«Βλέπω δύσκολη την κατάσταση σε όλον τον κόσμο, αλλά κρατώ την αισιοδοξία μου ότι γύρω στο καλοκαίρι του 2021 θα καταφέρουμε να λειτουργήσουμε κανονικά» λέει ο Γιώργος Κουμεντάκης, διαβεβαιώνοντας «εμείς, σε οποιοδήποτε επίπεδο μέτρων, θα βρίσκουμε τον τρόπο να παράγουμε την τέχνη μας». Ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής δεν έχει απλώς αποφασίσει να σκέφτεται θετικά αυτή τη δραματική περίοδο, έχει κυρίως αποφασίσει να μην καθίσει με τα χέρια σταυρωμένα. Η πρόσφατη παρουσίαση του επετειακού προγράμματος για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 αποτελεί μία ακόμα επιβεβαίωση της προσπάθειας που καταβάλλει μαζί με τους συνεργάτες του και με όλους τους εργαζομένους της ΕΛΣ για την εύρυθμη λειτουργία του οργανισμού. Μίας προσπάθειας με μικρές και μεγάλες νίκες αλλά και με ήττες (στις οποίες δεν φοβάται να αναφερθεί), με στόχο, όπως επισημαίνει στη συνέντευξη που παραχώρησε στο ΒΗΜΑgazino, «η Λυρική στα επόμενα χρόνια να λάβει τη θέση που της αξίζει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Γιατί – πιστεύω ότι το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω – έχει πλέον την καλλιτεχνική ταυτότητα που θα την οδηγήσει εκεί, έχει το κτίριο που τη βοηθά να κάνει πράξη όλες τις καλλιτεχνικές της επιθυμίες, έχει τη διαχρονική στήριξη από το κοινό, έχει τη συνδρομή της Ελληνικής Πολιτείας, έχει και τη στήριξη από ιδιώτες χορηγούς και τη σπουδαία δωρεά από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος».
Αναλάβατε τη Λυρική σε µια αβανταδόρικη εποχή, καθώς µετακόµιζε στο νέο σπίτι της και το ενδιαφέρον του κοινού ήταν µεγάλο. Σχεδόν τέσσερα χρόνια µετά, τώρα που το νερό έχει µπει στο (καινούργιο) αυλάκι, άξιζε τελικά τον κόπο η προσπάθεια;
«Πράγματι, η στιγμή ήταν κομβική για τη ιστορία της ΕΛΣ, καθώς 77 χρόνια μετά την έναρξη της λειτουργίας της, το 2017 θα αποκτούσε για πρώτη φορά το δικό της σπίτι. Βεβαίως, όσο λαμπερή και αν μοιάζει αυτή η εποχή, στην πραγματικότητα η κατάσταση ήταν μάλλον διαφορετική. Για να μπορέσει να επιτευχθεί η μετεγκατάσταση και η άμεση έναρξη της δοκιμαστικής λειτουργίας στις νέες μας αίθουσες έπρεπε να γίνουν μια σειρά από επείγουσες ενέργειες, να λυθούν χρονίζοντα προβλήματα δεκαετιών, να προσαρμοστεί το σύνολο του οργανισμού σε μια νέα πραγματικότητα. Κοιτώντας πίσω, θυμάμαι τις δυσκολίες, τις ατελείωτες ώρες στο γραφείο, τη δύσκολη και όχι πάντα αυτονόητη επικοινωνία με όλους τους συνεργαζόμενους φορείς και τις Αρχές, αλλά στο τέλος της ημέρας κρατώ το αποτέλεσμα. Και αναμφίβολα αυτό που μας κάνει υπερήφανους και ευτυχείς είναι το γεγονός ότι κερδίσαμε το στοίχημα και έτσι στην ιστορία της ΕΛΣ, το 2017 θα γραφτεί ως μια χρονιά που ο Οργανισμός μας αναγεννήθηκε και μπήκε σε μια νέα τροχιά».
