Η εξίσωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων αποφοίτων κολεγίων και των πρώην ΤΕΙ συνοδεύτηκε από οξείες αντιπαραθέσεις. Στην πραγματικότητα, πολλές εξελίξεις προκύπτουν από στρατηγικές ήδη διατυπωμένες αδρομερώς στη «Συνθήκη της Μπολόνια» (1999), που επιδιώκει την «ενοποίηση» ακαδημαϊκών και επαγγελματικών δεξιοτήτων, διευκολύνοντας την κινητικότητα φοιτητών και επιστημόνων στο διεθνοποιημένο, ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Το επάγγελμα του αρχιτέκτονα ανήκει στα ελάχιστα που προστατεύονται με ευρωπαϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις (μαζί με ορισμένους ιατρικούς και οικονομικούς κλάδους). Η εκπαίδευση των αρχιτεκτόνων διατηρεί ισορροπία μεταξύ θεωρίας και πράξης και απαιτεί γνώσεις και δεξιότητες που διατυπώνονται σε 11 συγκεκριμένες θέσεις, της οδηγίας της ΕΕ. Παραθέτω την πρώτη, που συνοψίζει την ουσία, απαιτώντας ικανότητες «σύλληψης αρχιτεκτονικών σχεδίων που ικανοποιούν συγχρόνως αισθητικές και τεχνικές απαιτήσεις και προσπαθούν να εξασφαλίσουν ένα βιώσιµο περιβάλλον».
Η προνομιακή προστασία που παρέχει το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο αναγνωρίζει την ιδιαίτερη φύση της αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Η αρχιτεκτονική είναι πιθανόν το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου, αποτελώντας εγγενή δραστηριότητα του ανθρώπου ως δημιουργού-κατασκευαστού. Οι πρώτοι επώνυμοι αρχιτέκτονες της αρχαιότητας συνδυάζοντας οικοδομική και τέχνη επικαθόρισαν ορισμένες διαχρονικές ιδιότητες της αρχιτεκτονικής. Η τεκτονική διάσταση, με την κλασική δομή δοκών επί στύλων, σε σύζευξη με την αισθητική των ρυθμών ήδη υπερέβαινε την πρωταρχική λειτουργικότητα.
Σήμερα, οι συνθήκες σύλληψης, μελέτης και εφαρμογής των αρχιτεκτονικών προτάσεων έχουν αισθητά μεταβληθεί. Τα ψηφιακά μέσα σχεδιασμού συνδυασμένα με την αυξανόμενη συνθετότητα των υλοποιήσεων μετασχηματίζουν τα πραγματοποιημένα προϊόντα της αρχιτεκτονικής.
Το επίκαιρο πρόβλημα προέκυψε με την αναγνώριση ίσων επαγγελματικών δικαιωμάτων στους αποφοίτους κολεγίων σε μια μάλλον ακατάλληλη συγκυρία υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, που δεν ευνοεί τον διάλογο και την ψύχραιμη αντιμετώπιση. Το ουσιαστικό πρόβλημα προκύπτει από την πολύχρονη λειτουργία κολεγίων με συμφωνίες δικαιόχρησης (franchise) από διεθνή ΑΕΙ, που επιδιώκουν αναγνωρίσεις επαγγελματικής ισοδυναμίας στην Ελλάδα. Η λειτουργία τους οδήγησε σε πολλαπλές ρυθμίσεις την τελευταία δεκαετία. Παρά την επίσημη διατύπωση ότι τα κολέγια «είναι πάροχοι υπηρεσιών μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης», προκύπτουν, στην πράξη, οιωνεί πανεπιστημιακά διπλώματα. Η υποκρισία οδήγησε στη λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ, χωρίς τις προδιαγραφές αξιολόγησης των αντίστοιχων ελληνικών. Η μόνη ρεαλιστική διέξοδος είναι η εφαρμογή ενιαίων προδιαγραφών και προϋποθέσεων για διδάσκοντες και περιεχόμενο των σπουδών.
