Η πανδημική κρίση και η οικονομική δυσπραγία που αυτή έχει επιφέρει μονοπωλούν ίσως το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης την τρέχουσα περίοδο. Τα κομματικά επιτελεία δεν μένουν όμως ακινητοποιημένα. Η πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για το νομοσχέδιο επί της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ανέδειξε το βαθύ ιδεολογικό χάσμα της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε σειρά πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων και θα μονοπωλήσει την αντιπαράθεση του προσεχούς διαστήματος. Η σύγκρουση αυτή που προσωποποιείται μεταξύ του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα μοιάζει σφοδρότατη – είναι μία σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων και αντιλήψεων.
Ο μεν πρώτος επιδιώκει μία υπέρβαση της διάκρισης μεταξύ «Δεξιάς και Αριστεράς». Στοχεύει στον χώρο του Κέντρου προωθώντας εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις. Ο δεύτερος επιχειρεί να αναδείξει ακριβώς τις ιδεολογικές διαφορές των δύο εννοιών και επισημαίνει τον αυξημένο ρόλο του κράτους και των δημοσίων πολιτικών όπως αυτά αναδεικνύονται στον πληγέντα από την πανδημία πλανήτη. Το δίπολο «πρόοδος – συντήρηση» αποκτά κομβική σημασία, αν και στη σύγχρονη εποχή η νοηματοδότησή του δεν είναι μονοσήμαντη. Αναμφίβολα πάντως, θα αποτελέσει το πεδίο επί του οποίου θα κριθούν πολιτικές και πρόσωπα με το βλέμμα στο έπαθλο της εξουσίας μέσα από τη διπλή, όπως όλα δείχνουν, επόμενη εκλογική αναμέτρηση – όποτε και αν αυτή διεξαχθεί.
Πώς ο Μητσοτάκης «χτίζει» τη νέα ιδεολογική αναμέτρηση
Η διαρκής, μετωπική αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης εντός και εκτός Κοινοβουλίου, η κινητικότητα σε όλους τους πολιτικούς χώρους, οι συμμαχίες προσώπων και η δημιουργία νέων σχηματισμών στον χώρο της λαϊκιστικής Δεξιάς φανερώνουν ότι όλες οι πολιτικές δυνάμεις προετοιμάζονται για τη μετά COVID-19 περίοδο.
Από την πλευρά της κυβέρνησης γίνεται σαφές ότι παράλληλα με τη διαχείριση της πανδημικής και οικονομικής κρίσης επιχειρείται να διαμορφωθεί το πλαίσιο της πολιτικής σύγκρουσης στον δρόμο προς τις επόμενες εκλογές. Οι κινήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και του επιτελείου του μαρτυρούν ότι προετοιμάζεται το έδαφος για μια νέου τύπου αναμέτρηση, κατά κύριο λόγο με τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκτιμάται όμως από στελέχη και άλλων παρατάξεων ότι τα απόνερα αυτής της σύγκρουσης «δύο κόσμων» θα έχουν ευρύτερη πολιτική επίδραση.
Τα «τύμπανα του πολέμου»
Η πρόσφατη αντιπαράθεση στο μέτωπο της παιδείας, με αφορμή το νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ, αλλά και η προετοιμασία της επόμενης σύγκρουσης, με αφορμή τις αλλαγές στα εργασιακά, στο Ασφαλιστικό και στον συνδικαλιστικό νόμο, ερμηνεύονται από πολιτικά στελέχη ως ενδεικτικά των προθέσεων του Πρωθυπουργού. Ο ίδιος άλλωστε είχε μιλήσει σε ανύποπτο χρόνο πέρυσι τον Σεπτέμβριο για τα «τύμπανα του πολέμου», τα οποία αναμένει να ηχήσουν με αφορμή τις αλλαγές στα προαναφερθέντα πεδία.
Κατά τις εκτιμήσεις πολλών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δίχως σφιχτή πρόσδεση στα πατροπαράδοτα δόγματα της ΝΔ, επιδιώκει τη διαμόρφωση ενός διαφορετικού πεδίου ιδεολογικής σύγκρουσης. Πέρα από την ακύρωση του διλήμματος «Δεξιά – Αριστερά», ο Πρωθυπουργός ήδη επιχειρεί να ορίσει διαφορετικά τις έννοιες του προοδευτισμού και της συντήρησης, ουσιαστικά ανατρέποντας τα στερεοτυπικά ιδεολογικά τους φορτία των τελευταίων δεκαετιών.