Ηταν πιο δύσκολη από όσο φανταζόσασταν η διαδροµή ή ήσασταν προετοιµασµένος;
«Τα χρόνια που εργάστηκα για τις τελετές των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 με όπλισαν με δύναμη και ενέργεια να αντιμετωπίζω μεγάλες κρίσεις, ενώ παράλληλα η συνθετική μου ιδιότητα – όσο και αν ακούγεται παράξενο – με έχει οπλίσει με μια δημιουργική και παράλληλα μαθηματική σκέψη, η οποία με βοηθά να αντιμετωπίζω με καθαρό μυαλό προβλήματα ετών που λιμνάζουν, αλλά και να βρίσκω λύσεις στους παραλογισμούς που αναπτύσσονται σε μεγάλους οργανισμούς του ευρύτερου δημοσίου τομέα όπως η ΕΛΣ. Τέλος, η βαθιά μου πίστη προς τον άνθρωπο με έχει βοηθήσει να κατανοήσω τις ανθρώπινες αδυναμίες και να σέβομαι τον συνάνθρωπο».
Πόσο διαφορετική είναι η Λυρική που αναλάβατε από τη Λυρική τού σήµερα;
«Πιστεύω ότι η Λυρική του 2021 είναι ένας πολύ διαφορετικός οργανισμός από τη Λυρική του τέλους του 2016, όταν μου προτάθηκε η καλλιτεχνική διεύθυνση. Πέρα από τα προφανή, δηλαδή τη διαφορά κλίμακας μεταξύ του θεάτρου Ολύμπια και του Κέντρου Πολιτισμού Iδρυμα Σταύρος Νιάρχος (από τις 700 θέσεις πήγαμε στις 1.400 και από τη μία σκηνή, πλέον έχουμε δύο, με διαφορετικό ρεπερτόριο), θεωρώ ότι οι βασικές αρχές της καλλιτεχνικής μας διεύθυνσης, μεταξύ άλλων η διεύρυνση ρεπερτορίου, οι αιχμηρές αναγνώσεις, οι αναθέσεις νέων έργων, η έλλειψη συντηρητισμού, οι συμπράξεις μεταξύ διαφορετικών τεχνών, οι συμπαραγωγές και συνεργασίες με ξένα θέατρα, οι μετακλήσεις κορυφαίων καλλιτεχνών, η στόχευση στο διεθνές κοινό, η ποιοτική αναβάθμιση των συνόλων μας, καταστούν τη Λυρική τού σήμερα ένα εντελώς διαφορετικό λυρικό θέατρο από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Φυσικά, πάντα κοιτούμε την ιστορία και την παράδοσή μας και προσπαθούμε να αντιμετωπίζουμε κατάματα τις αδυναμίες μας και να βρίσκουμε τρόπους για να βελτιωνόμαστε διαρκώς».
Ποια είναι, κατά τη γνώµη σας, τα θετικά και ποια τα αρνητικά στοιχεία στον τρόπο µε τον οποίο λειτουργούσε και πιθανώς εξακολουθεί να λειτουργεί η ΕΛΣ;
«Οι άνθρωποι της ΕΛΣ είναι φυσικά η μεγάλη περιουσία του Οργανισμού μας. Ανθρωποι που εργάζονται σκληρά, έχουν υψηλή μόρφωση, εμπειρία, γνώση του αντικειμένου, αγάπη για τη δουλειά τους και δημιουργικότητα. Από την άλλη, πολλές φορές η δημοσιοϋπαλληλική λογική και οι αγκυλώσεις του Δημοσίου μάς κρατούν πίσω. Για να το πω διαφορετικά, είναι πολύ συγκινητικό να διαπιστώνει κανείς ότι υπάρχουν σε αυτόν τον οργανισμό άνθρωποι με αρετές και επιθυμία για δουλειά, αλλά την ίδια στιγμή με θυμώνει όταν συνειδητοποιώ ότι υπάρχει ένα σύστημα που τους κρατάει πίσω. Ομως, στο τέλος της ημέρας, συνήθως κρατάω ότι οι θετικές προθέσεις νικούν τις αρνητικές συμπεριφορές».
