«Τρεις είναι οι φίλοι μου, η δουλειά, ο ήλιος και ο ύπνος». Εργασιομανής, οξύνους, διορατικός, επίμονος, ο Καλούστ Γκιουλμπενκιάν (1869-1955), ο άνθρωπος που θα συναγωνιζόταν τους πετρελαϊκούς κολοσσούς του 20ού αιώνα, θα συνέβαλλε στη διαμόρφωση της σύγχρονης, καθετοποιημένης μορφής των εργασιών τους και θα γινόταν στην πορεία ένας από τους κροίσους της εποχής του, περιέγραφε τον εαυτό του με τον παραπάνω λιτό τρόπο. Γόνος εμπορικής οικογένειας που λογιζόταν μεταξύ των «αμιράς», της αρμενικής αριστοκρατίας, ο νεαρός Καλούστ σπούδασε Μηχανική στο King’s College του Λονδίνου και στάλθηκε από τον πατέρα του στο Μπακού το 1888 για να εποπτεύσει τις εργασίες της ρωσικής πετρελαϊκής βιομηχανίας που βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Οπως εξηγεί γλαφυρά o αμερικανός ιστορικός Τζόναθαν Κόνλιν στην πρόσφατη βιογραφία του με τίτλο «Mr Five Per Cent. The Many Lives of Calouste Gulbenkian» (εκδ. Profile Books), ο νεαρός χρησιμοποίησε το ταξίδι για να δηλώνει αργότερα ειδήμων του πετρελαίου και για να εκδώσει ένα περιηγητικό βιβλίο με το οποίο έπεισε τους γονείς της 14χρονης αγαπημένης του, Νεβάρτε Εσαγιάν, να του υποσχεθούν το χέρι της κόρης τους όταν θα έκλεινε τα 18. Το 1892 ο 23χρονος Καλούστ, σπουδασμένος στη Δύση, παντρεμένος με την εκπρόσωπο μιας ευυπόληπτης αρμενικής πατριάς, ήταν έτοιμος για τη διαδρομή που θα τον καθιστούσε πάμπλουτο επιχειρηματία και διάσημο συλλέκτη.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1894, ο Καλούστ έμεινε ο μόνος επικεφαλής της οικογενειακής επιχείρησης σε Κωνσταντινούπολη, Μασσαλία και Λονδίνο. Το γενικό εμπόριο, όμως, δεν τον συγκινούσε. Αρχικά στράφηκε σε κερδοσκοπικές αγοραπωλησίες μετοχών με κακόφημους παράγοντες του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου. Το 1898, καθώς η ρωσική κυβέρνηση χαλάρωσε τους κεφαλαιακούς περιορισμούς στην αγορά πετρελαίου, πολλοί βρετανοί επενδυτές στράφηκαν στον αναπτυσσόμενο αυτόν κλάδο. Διαφημίζοντας την πρότερη εμπειρία και τις οικογενειακές δοσοληψίες, αλλά κυρίως αναζητώντας νέες δυνατότητες, ο Γκιουλμπενκιάν αναμείχθηκε στο εγχείρημα.
Χρυσές διαπραγματεύσεις
Δεν ήταν τυχαία κίνηση. Αισθανόταν ήδη «άνθρωπος του Σίτι», πρόθυμος να ανταλλάξει την ταυτότητα του Ανατολίτη με εκείνη του Δυτικού. Αν και στην Κωνσταντινούπολη οι ενέργειές του σχολιάζονταν, όπως τον πληροφορούσαν οι αδελφοί του, Καρνίγκ και Βαχάν, ο ίδιος ήταν αποφασισμένος να αποκοπεί: «Aσε τους μπάσταρδους να γαβγίζουν» ήταν η απάντησή του. Εγκατέλειψε οριστικά την οικογενειακή εταιρεία για να αφοσιωθεί στις δικές του δραστηριότητες και δεν δέχθηκε να τη διασώσει όταν, λίγα χρόνια αργότερα, αντιμετώπισε το φάσμα της χρεοκοπίας. Παίρνοντας τη βρετανική υπηκοότητα το 1902, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση για να εκμεταλλευθεί την προσπάθεια ελέγχου των αναδυόμενων αγορών πετρελαίου από τους Δυτικούς. Επαιξε ρόλο στη δημιουργία του καρτέλ της Εταιρείας Ασιατικού Πετρελαίου και της Ενωσης Ευρωπαϊκών Πετρελαίων ως αντίβαρο στην παντοδύναμη αμερικανική Στάνταρντ Οϊλ του Τζον Ροκφέλερ. Αποκτώντας τη φήμη εξαίρετου διαπραγματευτή και δεξιοτέχνη μεσάζοντος κατάφερε να εκπροσωπήσει τα (ενίοτε αντικρουόμενα) συμφέροντα βελγικών, γαλλικών, γερμανικών, ολλανδικών, ελβετικών, δανικών, αμερικανικών και άλλων εταιρειών συμμετέχοντας στην ίδρυση της Anglo-Persian Oil Company (νυν BP) τo 1909. Δύο χρόνια αργότερα, ως οικονομικός σύμβουλος της κυβέρνησης των Νεότουρκων, πέτυχε αυτό που θα αναγνωριζόταν ως αριστούργημά του, συμβάλλοντας καταλυτικά στην ίδρυση της Τουρκικής Εταιρείας Πετρελαίων και αμειβόμενος με ένα ποσοστό που θα τον καθιστούσε μελλοντικά ισότιμο παίκτη ολόκληρων κρατών και θα γινόταν αιτία να ονομαστεί «κύριος Πέντε τοις εκατό».
