«Θα κάνουμε όλοι ένα μεγάλο πάρτι». Μικροί, μεγάλοι, με ή χωρίς χορευτικές ικανότητες, φίλοι του ποτού ή σθεναρά νηφάλιοι, όλοι και όλες συμπεριλαμβάνουμε στα πλάνα τής μετά COVID-19 εποχής τον συγχρωτισμό μετά μουσικής και πολύ χαλαρής διάθεσης. Οπως γινόταν κάποτε – αιώνες μοιάζουν να έχουν περάσει – δίχως να κοιτάμε το ρολόι και τον απέναντί μας με έντονη καχυποψία.

Μας το θυμίζουν τα απροσποίητα ενσταντανέ από πάρτι που έχει αποτυπώσει με τον φακό του ο αμερικανός φωτογράφος Λάρι Φινκ, καθώς αυτόν τον καιρό παρουσιάζεται μια μεγάλη αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στη δουλειά του στην Galerie Bene Taschen στην Κολωνία. Σύμφωνοι, λίγοι είχαν το προνόμιο να είναι παρόντες στα πάρτι του «Vanity Fair», τα οποία διεξάγονται παραδοσιακά μετά τις τελετές απονομής των βραβείων Οσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών, και λίγοι θα εξακολουθήσουν να το εξασκούν ή να το αποκτούν στο μέλλον. Ομως η χαρά και η ελαφρότητα, δύο συναισθήματα που απουσιάζουν μέχρι νεωτέρας από τη ζωή μας, είναι παρούσες με τρόπο απόλυτα μεταδοτικό χάρη στη μαεστρία του σπουδαίου αυτού φωτογράφου. Στα 65 χρόνια της καριέρας του ο Φινκ «έπιανε» επιδέξια εκείνες τις φευγαλέες στιγμές στις οποίες οι σταρ έριχναν τις άμυνές τους και αδιαφορούσαν για το λούστρο της βιτρίνας που τόσο επιμελώς γυάλιζαν στις δημόσιες εμφανίσεις τους, απασχολημένοι όπως ήταν με αυτό που λέμε «ζωή» στην πιο ευφρόσυνη και μεθυστική εκδοχή της. Αυτή η αποτύπωση των στιγμών που συνήθως μένουν εκτός κάδρου ή εστίασης ήταν ούτως ή άλλως η φωτογραφική προσέγγισή του. Είτε έστρεφε τον φακό του σε συνομηλίκους του από τη λεγόμενη γενιά Μπιτ (Beat Generation) είτε σε στιβαρούς μποξέρ επί το έργον, ή σε καθημερινούς ανθρώπους από ξεχασμένα χωριά της Πενσιλβάνια.

«Είμαι καλός στο να προσλαμβάνω τα «σήματα» που στέλνει κάποιος, είτε πρόκειται για έναν οδηγό νταλίκας είτε για έναν κυριλέ τύπο» εξηγούσε πρόσφατα ο ίδιος στον βρετανικό Τύπο επ’ αφορμή αυτής της έκθεσης. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για ανθρώπους που αφήνονται σε μια γλυκιά εγκατάλειψη με ένα ποτό στο χέρι, ιδίως έπειτα από μια χρονοβόρα και για κάποιους αγχωτική τελετή όπως εκείνη των Οσκαρ, για παράδειγμα. Στη σειρά φωτογραφιών «Vanities» έχει καταγράψει με τον φακό του εικόνες από πάρτι στο περίφημο Sunset Tower Hotel με πρωταγωνιστές τους σταρ του Χόλιγουντ. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του σε έντονο κιαροσκούρο ή με το κεντρικό πρόσωπο της σύνθεσής του λουσμένο σε ένα σχεδόν απόκοσμο φως αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δουλειάς του Φινκ που παραπέμπουν στους μεγάλους ζωγράφους της εποχής του μπαρόκ, καθιστώντας τον έναν σύγχρονο Καραβάτζιο ή Ρέμπραντ οπλισμένο με μια φωτογραφική μηχανή αντί για χρωστήρα, σε θέση να αναδείξει τις ανεπαίσθητες λεπτομέρειες ενός ρούχου, μιας κίνησης, ενός αμυδρού συναισθήματος.

Βέβαια, πάρτι δεν κάνουν μόνο στο Χόλιγουντ. Ο 80χρονος πλέον Φινκ έχει υπάρξει ο επίσημος φωτογράφος ή ο απλός προσκεκλημένος σε αμέτρητα σουαρέ, και όχι μόνο σε εκείνα του «Vanity Fair». Ηδη από τη δεκαετία του ’70 είχε συγκεντρώσει μια σειρά φωτογραφιών που το 1984 έγιναν βιβλίο με τίτλο «Social Graces», πέντε χρόνια αφότου εκτέθηκαν στο ΜοΜΑ. Σε αυτή την έκδοση είχε συγκεντρώσει υλικό από πάρτι εγκαινίων και χοροεσπερίδων της υψηλής κοινωνίας όπου βρισκόταν προσκεκλημένος χάρη στις διασυνδέσεις ενός πρώην φοιτητή του που ανήκε στους κόλπους αυτής της κοινωνικής τάξης. Γιατί, σημειωτέον, παράλληλα με τη φωτογραφική καριέρα του δίδαξε σε Πανεπιστήμια όπως το Γέιλ, το Πάρσονς ή το Κολέγιο Μπαρντ και το ΝΥU.