Ποιες είναι µέχρι στιγµής οι µικρές και µεγάλες νίκες σας από τη θέση του διευθυντή;
«Είμαι περήφανος για την πρόοδο και την ποιοτική εξέλιξη του συνόλου του καλλιτεχνικού προσωπικού της ΕΛΣ. Οι πιο συγκινητικές μου στιγμές με τους εκτός Λυρικής συνεργάτες, είτε από την Ελλάδα, είτε από το εξωτερικό, είναι όταν μου λένε πόσο καλά συνεργάστηκαν με τους καλλιτέχνες της ΕΛΣ και πόσο υψηλό είναι το καλλιτεχνικό μας επίπεδο. Μια μεγάλη μας νίκη θεωρώ τη δημιουργία νέων υπερσύγχρονων εργαστηρίων, όπου εκεί κατασκευάζεται το σύνολο των σκηνικών μας, χωρίς να χρειάζεται να αναθέτουμε εργασίες σε τρίτους. Αντίστοιχη πρόοδος έχει επιτευχθεί και στα ενδυματολογικά μας εργαστήρια, όπου πλέον το σύνολο των κοστουμιών των παραγωγών δημιουργείται από το δικό μας προσωπικό. Παράλληλα, νιώθω και ότι οι διοικητικές και τεχνικές μας υπηρεσίες έχουν βελτιωθεί ιδιαιτέρως και πλέον το θέατρό μας λειτουργεί με σύγχρονο και αποτελεσματικό τρόπο σε όλα τα επίπεδα».
Και πού ηττηθήκατε – αν έχετε νιώσει κάποιες στιγµές ηττηµένος – ή έστω µε ποιον τοµέα, µε ποια θέµατα θεωρείτε πως πρέπει να ασχοληθείτε περισσότερο;
«Οι ήττες – χαίρομαι που τις αναφέρετε -,
όπως και στην τέχνη, είναι διαρκώς παρούσες. Το ζήτημα είναι πώς τις διαχειρίζεται κανείς: με δημιουργικότητα ή με μηδενιστική διάθεση. Οι ήττες μας είναι η οικογενειοκρατία που δύσκολα νικιέται, οι παθογένειες που έχουν πιάσει ρίζες πολύ ισχυρές, τα μικροσυμφέροντα που είναι πανταχού παρόντα. Γενικώς, υπάρχουν μέρες που νιώθω ότι συγκεντρώνονται στον οργανισμό μας όλα τα κακά που έχουν ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας, αλλά και πολλές άλλες μέρες που νιώθω ότι κερδίζουν η αξιοκρατία, η καλλιτεχνία, η ισορροπία, το φως. Και στις καλές και στις κακές μέρες, η δική μου προτεραιότητα είναι να αντιμετωπίζω όλους τους συναδέλφους με αξιοπρέπεια, σεβασμό και με διάθεση να επιλύσουμε τα προβλήματα».
Ποια, αλήθεια, είναι τα προσόντα του ιδανικού διευθυντή ενός οργανισµού όπως η Λυρική; Θεωρείτε πως τα έχετε όλα; Αν όχι, ποια σας λείπουν και µε ποιον τρόπο τα αναπληρώνετε;
«Υποψιάζομαι ότι κανείς από τους διευθυντές που πέρασαν από τη θέση αυτή δεν είχε φανταστεί – προτού αναλάβει – το εύρος των αρμοδιοτήτων της θέσης και την πληθώρα των προβλημάτων που επρόκειτο να αντιμετωπίσει με την ανάληψη των καθηκόντων του. Μέσα στην ίδια μέρα, ο καλλιτεχνικός διευθυντής έχει να ασχοληθεί με τις αποφάσεις για το καλλιτεχνικό έργο και παράλληλα με όλα τα οικονομικά, διοικητικά, γραφειοκρατικά θέματα. Παράλληλα, έχει να διαχειριστεί προβλήματα όπως για παράδειγμα η προμήθεια ξυλείας ή το αν μία πρόβα θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί χωρίς προβλήματα, έως ζητήματα όπως η επίτευξη μια χορηγίας εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ ή η εκπόνηση των νέων συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Και όλα αυτά δεν αποτελούν την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα. Για να μη μακρηγορώ, τα προσόντα του διευθυντή θα πρέπει να είναι η κριτική σκέψη, η ηρεμία, η διπλωματία, το μαθηματικό μυαλό, η δημιουργικότητα, το καλλιτεχνικό κριτήριο, το ένστικτο, η διορατικότητα και πολλά άλλα. Φυσικά και δεν μπορώ να πω ότι έχω όλα αυτά τα προσόντα, αλλά χαίρομαι που η ζωή μάς αποδεικνύει κάθε φορά στις πιο δύσκολες συνθήκες ότι η εσωτερική μας δύναμη και η σκληρή δουλειά μπορούν να μας βοηθήσουν να αντεπεξέλθουμε σε προκλήσεις, όπως η δουλειά αυτή».
Σας τρόµαξε ο κορωνοϊός; Υπήρξαν στιγµές που σκεφτήκατε να µην ανοίξετε τη Λυρική;
«Με τρόμαξε και με τρομάζει πολύ. Ομως έχω αποφασίσει να μην καθίσουμε με σταυρωμένα τα χέρια και να είμαστε δημιουργικοί, κάτω από κάθε συνθήκη ή κάθε περιορισμό. Πλέον έχουμε αποδεχτεί το γεγονός ότι τουλάχιστον έως το καλοκαίρι η λειτουργία μας δεν θα είναι πλήρης, αλλά θα προσαρμοζόμαστε κάθε φορά στα εκάστοτε μέτρα για την προστασία από την COVID-19. Οχι μόνο ποτέ δεν σκέφτηκα να κλείσουμε την ΕΛΣ, αλλά από την πρώτη στιγμή με τους συνεργάτες μου σκεφτόμαστε τρόπους για να κρατήσουμε ζωντανή τη σχέση με το κοινό μας: είτε με τα διαδικτυακά φεστιβάλ, είτε με τις online και τηλεοπτικές μεταδόσεις των παραστάσεών μας, είτε με τη δημιουργία της GNO TV. Μάλιστα, πρέπει να σας πω ότι η εξαιρετική ιδέα της υπουργού Πολιτισμού κυρίας Λίνας Μενδώνη, ο θεσμός «Ολη η Ελλάδα, ένας Πολιτισμός», με τις εκδηλώσεις σε αρχαιολογικούς χώρους ήταν μια ανάσα μέσα σε αυτή την τόσο δύσκολη χρονιά, καθώς έδωσε την ευκαιρία όχι μόνο σε εμάς, αλλά και σε πάρα πολλούς άλλους καλλιτέχνες να εργαστούν προσφέροντας υψηλού επιπέδου παραγωγές σε όλη την Ελλάδα. Και χαίρομαι πολύ, στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξης του σύγχρονου πολιτισμού, το οποίο έχει εκπονήσει η υπουργός, που ο θεσμός θα συνεχίσει και εφέτος με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Φυσικά, δεν σας κρύβω ότι με τρομάζει η έλλειψη των εσόδων από τα εισιτήρια των παραστάσεων που έχουν ανασταλεί, λόγω της πανδημίας, από τον περασμένο Μάρτιο».
Μέσα στα πολλά θετικά σχόλια και στα «µπράβο» έχουν υπάρξει και σχόλια τα οποία κατακρίνουν τη Λυρική που αυτή την εποχή καλεί αρκετούς ξένους καλλιτέχνες, οι οποίοι συχνά αµείβονται µε µεγάλα κασέ, αντί να αξιοποιήσει περισσότερο (ή αποκλειστικά και µόνο) τους Ελληνες. Τι θα είχατε να απαντήσετε σε αυτό;
«Χαίρομαι που με ρωτάτε για αυτό. Η αλήθεια είναι ότι από την πρώτη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων μου στις αρχές του 2017, είχα στο μυαλό μου ένα οραματικό πλαίσιο και ένα σχέδιο για να το πραγματοποιήσω. Πολύ σύντομα, με τη στήριξη της σπουδαίας δωρεάς της εξωστρέφειας από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, αλλά και με την ένθερμη στήριξη των ιδιωτών χορηγών μας, αρχίσαμε να πραγματοποιούμε τους στόχους μας. Ο σημαντικότερος όλων ήταν η δημιουργία μιας νέας καλλιτεχνικής ταυτότητας, η οποία θεμελιώνεται πάνω στους άξονες της διεύρυνσης του ρεπερτορίου, των αναθέσεων, των συμπαραγωγών, των συμπράξεων των τεχνών, της αξιοποίησης του εγχώριου καλλιτεχνικού δυναμικού και φυσικά στις μετακλήσεις σπουδαίων καλλιτεχνών της όπερας από το εξωτερικό. Σκοπός μας είναι να βελτιώσουμε το ποιοτικό και καλλιτεχνικό μας επίπεδο και όχι να παραμείνουμε ένα επαρχιακό θέατρο. Οι μετακλήσεις, πέρα από το προφανές ενδιαφέρον που προκαλούν στο κοινό και στα ΜΜΕ εντός και εκτός Ελλάδας, αυτό που επιτυγχάνουν είναι μια σημαντική ώσμωση μεταξύ των καλλιτεχνών και την πολύ ουσιαστική βελτίωση του καλλιτεχνικού επιπέδου. Να σημειώσω εδώ ότι από το 2017 έως το 2020 πάνω από το 90% των τραγουδιστών και των μαέστρων που συμμετέχουν στις παραγωγές μας είναι Ελληνες και ως εκ τούτου λιγότερο από 10% είναι μετακαλούμενοι από το εξωτερικό. Για να συνοψίσω: τιμούμε τους άξιους έλληνες καλλιτέχνες, συνεργαζόμαστε πολύ επιλεκτικά και με ξένους, τα κριτήριά μας είναι αποκλειστικά και μόνο καλλιτεχνικά και το κόστος για τις μετακλήσεις καλύπτεται αποκλειστικά και μόνο από τη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος για την καλλιτεχνική μας εξωστρέφεια και από τις χορηγίες που λαμβάνουμε από τον ιδιωτικό τομέα. Και για να επικεντρωθούμε στην ουσιαστική κριτική, ας αναρωτηθούν αυτοί που μας κρίνουν, αν ήταν περιττές οι μετακλήσεις καλλιτεχνών όπως, μεταξύ άλλων, η Ανίτα Ρατσβελισβίλι, η Λιζέτ Οροπέσα, ο Ολιβιέ Πι, ο Φιλίπ Ογκέν, η Κρασιμίρα Στογιάνοβα, η Κριστίνε Οπολάις, η Ερμονέλα Γιάχο, Ο Μαρσέλο Αλβαρες, η Μαρία Αγκρέστα, η Φανί Αρντάν, η Μιλένα Κανονέρο κ.ά. Ή μήπως ήταν περιττή η πρόσκληση που απευθύναμε στη σπουδαία Αγνή Μπάλτσα, που δεν είχε ποτέ τραγουδήσει στην ΕΛΣ και η οποία όχι μόνο δέχτηκε να έρθει με χαρά, αλλά προσέφερε αφιλοκερδώς τη συμμετοχή της στην «Ηλέκτρα»;».
Πριν από λίγες ηµέρες ανακοινώσατε το πρόγραµµα για το 2021, το οποίο έχει ως βασικό άξονα τις επετειακές παραστάσεις για τα 200 χρόνια από το 1821, αλλά και άλλες φιλόδοξες παραγωγές και ρεσιτάλ διάσηµων ερµηνευτών. Το πρόγραµµα αυτό ήταν έτσι σχεδιασµένο ή είναι προϊόν και των δραµατικών αλλαγών που έφερε ο κορωνοϊός; Τι ξεχωρίζετε από αυτά που θα δούµε στους επόµενους 11 µήνες, έως το τέλος του 2021;
«Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε το επετειακό πρόγραμμα από τα μέσα του 2018, όταν ο Ανδρέας Δρακόπουλος, ο πρόεδρος του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, αποφάσισε να στηρίξει με μια τετραετή δωρεά των 20.000.000 ευρώ την εξωστρέφεια του Οργανισμού μας. Από τα πρώτα πράγματα που τον ενθουσίασαν σε εκείνες τις πρώτες συζητήσεις ήταν ο σχεδιασμός μας για τον εορτασμό της επετείου των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση. Θα ήθελα να μου επιτρέψετε να τον ευχαριστήσω θερμά για τη στήριξή του. Φυσικά ο αρχικός σχεδιασμός μας, μετά από σχεδόν έναν χρόνο πανδημίας, ήταν αναπόφευκτο να τροποποιηθεί. Αναφορικά με το επετειακό μας πρόγραμμα, η βασική μας απόφαση ήταν να εστιάσουμε στην ουσία και να αφήσουμε την τέχνη να θέσει τα ερωτήματα και να μας ωθήσει στον αναστοχασμό αυτού του σπουδαίου ιστορικού γεγονότος, το οποίο είχε και έχει παγκόσμια εμβέλεια. Στο πλαίσιο αυτό, προγραμματίσαμε όπερες της Επτανησιακής Σχολής, του Παύλου Καρρέρ, συμφωνικά έργα του Καλομοίρη και του Σκαλκώτα, έναν ολόκληρο κύκλο Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και μια σειρά αναθέσεων σε σημαντικούς έλληνες συνθέτες της εποχής μας. Παράλληλα, θα δούμε όπερες του παγκόσμιου ρεπερτορίου, οι οποίες συνδέονται με την έννοια της επανάστασης. Στην Εναλλακτική Σκηνή θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε μικρότερης κλίμακας επετειακές παραγωγές μουσικού θεάτρου, όπερες, εγκαταστάσεις, θεματικούς κύκλους, όπως οι «Ωδές στον Βύρωνα» και η «Επανάσταση μέσα από τα μάτια των άλλων». Μάλιστα, στον κύκλο αυτόν θα ενταχθεί και η ανάθεση που κάναμε σε τούρκους καλλιτέχνες να δημιουργήσουν ένα νέο μουσικό έργο που να φωτίζει την πλευρά του ηττημένου».
Η συµµετοχή και των τούρκων καλλιτεχνών στο επετειακό πρόγραµµα δεν σας τροµάζει αυτή την τόσο ταραγµένη για τα Ελληνοτουρκικά περίοδο;
«Δεν με τρομάζει αυτό που λέτε, γιατί εμείς κάνουμε τέχνη – αλλά δεν χρησιμοποιούμε την τέχνη ως όπλο για την επίλυση των όποιων πολιτικών διαφορών. Ζητούμε να διερευνήσουμε – στο πλαίσιο του αφιερώματος – και την πλευρά του ηττημένου. Θέλουμε να προκληθούν ερωτήματα, να ανοίξουν συζητήσεις και να αφήσουμε την τέχνη να δώσει απαντήσεις. Προσωπικά, με ενδιαφέρει να ακούσουμε την άλλη όχθη. Δεν είμαστε εδώ για να βγάλουμε ιστορικά συμπεράσματα, δεν θέλουμε να διδάξουμε κανέναν. Εστιάζουμε στην ουσία, μακριά από φιέστες, και ευελπιστούμε ότι το πρόγραμμά μας για τα 200 χρόνια θα μας κάνει να σκεφτούμε και να αναστοχαστούμε».
Πόσο πίσω έχετε αφήσει τον συνθέτη Κουµεντάκη; Δεν ανησυχείτε µη µείνετε περισσότερο γνωστός ως διευθυντής της ΕΛΣ παρά ως συνθέτης;
«Δεν έχω καταφέρει να γράψω από την εποχή που ανέλαβα την ΕΛΣ. Είχα αποφασίσει να γράψω μια νέα όπερα για το επετειακό πρόγραμμα του 2021, αλλά απεδείχθη ότι ήταν πρακτικά αδύνατον να συγκεντρωθώ σε αυτό, παράλληλα με τα καθήκοντα στην ΕΛΣ. Η μουσική υπάρχει πάντα μέσα μου, απλώς αυτή την περίοδο, ας πούμε πως έχω ενεργοποιήσει μια παράλληλη διαδικασία άντλησης υλικού από όλα αυτά που βιώνω εδώ. Στόχος είναι να αξιοποιήσω όλο αυτό που ζω σε έναν νέο συνθετικό κύκλο, τον οποίο θα ανοίξω μετά τη λήξη της θητείας μου στην ΕΛΣ. Από την άλλη, πρέπει να σας πω ότι δεν αισθάνομαι ότι η εργασία μου ως καλλιτεχνικού διευθυντή είναι λιγότερο δημιουργική από τη συνθετική μου εργασία. Μπορεί να μην γράφω καθόλου, αλλά έχω τη χαρά και το προνόμιο να διοχετεύω τις ιδέες μου σε άλλους συνθέτες με τους οποίους έχουμε μια πολύ στενή δημιουργική σχέση κατά τη διάρκεια της σύνθεσης των αναθέσεων. Επιπλέον, η δημιουργία μιας καλλιτεχνικής ταυτότητας, η αγωνία για τις παραγωγές που φτιάχνουμε εξ ολοκλήρου εδώ και όλα τα ρίσκα που αναλαμβάνουμε, έχουν κάτι από τη διαδικασία της σύνθεσης. Ή, για να το πω διαφορετικά, όποια δουλειά και αν αναλάβω ή όποια έχω αναλάβει στο παρελθόν, δεν μπορώ παρά να τη δω μέσα από τη συνθετική μου ιδιότητα».
Ποιο, αλήθεια, είναι το αγαπηµένο σας Top 3 των παραστάσεων της Λυρικής που έχουν παιχτεί από τότε που αναλάβατε; Και τι δεν έχετε κάνει ακόµα και ονειρεύεστε να το κάνετε;
«Επιτρέψτε μου να σας πω λίγα περισσότερα από τρία highlights. Δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω τις παραγωγές του «Βότσεκ», της «Γενούφα», της «Λαίδης Μάκβεθ του Μτσενσκ», της «Λουτσίας», τις συνεργασίες μας με την Ανίτα Ρατσβελισβίλι, την Αγνή Μπάλτσα, την Ερμονέλα Γιάχο, αλλά και τον Βασίλη Χριστόπουλο, την εγκατάσταση του Νίκου Ναυρίδη στο πλαίσιο του «Τhe Αrtist on the Composer» που κάνουμε μαζί με τον ΝΕΟΝ και πολλά άλλα που δεν χωρούν εδώ. Μακάρι να καταφέρω να κάνω πριν φύγω τον «Πύργο του Κυανοπώγωνα» του Μπάρτοκ, τη «Μήδεια» του Κερουμπίνι και τη «Βαλκυρία» του Βάγκνερ. Φυσικά περιμένω με αγωνία να παρουσιάσουμε την ταινία που κάναμε με τον Γιώργο Λάνθιμο και αναβλήθηκε λόγω του κορωνοϊού. Και πολλά άλλα».