες δεν κινδυνεύουν ούτε από την πανδημία ούτε καν από τον λαϊκισμό, κινδυνεύουν όταν ξεχνούν τον εαυτό τους.
Είναι ευνόητο να αναπτύσσεται ο λαϊκισμός ως εναλλακτική λύση, εκεί όπου τα κατώτερα και μεσαία στρώματα φορολογούνται με ίδιους συντελεστές με τα ανώτερα. Εκεί όπου (Κέντρο)Αριστερά – (Κέντρο)Δεξιά γίνονται δίδυμοι. Εκεί όπου οι «αριστεροί» κατηγορούν τους «δεξιούς» και αντιστρόφως πως δεν έχουν σχέδιο και όχι για το σχέδιο που έχουν. Εκεί όπου οι προεκλογικοί αγώνες εμφανίζονται ως ένα πλήρως ελεγχόμενο θέαμα από επαγγελματίες της πολιτικής και της δημοσιότητας. Εκεί όπου επαγγελματίες εξειδικευμένοι στις τεχνικές της πειθούς υποκαθιστούν τους διανοουμένους και τον διάλογο για τις διαφορές των ιδεών. Εκεί όπου οι άνθρωποι, όπως έγραφε ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, όταν δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τους ρυθμούς της αγοράς, μετατρέπονται σε απορρίμματα. Εκεί όπου η «αξιοκρατία» στέλνει στον Καιάδα όλους όσοι δεν έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες και ικανότητες. Εκεί όπου η πολιτική αφορά αδιαφανείς διαπραγματεύσεις και συνδιαλλαγές ανάμεσα στους κυβερνώντες και τα συμφέροντα των μεγάλων εταιρειών και των τεχνολογικών κολοσσών.
Εκεί όπου η εγγυημένη ανοδική κινητικότητα ατόμων και οικογενειών αντικαθίσταται από την εξασφαλισμένη καθοδική κινητικότητα. Εκεί όπου τα κράτη με την απολυτοποίηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας λειτουργούν με τη λογική της οικογένειας που οφείλει να καταναλώνει ό,τι έχει και όχι με τη λογική της μη παραγωγής «ανθρώπινων απορριμμάτων». Εκεί όπου ο όρος «περιθώριο» ή και ο όρος «κοινωνικός αποκλεισμός» αποσκοπούν στην απόκρυψη του ζητήματος «της φτώχειας» και υποδηλώνουν μια ιδιαίτερα αφιλόξενη κοινωνία για μεγάλες και ετερόκλητες κατηγορίες ανθρώπων, όπου στοιβάζονται εγκληματίες και ανύπαντρες μητέρες που ζουν από την πρόνοια, νεαροί παραβάτες και τοξικομανείς, αποφυλακισθέντες και άστεγοι, βαποράκια και επαίτες, μετανάστες και αλκοολικοί, μπαχαλάκηδες και αναρχικοί, τρομοκράτες και αμφισβητίες. Κατηγορίες που το μόνο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η αποτυχία τους να είναι καταναλωτές. Εκεί όπου τη φτώχεια την παράγει δήθεν η ανικανότητα και όχι το ότι οι δεξιότητες προαπαιτούνται, αντί να προσφέρονται δημόσια. Εκεί όπου η αρχή της καταλογιζόμενης ευθύνης ή της προσωπικής αξιοσύνης αντιμάχεται την αρχή της διαφοράς του Ρολς, σύμφωνα με την οποία οι ανισότητες οφείλουν να αποβαίνουν προς όφελος όλων και κυρίως των λιγότερο ευνοημένων μελών της κοινωνίας. Εκεί όπου όλοι συζητούν για την επιστρεπτέα προκαταβολή και καθόλου για την «επιστρεπτέα» στήριξη της εργασίας.
Να γιατί η πανδημία που επέτεινε τον έλεγχο των ανθρώπων με τη βοήθεια των ηλεκτρονικών μέσων και των τεχνολογιών επιτήρησης (βιομετρικά στοιχεία, ψηφιακά αποτυπώματα, κάρτες, κινητά, κομπιούτερ, μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.λπ.) θα φύγει, αλλά τα αποτελέσματά της μπορεί να μείνουν, αν οι δημοκρατίες δεν θυμηθούν τον εαυτό τους. Και θα τον θυμηθούν, όταν οι άνθρωποι σε αυτές λειτουργήσουν εκ νέου ως παραγωγοί της ιστορίας τους, και όχι μόνο ως καταναλωτές της. Αλλά γι’ αυτό χρειάζονται νέες και καλύτερες αφηγήσεις.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.