Αυτές λοιπόν τις εικόνες nonchalant «κεφιού» σε πάρτι ντεμπιτάντ ή ρώσων εμιγκρέδων τις αντιπαρέβαλλε με τις εικόνες από την καθημερινότητα μιας οικογένειας της εργατικής τάξης από μια μικρή πόλη της Πενσιλβάνια. Δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι βρίσκονταν δίπλα-δίπλα και ταυτόχρονα τόσο μακριά, ακριβώς όπως συμβαίνει και στην πραγματικότητα εκτός της τυπωμένης επιφάνειας.

Kομμουνιστικά πάρτι, τζαζ και αγροτική ζωή

Βέβαια, δεν ήταν όλα τα πάρτι βουτηγμένα στη χλιδή και στην πολυτέλεια. «Το καλύτερο πάρτι στο οποίο πήγα ποτέ ήταν μια γιορτή του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Ιταλία πριν από πολλά χρόνια. Λάμβανε χώρα κάτω από μια τέντα και υπήρχαν τριγύρω ένα σωρό βιβλία διανοούμενων συγγραφέων. Ο κόσμος έπινε κρασί, έτρωγε και περνούσε πολύ ωραία και εγώ δεν έβγαζα φωτογραφίες. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο στην Αμερική εθεωρείτο ένας παρίας, έκανε το πιο ανθρώπινο πάρτι που είχα πάει ποτέ μέχρι τότε» σχολίαζε. Εξάλλου και ο ίδιος είχε μεγαλώσει σε μια οικογένεια Εβραίων αριστερών πεποιθήσεων, «κάτι πολύ σπάνιο στις ΗΠΑ», και η ματιά του στη ζωή είχε μια μαρξιστική «χροιά».

Οταν ήταν 17 ετών ο Φινκ άρχισε να συχνάζει σε έναν κύκλο διανοουμένων που απαρτιζόταν από συγγραφείς, ζωγράφους και μουσικούς, με κοινό τους ιδανικό την επιθυμία για μια ελεύθερη κοινωνία, κάτι που είναι διακριτό και στις φωτογραφίες του. Εκείνος με τη σειρά του αγαπούσε ιδιαίτερα τη μουσική που «κυλούσε στις φλέβες του», ιδιαίτερα μάλιστα την τζαζ, με την οποία είχε μεγαλώσει. Ο ίδιος ήταν δεινός πιανίστας, ενώ έπαιζε και φυσαρμόνικα, οπότε ένιωθε στο φυσικό του περιβάλλον κοντά σε μουσικούς όπως ο Τζον Κολντρέιν, ο οποίος ήταν και το απόλυτο είδωλό του, ή ο μπλουζίστας Τζίμι Ράσινγκ. Αμφότερους τους απαθανάτισε στη σειρά «Somewhere Τhere’s Μusic» όπου εκτός από τις αόρατες νότες μπορεί κανείς να νιώσει και τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής. Οσο για τα πάρτι, για τον Φινκ ο συγχρωτισμός με ανθρώπους με τους οποίους δεν είχε, φαινομενικά τουλάχιστον, τίποτα κοινό δεν ήταν ένας τρόπος για να γίνει μέρος της λαμπερής ζωής τους αλλά για να δει από κοντά τι σήμαινε τελικά να ανήκεις σε ένα τέτοιο «σινάφι». Περιφερόταν, περιεργαζόταν, έπαιρνε τα επιθυμητά «κλικ» και όταν τελείωνε η δουλειά της ημέρας, ή πιο σωστά της νύχτας, επέστρεφε στο σπίτι του, το οποίο δεν είχε καμία σχέση με το περιβάλλον όπου είχε μόλις βρεθεί. Γιατί ο Φινκ μέχρι σήμερα ζει σε μια φάρμα στην Πενσιλβάνια μαζί με τη σύζυγό του, την εικαστικό Μάρθα Πόζνερ, «ακριβώς στη μέση του πουθενά», όπως περιγράφει ο ίδιος τις συντεταγμένες της μόνιμης κατοικίας του. Εκεί κρεμάει όλα τα αξεσουάρ της φωτογραφικής μηχανής και ρίχνεται με πάθος στην άλλη μόνιμη «δουλειά» του. «Μαζεύω ξύλα, ταΐζω τις κότες, φροντίζω τη Μάρθα, με φροντίζει κι εκείνη, οδηγώ το τρακτέρ, φορτώνω τα γαϊδούρια». Δύο πολύ διαφορετικά είδη εμπειριών, στα οποία ανταποκρίνεται με χάρη αξιοποιώντας στο έπακρο την ικανότητά του να είναι ουσιαστικά παρών σε κάθε στιγμή της ζωής του.

ΙΝFO
«Larry Fink – Retrospective»: Galerie Bene Taschen, Κολωνία, έως τις 3 Απριλίου.