Η άνοδός του δεν σταμάτησε εκεί. Συνεργάστηκε με τη Royal Dutch Shell στα χρόνια της εξάπλωσής της κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έγινε ο διαμεσολαβητής της με τη γαλλική κυβέρνηση, αποκόμισε το 1% όλων των πωλήσεών της στη Γαλλία. Επενδυτής, μεσάζων, μέτοχος, σύμβουλος σε δεκάδες εταιρείες, είχε αποβεί το 1918 ο «Ταλλεϋράνδος του πετρελαίου». Από το 1924 έως το 1928 υπερασπίστηκε λυσσαλέα το ποσοστό του στη διαμάχη για τον διακανονισμό της Εταιρείας Πετρελαίου του Ιράκ, διαδόχου της Τουρκικής Εταιρείας Πετρελαίων. Στην τελική συμφωνία ήταν ο μόνος συμβαλλόμενος ως άτομο έναντι γιγάντων της τότε και της μελλοντικής παραγωγής, όπως η Anglo-Persian / BP, η Shell, η μετέπειτα Exxon. Το ίδιο πείσμα επέδειξε και στις επαναδιαπραγματεύσεις της περιόδου 1945-1948, με αποτέλεσμα όταν ο αγωγός της Εταιρείας Πετρελαίου του Ιράκ τέθηκε σε λειτουργία, τα κέρδη του να απογειωθούν: το 1955 η περιουσία του άγγιζε σε σημερινές τιμές τα 7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Τον πλούτο αυτόν τον φυλούσε ζηλόφθονα, αν και όχι με φιλάργυρο τρόπο. Το 1905 αγόρασε μια Delaunay-Belleville 40 ίππων την οποία ο τσάρος Νικόλαος Β΄ θα έκανε ακόμη έναν χρόνο να αποκτήσει. Από το 1903 ήδη εξελισσόταν σε συνειδητό φιλότεχνο εξασφαλίζοντας προσωπικά μαθήματα με τον συλλέκτη και επιμελητή εκθέσεων Καμίλ Μπενουά. Τοπία και πορτρέτα των ολλανδών δασκάλων του 17ου αιώνα, γαλλικά μπιμπελό και έπιπλα του 18ου ήταν οι πρώτες του επενδύσεις. Τη δεκαετία του 1920 έθεσε τις διαμεσολαβητικές του ικανότητες στην υπηρεσία της Σοβιετικής Ενωσης και έγινε ο πρώτος Δυτικός που επωφελήθηκε από τη σταλινική εκποίηση των θησαυρών του Ερμιτάζ: ένας Ρούμπενς, τρεις Ρέμπραντ και το περίφημο άγαλμα της Αρτεμης του Ζαν-Αντουάν Ουντόν εγκαταστάθηκαν στο επιβλητικό μέγαρό του (το «θωρηκτό», όπως το αποκαλούσε) στον αριθμό 51 της Λεωφόρου ντ’ Ιενά στο Παρίσι, όπου διέμενε από το 1927. Περισσότερο μουσείο παρά οικία, στέγαζε την οικογένεια και τα 6.000 αντικείμενα των συλλογών του – ο ίδιος προτιμούσε να κατοικοεδρεύει στο ξενοδοχείο Ritz.
Από το χαρέμι στο μουσείο
Η αγάπη των ξενοδοχείων αποτελούσε ειδοποιό χαρακτηριστικό της προπολεμικής ευρωπαϊκής ελίτ. Ενδεχομένως όμως να εξυπηρετούσε τον Γκιουλμπενκιάν και με άλλους τρόπους: ο Κόνλιν επισημαίνει στο βιβλίο του ότι ακολουθώντας τη συμβουλή του προσωπικού του ιατρού περί τονωτικού σεξ με νεαρές γυναίκες, ο Καλούστ διατηρούσε ένα εναλλασσόμενο «χαρέμι» ακόμη και μετά τα 60 του χρόνια. Οπωσδήποτε, δεν χρειαζόταν ιατρική προτροπή, μια και παρά τον νεανικό του έρωτα για τη Νεβάρτε, είχε από νωρίς στραφεί σε ερωμένες και ο γάμος είχε καταλήξει συμβίωση ήδη από τη δεκαετία του 1910. Πατριαρχικός χαρακτήρας, ο Γκιουλμπενκιάν δεν παρέλειπε βέβαια να κατηγορεί τον γιο του, Νουμπάρ, και την κόρη του, Ρίτα, για τη δική τους άστατη ερωτική ζωή. Ο Νουμπάρ, ικανός, χιουμορίστας, αλλά επιδειξιμανής και διόλου εργασιομανής, είχε στο ενεργητικό του δύο αποτυχημένους γάμους, κανέναν διάδοχο, πολλούς καβγάδες με τον πατέρα του – και μία μήνυση εναντίον του με σκοπό να του αποσπάσει το περίφημο 5%. Η Ρίτα τάρασσε τις ενδοοικογενειακές ισορροπίες με την αποξένωση από τον σύζυγό της και με την τάση της να εξαφανίζεται με τον εραστή της, τον ρώσο πορτρετίστα Πολ Μακ (Πάβελ Ιβάνοφ). Αν ο 66χρονος Γκιουλμπενκιάν αγαπούσε κάποιον χωρίς επιφυλάξεις, αυτός ήταν ο εγγονός του, Μιχαήλ Εσαγιάν. Πηγαίνοντάς τον βόλτα στον ζωολογικό κήπο του Δάσους της Βουλώνης, «κρυβόταν στους θάμνους, περίμενε να πλησιάσει ο «Μίκυ» και τότε πηδούσε έξω βρυχώμενος σαν λιοντάρι προς απόλαυση του τρομαγμένου αλλά καταχαρούμενου εγγονού του».
Το επεισόδιο είναι ενδεικτικό και για την ικανότητα του Γκιουλμπενκιάν να κρύβεται σε κοινή θέα. Το όνομά του ήταν πασίγνωστο, όμως εκείνος απέφευγε τα φώτα της δημοσιότητας. Ενδεδυμένος με εκλεπτυσμένο, αλλά ποτέ επιδεικτικό τρόπο, μπορούσε να αποφεύγει τους παπαράτσι: η απλότητά του τους έκανε να τον αγνοούν. Ούτε και έθυε τυφλά στον βωμό της πολυτέλειας. Εκνευρισμένος με ένα πανάκριβο ρολόι που είχε αποδειχθεί επιρρεπές στις βλάβες, ρώτησε τον μπάτλερ του πού είχε προμηθευτεί το δικό του, το οποίο είχε αποδειχθεί πιο ανθεκτικό: «Μαθαίνοντας ότι παρόμοια ρολόγια πωλούνταν φθηνά στα Prisunic, τον έστειλε να του αγοράσει δέκα, τα οποία έκτοτε φορούσε διαδοχικά». Σε αυτή την ώριμη ηλικία ο Γκιουλμπενκιάν ανησυχούσε περισσότερο για την τύχη των συλλογών του παρά για την εμφάνισή του, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Παρίσι λόγω της γερμανικής Κατοχής το 1940 και να ζήσει στη Λισαβόνα έως το 1949. Ο Χέρμαν Γκέρινγκ εποφθαλμιούσε τους θησαυρούς του, χωρίς να βρει τρόπο να τους αποσπάσει, και μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μεταπολεμικά ειδική πτέρυγα γι’ αυτούς στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου απέτυχε λόγω υπερβολικού κόστους. Τελικά, μια ιδιαίτερη συνεννόηση με το πορτογαλικό κράτος του δικτάτορα Σαλαζάρ εξασφάλισε τη συγκρότηση ενός ιδρύματος και μουσείου στη Λισαβώνα. Ο Γκιουλμπενκιάν πέθανε το 1955. Η εποχή του παρήλθε μόλις το 2014, όταν έληξαν τα δικαιώματα της τελευταίας παραχώρησής του, στο Αμπου Ντάμπι. Ακόμη και σήμερα, όμως, διατηρείται ενεργή μια μικρή πετρελαϊκή εταιρεία ιδιοκτησίας του ανθηρότατου Ιδρύματος Καλούστ Γκιουλμπενκιάν που υπενθυμίζει, εκατό χρόνια μετά, την αχλή του καιρού του ελεύθερου εμπορίου, των «ληστών βαρόνων», αλλά και της πρώτης παγκοσμιοποίησης.