Ειδικότερα, στα θέματα της αρχιτεκτονικής παιδείας προκύπτουν πολλαπλά προβλήματα. Τα κολέγια αποτελούν πτυχή του θέματος, πιθανόν όχι τη σημαντικότερη. Τα επαγγελματικά δικαιώματα των αρχιτεκτόνων αποδίδονται από το ΤΕΕ με εξετάσεις, που είναι, δυστυχώς, τυπικές. Αντίστοιχα δικαιώματα παρέχονται ιστορικά σε άλλους κλάδους, αγνοώντας τις ευρωπαϊκές οδηγίες, που διατυπώθηκαν το 2005. Πέρα από τις επιπτώσεις στην ποιότητα των κατασκευών, το ευρύτερο κοινό τελικά αντιλαμβάνεται την αρχιτεκτονική ως διεκπεραιωτική διαδικασία έκδοσης αδειών δόμησης.
Η αναπόφευκτη απορρύθμιση και απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων δεν πρέπει να συνεπάγεται υποβαθμίσεις προσόντων και υλοποιήσεων. Στα «συνδικαλιστικά», αλλά ουσιαστικά προβλήματα, προστίθεται ένα θέμα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των πολιτών στην εκτίμηση της αρχιτεκτονικής.
Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνω την ανάγκη ψύχραιμης αναγνώρισης της πρακτικής και εκπαίδευσης, εστιάζοντας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ, όπου είχα μακρόχρονη θητεία σε διδακτικές και διοικητικές θέσεις.
Στη σχολή της Θεσσαλονίκης διαμορφώθηκε ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον που καλύπτει συνολικά το γνωστικό αντικείμενο, από τον σχεδιασμό αντικειμένων και κτιρίων ως το τοπίο και την πόλη. Αυτή η ευρύτητα, στη δεκαετία της κρίσης, επιδείνωσε τα προβλήματα υποδομής και προσωπικού. Ομως, η εναλλακτική οπτική που καλλιεργήθηκε, δημιούργησε μιαν ιδιαίτερη ταυτότητα, που εκφράζεται στα συνθετικά εργαστήρια που κυριαρχούν στο νέο πρόγραμμα σπουδών. Ετσι, αποφεύγεται η υποταγή στην τρέχουσα, υποβαθμισμένη, επαγγελματική πρακτική. Ωστόσο, η δημιουργική σχέση με το επάγγελμα ωφελεί, ταυτόχρονα, τον ακαδημαϊκό χώρο και τις εφαρμογές. Ευρισκόμενη διαχρονικά μεταξύ τέχνης και τεχνικής, η διδασκαλία της αρχιτεκτονικής αξιοποιεί τη δημιουργικότητα, καθώς η εκπαίδευση δεν ολοκληρώνεται με το δίπλωμα. Εξελίσσεται διά βίου, προϋποθέτοντας αυτογνωσία και αυτομόρφωση, καθώς οι καινοτομίες εντοπίζονται συχνότερα στη μεταβαλλόμενη πρακτική.
Βασική παράμετρος επιβίωσης, στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, είναι η προσαρμογή στα διεθνή και ειδικότερα ευρωπαϊκά πρότυπα. Βρισκόμαστε στη χειρότερη φάση της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας, που αναπόφευκτα επηρεάζει την παιδεία των αρχιτεκτόνων. Η διαφαινόμενη παραμέληση των πανεπιστημιακών σπουδών στην Ελλάδα προκύπτει από λανθασμένες επιλογές παιδείας και πολιτισμού. Η ενδημική μικροπολιτική αντιμετώπιση, με ορίζοντες κυβερνητικών κύκλων 2-3 ετών, δημιουργεί δυσεπίλυτα προβλήματα. Χωρίς να υιοθετώ εύκολες θεωρίες συνωμοσίας, είναι γεγονός ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο, ηθελημένα ή από αδιαφορία, υποβαθμίζεται.
Η πολύχρονη παρουσία στο δημόσιο πανεπιστήμιο με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αναζητηθούν συνεργασίες και χρηματοδοτήσεις από τον ιδιωτικό τομέα χρήσιμες, όχι μόνο για την οικονομική βιωσιμότητα, αλλά και στις επαφές με προωθημένες πρακτικές. Η διόγκωση εικονικών προσεγγίσεων σχετίζεται με τις ελάχιστες δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων, αλλά και αντίστοιχες μειωμένες σχετικές εμπειρίες νέων διδασκόντων.