Οπως γίνεται αντιληπτό σχεδόν σε κάθε αντιπαράθεσή του με τον Αλέξη Τσίπρα, ο κ. Μητσοτάκης εξωθεί τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε ακραίες θέσεις, επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί και την εσωκομματική αναστάτωση στον ΣΥΡΙΖΑ και ακυρώνοντας κάθε απόπειρά του να απευθυνθεί, έστω και προσχηματικά, στο πολιτικό ακροατήριο του κεντρώου χώρου.
Το ασθενές αντιδεξιό μέτωπο
Υπό αυτό το πρίσμα, η ρητορική του κ. Τσίπρα και η προσπάθειά του να παρουσιάσει τον Πρωθυπουργό ως «ακραίο» ή «ακροδεξιό» πολιτικό αποδεικνύεται ότι στερείται περιεχομένου και απευθύνεται σε ένα πολύ περιορισμένο ακροατήριο. Πολιτικά στελέχη και αναλυτές σημειώνουν ότι η αμήχανη προσπάθεια του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει ένα αντιδεξιό μέτωπο είναι, υπό τις παρούσες συνθήκες, αφενός πασίδηλη, αφετέρου καταδικασμένη. Αντίστοιχες απόπειρες του παρελθόντος πέτυχαν μόνο υπό την προϋπόθεση ότι στο μέτωπο αυτό συμμετείχαν οι κεντρώες πολιτικές δυνάμεις και οι ψηφοφόροι τους. Σήμερα, δε, πολιτικές παρεμβάσεις όπως η πρόσφατη του Νίκου Ξυδάκη με τον χαρακτηρισμό «κωλοδεξιοί» και την προσπάθεια διασύνδεσης της σημερινής ΝΔ με την ΕΡΕ διαπιστώνεται ότι έχουν μάλλον περιορισμένη απήχηση, αν όχι αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Η πρόκληση της «νεωτερικότητας»
Υπό αυτές τις συνθήκες και υπό τις αναγκαίες προϋποθέσεις του ελέγχου της εξάπλωσης της πανδημίας και της προόδου των εμβολιασμών, κυβερνητικές πηγές περιγράφουν το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης με διαφορετικούς όρους από εκείνους που «βλέπει» η αντιπολίτευση.
Ωστόσο, αυτοί οι ίδιοι όροι πολιτικής «νεωτερικότητας» συνιστούν μια μείζονα πρόκληση για την κυβέρνηση και τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη. Στον δρόμο προς τις εκλογές, γνώμονας της πολιτικής αξιολόγησης θα είναι η αποτελεσματικότητα, οι μεταρρυθμίσεις και ο εκσυγχρονισμός σε πολλά πεδία. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός έχει θέσει ψηλά τον πήχη και με βάση αυτό θα κριθεί η διακυβέρνησή του, όπως γίνεται παραδεκτό και από στενούς συνεργάτες του.
Εκλογική προετοιμασία
Βουλευτές και υπουργοί δεν κρύβουν ότι έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στις εκλογές. Μετρήσεις δημοφιλίας υποψηφίων ανά εκλογική περιφέρεια έχουν ήδη ξεκινήσει, ενώ ειδικώς οι εξωκοινοβουλευτικοί υπουργοί ήδη εργάζονται για την εκλογική τους προετοιμασία. Πρώτοι μεταξύ αυτών οι Κυριάκος Πιερρακάκης (φωτ.)και Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, οι οποίοι ουσιαστικά έχουν προαναγγείλει τις εκλογικές περιφέρειες στις οποίες θα είναι υποψήφιοι, ο μεν πρώτος στην Α’ Αθήνας, ο δε δεύτερος πιθανότατα στον Δυτικό Τομέα της άλλοτε Β’ Αθηνών. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης έχει πυκνώσει τις κατ’ ιδίαν συνομιλίες και συναντήσεις με βουλευτές της περιφέρειας.
Λέγεται ότι σκοπός αυτών των επαφών είναι η διατήρηση της επικοινωνίας με την κομματική βάση, ωστόσο η προεκλογική εγρήγορση και η κάμψη της δυσαρέσκειας πολλών βουλευτών, οι οποίοι διαμαρτύρονται για παραγκωνισμό τους, είναι μια επιπρόσθετη εξήγηση.Το σίγουρο είναι ότι, διαρκούσης της πανδημίας, κανένα εκλογικό σενάριο δεν μπορεί να θεωρηθεί βάσιμο, ούτε και κάποιος σχεδιασμός μπορεί να γίνει από τον Πρωθυπουργό και το επιτελείο του. Παρά ταύτα, η συζήτηση διατηρείται ζωντανή και από την ίδια την αντιπολίτευση, σε μια προφανή απόπειρα να «κάψει» τα σενάρια, δεδομένης της δημοσκοπικής της υστέρησης.
Οι κινήσεις στα δεξιά της ΝΔ
Η αίσθηση της προεκλογικής κινητικότητας εντάθηκε τις τελευταίες εβδομάδες με αφορμή τις ανακοινώσεις για τη δημιουργία ενός νέου κόμματος στον χώρο της Δεξιάς από τον Γιώργο Τράγκα και άλλες πρωτοβουλίες, όπως η συμμαχία Τζήμερου – Κρανιδιώτη. Ακόμη και κορυφαία στελέχη της ΝΔ, που δεν είναι του κλίματος Μητσοτάκη, βλέπουν πάντως μειωμένες πιθανότητες επιτυχίας τέτοιων σχημάτων και, όπως λένε, «ο Μητσοτάκης δεν απειλείται σοβαρά ούτε από δεξιά, ούτε από αριστερά». Ομως, ασχέτως της απήχησης που μπορεί να έχουν αυτές οι προσπάθειες και αναλόγως των εξελίξεων στα εθνικά θέματα, εκτιμάται ότι η παράμετρος της απλής αναλογικής μπορεί να αποδειχτεί ακόμη πιο προβληματική εξαιτίας της παρουσίας ενός νέου κόμματος της ακραία λαϊκιστικής, ξενοφοβικής και συνωμοσιολογικής Δεξιάς.
Στο δίλημμα «πρόοδος ή συντήρηση» ποντάρει ο ΣΥΡΙΖΑ
«Ο νέος διπολισμός είναι εδώ». Αυτή είναι μια φράση που ακούγεται όλο και πιο έντονα στην ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία και τονίζεται ότι αυτό το εκπροσωπούν από τη μια πλευρά ο Αλέξης Τσίπρας και από την άλλη πλευρά ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θεωρεί ότι από εδώ και πέρα συγκρούονται δύο τελείως διαφορετικοί κόσμοι, δύο τελείως διαφορετικές κοσμοθεωρίες, αντιλήψεις και ιδεολογίες. Υπό αυτή την ανάγνωση ο κ. Τσίπρας, που δεν αποκλείει πλέον να υπάρξουν πολιτικές εξελίξεις με προσφυγή του κ. Μητσοτάκη σε πρόωρες εκλογές «μόλις υπάρξει χαραμάδα από την πανδημία», εκτιμά ότι η σύγκρουση θα είναι σκληρή και σε όλα τα επίπεδα. Εξάλλου στην Κουμουνδούρου επιμένουν ότι αυτή η αναμέτρηση θα είναι καθοριστικής σημασίας και έχει να κάνει με την ίδια την πορεία της χώρας.
«Οι πολίτες πλέον αρχίζουν να βλέπουν όλο και πιο καθαρά τις δύο πολιτικές προτάσεις που συγκρούονται» λέει στο «Βήμα» ανώτερος κομματικός παράγοντας και σημειώνει με έμφαση ότι η συγκεκριμένη σύγκρουση δεν είναι απλά μεταξύ των κ.κ. Τσίπρα και Μητσοτάκη και του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και της ΝΔ, αλλά δύο διαφορετικών κόσμων με τελείως αντίθετη ιδεολογική τοποθέτηση. Οπως προσθέτουν κομματικοί κύκλοι, η οριοθέτηση έγινε και είναι σαφής από τις τελευταίες παρεμβάσεις, κινήσεις, αποφάσεις και ομιλίες των δύο πολιτικών αρχηγών.
Ο ρόλος του κράτους
Το επίδικο της περιόδου μετά την πανδημία είναι τι κράτος θέλουμε, πώς το θέλουμε, με τι χαρακτηριστικά και εάν θα υπάρξει ενίσχυση ή όχι του δημόσιου τομέα σε μια εποχή που σε παγκόσμιο επίπεδο έχει ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση για την επιστροφή στις δημόσιες πολιτικές. «Οι πολίτες θα διαλέξουν μοντέλο ανάπτυξης και τρόπου λειτουργίας του κράτους» τονίζουν στην Κουμουνδούρου και αναφέρουν ότι με την πανδημία προτάχθηκε η ανάγκη ενίσχυσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), ενώ και με την κακοκαιρία των τελευταίων ημερών φάνηκε η ανάγκη ισχυρών κρατικών δομών.
Για τον κ. Τσίπρα είναι κρίσιμο να γίνει πιο ξεκάθαρη στους πολίτες η σαφής διαχωριστική γραμμή που χωρίζει τη ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αν και εκτιμά ότι αυτό αρχίζει πλέον και γίνεται όλο και πιο ευδιάκριτο. Στην κλειστή επιτελική ομάδα του υπογραμμίζουν ότι αυτό φάνηκε έντονα με τον ταξικό χαρακτήρα που είχε το νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ, από τα οποία, όπως είπε και ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός, αποκλείονται 25.000 μαθητές από την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αναμένουν όμως ότι η γραμμή θα γίνει καθαρότερη με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του υπουργού Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη και οι οποίες, κατά την Κουμουνδούρου, θα έχουν έντονο ταξικό πρόσημο και θα είναι η επιτομή του νεοφιλελευθερισμού.
«Η αναμέτρηση της επόμενης περιόδου και έως τις εκλογές θα έχει έντονο ιδεολογικό άρωμα. Οι πολίτες θα κληθούν να αποφασίσουν για σειρά θεμάτων που τους αφορούν άμεσα, όπως π.χ. ποιος τους εκφράζει περισσότερο στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής, της αντιμετώπισης της ανεργίας, εάν και πώς θα ενισχυθεί το ΕΣΥ, η δημόσια υγεία και παιδεία, εάν και τι σχέδιο θα υπάρχει για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και της προστασίας των αδυνάτων και μη προνομιούχων κ.ά.» υπογραμμίζουν στην ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Στο στόχαστρο ο Μητσοτάκης
Ιδιαίτερα θετικό είναι για τον κ. Τσίπρα το γεγονός ότι δεν υπάρχει θόλωμα της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των δύο βασικών ιδεολογικών ρευμάτων σκέψης. Και από τις δημόσιες τοποθετήσεις του πλέον αναδεικνύεται, όπως λέει σε συνομιλητές του και ο πρώην πρωθυπουργός, πώς αντιλαμβάνονται οι δύο διεκδικητές της εξουσίας τη λειτουργία του κράτους, του Δημοσίου, την ανάπτυξη, πώς θέλουν να λειτουργεί η Παιδεία, η Υγεία και η οικονομία. Σε αυτό το πλαίσιο ο κ. Τσίπρας θα εντείνει το επόμενο διάστημα τις επιθέσεις του προς την κυβέρνηση και προσωπικά προς τον κ. Μητσοτάκη, δείχνοντας με τον τρόπο αυτόν και σημεία του πολιτικού αφηγήματος της επόμενης μέρας: ενάντια στον νεοφιλελεύθερο δογματισμό, στον κοινωνικό δαρβινισμό και στο παλαιό, διεφθαρμένο και διαπλεκόμενο πολιτικό σύστημα.
«Από τη μια πλευρά είναι η τάση που επιδιώκει την ενίσχυση του αυταρχισμού, την απαξίωση των δημόσιων αγαθών, την υποταγή της πολιτικής σε τεχνοκράτες, την ανάθεση της διεύθυνσης των κοινωνιών στους ιδιοκτήτες της εξουσίας, την τάση δηλαδή που πολιτικά εκφράζει η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη» είναι το μότο του κ. Τσίπρα που θα θέσει το δίλημμα, αν και το έχει ξανακάνει και παλαιότερα, ως εξής: «Από την άλλη πλευρά έχουμε την κοινωνική τάση που επιδιώκει την ενίσχυση της δημοκρατίας και της λαϊκής παρέμβασης, την ενισχυμένη προστασία των κοινωνικών αγαθών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, την αποκατάσταση της σχέσης εμπιστοσύνης στον κοινοβουλευτισμό και την άμεση εμπλοκή του λαϊκού παράγοντα στη λήψη των αποφάσεων».
Η μάχη των δύο πόλων
O πρώην πρωθυπουργός οριοθετεί τη σύγκρουση με τη ΝΔ σε πεδία που ο ίδιος θεωρεί προνομιακά για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και θέτει ως γραμμή αντιπαράθεσης το δίπολο που έχει τους εξής πυλώνες: «Αριστερά – Δεξιά» και «πρόοδος – συντήρηση». Για τον ίδιο θα είναι η μάχη μεταξύ δυο πόλων, του προοδευτικού και του συντηρητικού-νεοφιλελεύθερου, και παραμένει υπέρμαχος της άποψης ότι «οι διαχωριστικές γραμμές μετατοπίστηκαν πλέον ανάμεσα στην πρόοδο και στη συντήρηση». Και όπως αναφέρει σε συνομιλητές του, η σημερινή κυβέρνηση δεν είναι απλά μια δεξιά κυβέρνηση, αλλά έχει έντονα ακροδεξιά χαρακτηριστικά, παράλληλα με μεγάλες δόσεις νεοφιλελευθερισμού.Το ζητούμενο όμως για τον κ. Τσίπρα είναι να δημιουργηθεί μέσα από αυτή την ιδεολογική σύγκρουση το υπόβαθρο για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να διαμορφώσει νέες συμμαχίες σε διάφορα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό θα επιδιωχθεί με οδηγό το πρόγραμμα που έχει τεθεί σε διαβούλευση εν όψει της Συνδιάσκεψης του Απριλίου.