Μερικά γενικότερα συμπεράσματα
Οι παγκόσμιες οικονομικές, πολιτισμικές και τεχνολογικές αλλαγές δημιουργούν προκλήσεις για την ελληνική αρχιτεκτονική παιδεία. Απαιτούν επαναπροσδιορισμούς ταυτότητας μέσα στην ανταγωνιστική τριτοβάθμια εκπαίδευση, που προωθούν οι ευρύτερες δυναμικές. Παράλληλα, οφείλουμε να εξελίξουμε μιαν ιδιαίτερη δυναμική ταυτότητα, ανταγωνιστική στο διεθνές ακαδημαϊκό περιβάλλον, αλλά προσαρμοσμένη στις τοπικές, οικονομικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες.
Ορισμένες αλληλεξαρτώμενες παράμετροι προσδιορίζουν αυτόν τον στόχο:
• Η πολιτισμική ποικιλότητα είναι μια αξία για την Ευρώπη. Η εναρμόνιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αντιμετωπίστηκε συχνότερα ως απειλή της ιδιαιτερότητας των ιδρυμάτων και λιγότερο ως ευκαιρία για διακριτή ταυτότητα στη διεθνή διεκδίκηση της αριστείας.
• Οι απρόβλεπτες αλλαγές στις αλληλεξαρτώμενες κοινωνίες συνοδεύονται από αντίστοιχες αλλαγές στις προτεραιότητες. Οι νέοι αρχιτέκτονες αναπτύσσουν τη δημιουργικότητά τους στον μεταβαλλόμενο κόσμο. Η καλλιέργειά της πρέπει να είναι κύριο χαρακτηριστικό της εκπαίδευσης.
• Το συγκυριακό, αλλά δυσκολότερο, πρόβλημα είναι η πολυετής κρίση στην Ελλάδα και τον ευρωπαϊκό Νότο, που απαιτεί την αναζήτηση ευρύτερων διεξόδων. Οι σχολές δεν μπορούν να παραμένουν αδρανείς παρατηρητές. Πρέπει να εντάξουν εκπαιδευτικές στρατηγικές, που υπερβαίνουν το τρέχον επαγγελματικό ρεπερτόριο.
Η παιδεία για τον χώρο που μας περιβάλλει δεν περιορίζεται στους ειδικούς, αλλά αφορά όλη την κοινωνία. Στην Ελλάδα, η εκτίμηση της αρχιτεκτονικής παραμένει χαμηλή. Στο εξωτερικό προβάλλεται, συχνά με υπερβολές, το έργο αρχιτεκτόνων-σταρ.
Κατά την άποψή μου, η αναγέννηση της αρχιτεκτονικής δημιουργίας σχετίζεται με την αναζήτηση της βιωσιμότητας σε όλες τις κλίμακες σύλληψης του καθημερινού χώρου. Ο περιβαλλοντικός σχεδιασμός δεν έχει επιτύχει τον συνδυασμό μεταξύ του βέλτιστου ενεργειακού αποτυπώματος κατασκευών ή αστικών διατάξεων και της ευφάνταστης συνθετικής προσέγγισης.
Η σύλληψη και η υλοποίηση των κατασκευών δεν πρέπει να εκφυλίζεται στην αμιγώς στυλιστική προσέγγιση. Ο σχεδιασμός προσδίδει μορφές σε προϊόντα, κτίρια και περιβάλλοντα. Είναι όμως κάτι ευρύτερο, μια στρατηγική τεχνολογική δραστηριότητα, που καθοδηγεί τη δημιουργία και προσδίδει νόημα στις μορφές. Προϋποθέτει πολύτροπες, τοπικά ενταγμένες, προσεγγίσεις με εξειδικευμένες αισθητικές και πολιτισμικές προοπτικές, που ακολουθούν καινοτόμους δρόμους.
*Ο κ. Νίκος Καλογήρου είναι ομότιμος καθηγητής αρχιτεκτονικού και αστικού σχεδιασμού στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ.