Ευγενέστατος, πολιτισµένος και τροµερά καλλιεργηµένος, ο 63χρονος Λαµπέρ Γουιλσόν είναι ένας ακτινοβόλος γάλλος ηθοποιός µε διεθνή καριέρα (στις παγκόσµιες επιτυχίες του συγκαταλέγονται τα φιλµ «The Matrix Reloaded» και «Τhe Matrix Revolutions» του 2003, ενώ συµµετέχει και στο ήδη πολυσυζητηµένο «The Matrix 4»). Τα τελευταία χρόνια εργάζεται κυρίως στη χώρα του ενσαρκώνοντας, ανάµεσα σε πολλά άλλα, θρυλικές προσωπικότητες της Γαλλίας. Υποδύθηκε τον γκουρού των θαλάσσιων εξερευνήσεων Ζακ-Ιβ Κουστό στην «Οδύσσεια» (2016) και προσφάτως µια άλλη τεράστια προσωπικότητα, τον Σαρλ ντε Γκωλ, στο «De Gaulle» (2020). Η ταινία του Γκαµπριέλ λε Μποµάν περιορίζεται στο 1940, όταν ο Ντε Γκωλ έγινε η φωνή της Γαλλίας µέσω των ραδιοφωνικών εκποµπών του στο BBC που ενθάρρυναν εκατοµµύρια Γάλλους. Και µας έδωσε την υπέροχη αφορµή µιας ηµίωρης συνοµιλίας µε τον Γουιλσόν (µέσω Zoom) στο πλαίσιο της διοργάνωσης για την προώθηση του γαλλόφωνου κινηµατογράφου της UniFrance που εφέτος, αναγκαστικά, πραγµατοποιήθηκε διαδικτυακά.
Πόσο δύσκολο ήταν να διαχωρίσετε τον Ντε Γκωλ της ιδιωτικής του ζωής από τον Ντε Γκωλ της δηµόσιας;
«Τόσο για την Ιζαµπέλ Καρέ που υποδύεται την Ιβόν ντε Γκωλ, όσο και για εµένα, η περιγραφή των ιδιωτικών στιγµών ανάµεσα στον Ντε Γκωλ και τη γυναίκα του ήταν µια πολύ προκλητική και συγχρόνως φοβιστική διαδικασία. Oταν λοιπόν πιάσαµε τους εαυτούς µας στο κρεβάτι για την πρώτη σκηνή της ταινίας, νιώσαµε πραγµατικά αµήχανοι, σαν να µην ξέραµε τι να κάνουµε. Γιατί ο Ντε Γκωλ είναι ίσως το µόνο διάσηµο πρόσωπο της Γαλλίας το οποίο πολύ δύσκολα µπορείς να φανταστείς στο κρεβάτι µε µια γυναίκα!».
Παρ’ όλα αυτά, προφανώς το ξεπεράσατε. Με ποιoν τρόπο;
«Ενώ ήµασταν τροµερά ενηµερωµένοι από διάφορα ιστορικά ντοκουµέντα που αναφέρονταν ακόµα και σε προσωπικές στιγµές του Ντε Γκωλ, αυτό το κοµµάτι παρέµενε, φυσικά, ανεξιχνίαστο. Επρεπε λοιπόν απλώς να φανταστούµε κάποια πράγµατα και νοµίζω ότι αυτό ήταν η πιο ενδιαφέρουσα δουλειά που χρειάστηκε να κάνουµε πάνω σε αυτούς τους ήρωες. Πώς χάιδευαν ο ένας τον άλλον; Πώς φιλιόντουσαν; Ηταν τρυφεροί;».
Χαρακτηρίσατε προηγουµένως µε το επίθετο «φοβιστική» τη διαδικασία προσέγγισης του Ντε Γκωλ. Γιατί;
«Κάθε φορά που µου ανατίθεται ο ρόλος ενός πραγµατικού προσώπου, µε προβληµατίζει πολύ η αποδοχή της δουλειάς µου από την οικογένεια αυτού του προσώπου. Oφείλω να αντιµετωπίσω αυτόν τον ρόλο µε συνέπεια και αξιοπρέπεια. Δεν µε ενδιαφέρει αν ο γιος του Ντε Γκωλ είναι σήµερα 99 χρόνων. Οφείλω να υποδυθώ τον πατέρα του έτσι ώστε ο γιος του να µπορέσει να µε παρακολουθήσει και να µε ανεχθεί. Δεν θέλω να πει ότι αυτό που βλέπει είναι δυσβάστακτο και ότι ο πατέρας του σε καµία περίπτωση δεν θα µπορούσε να συµπεριφερθεί έτσι όπως εγώ τον παρουσίασα».
Παρόµοιο φόβο νιώσατε και για το πώς θα προσεγγίζατε τη δηµόσια εικόνα του Ντε Γκωλ;
«Εν µέρει ναι, ήταν φοβιστικό, λόγω του βάρους που ούτως ή άλλως φέρει το όνοµα του Ντε Γκωλ. Οχι και τόσο όµως, διότι, όπως είπα, είχε γίνει σχολαστική προεργασία σχετικά µε τα ιστορικά ντοκουµέντα που τον αφορούν. Ειλικρινά, ειδικά σε αυτή την περίπτωση, η έρευνα δεν θα µπορούσε να γίνει σε µεγαλύτερο βάθος, διότι πρόκειται για µια προσωπικότητα που έχει διαδραµατίσει τεράστιο ρόλο στην Ιστορία της Γαλλίας. Δεν παίζεις µε πρόσωπα σαν τον Ντε Γκωλ. Ειδικά όταν η ταινία ουσιαστικά αναφέρεται σε έναν µήνα της ζωής του – ίσως τον πιο σηµαντικό – µιλώντας πάντα σε ιστορικό πλαίσιο – για τη χώρα».
Κατά πόσο οι σκηνές ανάµεσα στον Γουίνστον Τσόρτσιλ και τον Ντε Γκωλ – όταν ο δεύτερος προσπαθεί να πείσει τον άγγλο πρωθυπουργό να βοηθήσει τη Γαλλία – είναι βασισµένες στην πραγµατικότητα και κατά πόσο στη µυθοπλασία; Ο Τσόρτσιλ, για παράδειγµα, λέει ότι ο Ντε Γκωλ δεν είναι ούτε ιδιοφυΐα ούτε τρελός, αλλά απλώς ένας γνήσιος πατριώτης. Ειπώθηκαν όντως τέτοιες κουβέντες;
«Από πλευράς Ιστορίας, καθετί που βλέπουµε στην ταινία είναι µελετηµένο και στην παραµικρή λεπτοµέρειά του. Και πρέπει εδώ να πω ότι η Ιστορία λέει πως ο Τσόρτσιλ δεν είχε εντυπωσιαστεί και τόσο από τον Ντε Γκωλ – περίµενε κάποιον µε µεγαλύτερο κύρος, µεγαλύτερο εκτόπισµα ως εκπρόσωπο της Γαλλίας και διαπραγµατευτή για το µέλλον της. Για τον Τσόρτσιλ, ο Ντε Γκωλ ήταν ο κανένας εκείνη την εποχή. Παρ’ όλα αυτά, ο άγγλος πρωθυπουργός βρήκε στον Ντε Γκωλ κάποια κοινά σηµεία µε τον δικό του χαρακτήρα του κλειστού, αποµονωµένου και απολύτως αφοσιωµένου στο καθήκον ανθρώπου. Νοµίζω επίσης ότι και οι δύο ήταν κάπως καταθλιπτικοί άνδρες που εκείνη τη συγκεκριµένη περίοδο δεν αντιµετώπιζαν τους συµπατριώτες τους µε τόσο υψηλά ιδανικά, ακριβώς επειδή θεωρούσαν ότι η πλειονότητα ένιωθε αδύναµη απέναντι στη γερµανική κυριαρχία στην οποία οι ίδιοι ήθελαν να αντισταθούν. Αργότερα, βέβαια, η σχέση τους άλλαξε ριζικά και οι συγκρούσεις τους έχουν γράψει Ιστορία».
Πιστεύετε ότι ο Ντε Γκωλ είχε αίσθηση του πεπρωµένου του; Εβλεπε το µέλλον του;
«Εχει ενδιαφέρον αυτή η ερώτηση, διότι εξεπλάγην όταν µελετώντας τον ήρωά µου έµαθα πως όταν ο Ντε Γκωλ ήταν µικρός και έπαιζε µε τα υπόλοιπα παιδιά απαιτούσε να τον αποκαλούν στρατηγό Ντε Γκωλ. Και ήταν οκτώ χρόνων! Προερχόταν από µια παλιά ταπεινή οικογένεια καθολικών, πήγε σε σχολείο καθολικών, ο πατέρας του τον µύησε από πολύ µικρό στη γοητεία της µελέτης και από πάρα πολύ νωρίς απέκτησε ένα και µόνο πάθος: να σώσει τη Γαλλία. Λόγος για τον οποίο τον κορόιδευαν στο σχολείο. Αργότερα, η απογοήτευσή του ήταν τεράστια όταν στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου πολύ νωρίς τραυµατίστηκε και πιάστηκε αιχµάλωτος. Δεν µπορούσε να σώσει την πατρίδα του! Ενσαρκώνοντας τον Ντε Γκωλ ήµουν πεπεισµένος ότι, ναι, γνώριζε το πεπρωµένο του και ήθελε να αδράξει τη µέρα και να γίνει ο µεγάλος σωτήρας της Γαλλίας. Κατά µία έννοια, ο Σαρλ ντε Γκωλ ήταν µια αρσενική Ιωάννα της Λωρραίνης. Δεν τον ενδιέφερε η φήµη ούτε η υστεροφηµία αλλά η ουσία. Ηθελε να σώσει τη Γαλλία. Ηταν η µετενσάρκωση της Γαλλίας και έγινε η ίδια η Γαλλία».
Φανταστήκατε ποτέ τον εαυτό σας να υποδύεται τον Ντε Γκωλ σε µεγαλύτερη ηλικία από αυτήν που τον βλέπουµε στην ταινία;
«Ως παιδί, τον θυµάµαι ακόµη από τις τηλεοπτικές εµφανίσεις του, γιατί τον είχα προλάβει στην τελευταία θητεία του ως προέδρου. Νοµίζω ότι επειδή η συµπεριφορά του ήταν συνδεδεµένη µε ένα αρκετά ξεπερασµένο αρχετυπικό πρότυπο, µια ερµηνεία του σε εκείνη την προχωρηµένη ηλικία θα µπορούσε εύκολα να παγιδευθεί στη γελοιότητα, ή τουλάχιστον αυτή την αίσθηση πιστεύω ότι θα µου άφηνε. Με τα χρόνια ο Ντε Γκωλ έγινε µια παρωδία του εαυτού του και µια έντιµη βιογραφία θα έπρεπε να το δείξει. Ζηλεύω τους ηθοποιούς που µπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία και τραβάνε το σκοινί όσο δεν πάει άλλο. Οπως ο Γκάρι Ολντµαν, για παράδειγµα, στην «Πιο σκοτεινή ώρα». Φοράνε µάσκα και παίζουν, αλλά η µάσκα πρέπει να διατηρείται ζωντανή διαρκώς, και αυτό είναι πολύ δύσκολο. Οταν παίζεις µε µάσκα, µετατρέπεσαι σε µάσκα και είναι πολύ επικίνδυνο για έναν ηθοποιό να του προετοιµάζουν άλλοι το πρόσωπο.
Στην περίπτωση του Ντε Γκωλ, βέβαια, έπαιξε πάρα πολύ µεγάλο ρόλο και η στοµφώδης φωνή του. Το 1940 ήταν µια άγνωστη φωνή και µέσω των εκποµπών του στο BBC έγινε διάσηµη, συνώνυµη του πατριωτισµού. Αργότερα άρχισε να «παίζει» ο ίδιος µε τη φωνή του, γιατί γνώριζε την αίσθηση που προκαλούσε όταν µιλούσε και όπως µιλούσε. Ολα αυτά όµως εύκολα µπορούν να καταλήξουν σε µια καρικατούρα, συν το γεγονός ότι αν τον υποδυόµουν σε µεγαλύτερη ηλικία θα έπρεπε το πρόσωπό µου να γεµίσει µέικαπ που θα έκανε την εικόνα ακόµα πιο αµήχανη. Οταν ξεκινήσαµε τα γυρίσµατα, προσπάθησα να τον µιµηθώ προσθέτοντας στόµφο στη φωνή µου και ο σκηνοθέτης µε απέτρεψε. Ενδεχοµένως κάποιοι Γάλλοι να δυσαρεστήθηκαν από την απουσία αυτής της στοµφώδους φωνής, αλλά αυτή ήταν η επιλογή µας».
Πολιτικά µιλώντας, θεωρείτε ότι αυτή είναι µια σηµαντική ταινία για την περίοδο στην οποία βρίσκεται η Γαλλία σήµερα;
«Ενώ έχουν γυριστεί ταινίες µε τον Ντε Γκωλ και προσφάτως υπήρξε και µια τηλεοπτική σειρά µε θέµα τη ζωή του, νοµίζω ότι κανένας σκηνοθέτης δεν είχε έως τώρα τα κότσια να προσεγγίσει βαθύτερα τον χαρακτήρα του Ντε Γκωλ. Βέβαια, οι οπτικοακουστικές βιογραφίες κρύβουν παγίδες, γιατί είσαι αναγκασµένος να παραµείνεις στην επιφάνεια. Πιάνεις κάτι από ‘δω, πιάνεις κάτι από ‘κει και φτιάχνεις ένα κολάζ. Για τον Ντε Γκωλ µπορεί κανείς να κάνει άπειρες ταινίες.
Θεωρώ επίσης ότι ως πολιτική προσωπικότητα ο Ντε Γκωλ µπορεί και να φοβίζει λίγο τους σκηνοθέτες. Δεν θέλουν να αναµειχθούν σε µια διαδικασία απεικόνισης της ζωής του ακριβώς επειδή υπήρξε τόσο αντιφατικός. Απαξ και ασχοληθείς µαζί του θα πρέπει να τον παρουσιάσεις σαν ήρωα».
Παρ’ όλα αυτά η εικόνα που βγάζει ο Ντε Γκωλ στη δική σας ταινία είναι αυτή του απόλυτου συµβόλου του πατριωτισµού. Αυτή δεν ήταν µια αντιµετώπισή του σαν ήρωα;
«Οταν η ταινία βγήκε στις γαλλικές αίθουσες, λίγο πριν από το πρώτο lockdown, η χώρα βρισκόταν, για µία ακόµα φορά στην ιστορία της, σε κρίση. Διαδηλώσεις για τα πάντα, απεργίες, τα Κίτρινα Γιλέκα, η νόσος COVID-19 που τότε είχε αρχίσει να εξαπλώνεται και όλοι αντιλαµβανόµασταν ότι όπου να ‘ναι θα κλειστούµε στα σπίτια µας. Οι πάντες λοιπόν µε ρωτούσαν πώς ο Ντε Γκωλ θα αντιδρούσε απέναντι σε αυτή τη χαώδη κατάσταση – και όπως ξέρουµε πολύ καλά, ο ίδιος είχε βρεθεί στο µέσον µιας χαώδους κατάστασης το 1968. Βλέπετε, το timing ήταν πολύ καλό. Και ναι, ήταν η κατάλληλη στιγµή για να θυµίσεις στον κόσµο τι σηµαίνει άνθρωπος των αποφάσεων. Τι σηµαίνει να µετατρέπεις έναν ολόκληρο λαό σε µια γροθιά. Τι σηµαίνει να ζητάς από τον καθένα να κάνει µια προσπάθεια. Τίποτε άλλο. Μια προσπάθεια. Να µην τα παρατήσει. Να µην παραδώσει τα όπλα».
Ποιες είναι οι δικές σας σκέψεις πάνω στο φαινόµενο COVID-19 και στο πώς έχει επηρεάσει τη ζωή µας;
«Θα σας δώσω µια απάντηση που επίσης σχετίζεται µε την περίπτωση Ντε Γκωλ. Αναγκάστηκα µάλιστα να χρησιµοποιήσω αυτό το παράδειγµα προσφάτως µιλώντας για την ταινία. Αυτή την περίοδο, στη Γαλλία, ο εµβολιασµός για την COVID-19 γίνεται µε πάρα πολύ αργούς ρυθµούς. Αυτό δεν οφείλεται µόνο στο γεγονός ότι η Πολιτεία δεν είναι και τόσο καλά προετοιµασµένη. Οφείλεται επίσης στο ότι, για κάποιον περίεργο λόγο, που εδράζεται υποτίθεται σε ιστορικά γεγονότα σχετικά µε διάφορα σκάνδαλα στον φαρµακευτικό κλάδο που έχουν λάβει χώρα στη Γαλλία, οι Γάλλοι, πολύ απλά, δεν θέλουν να εµβολιαστούν. Και πράγµατι, ένα ερώτηµα είναι τι θα έκανε ένας Ντε Γκωλ µπροστά σε αυτό το πρόβληµα. Η απάντηση είναι ότι θα έλεγε: «Αποκτήστε κουράγιο! Κάντε µια προσπάθεια! Εσείς, ο λαός, µπορείτε να αλλάξετε τη ζωή προς το καλύτερο». Αυτή η φωνή, η φωνή του γνήσιου ηγέτη, του αποφασιστικού άνδρα, στις µέρες µας απουσιάζει. Και δεν πιστεύω ότι είναι µόνο φαινόµενο της Γαλλίας. Με ρωτάτε αν µια ταινία σαν τον «Ντε Γκωλ» θα µπορούσε να επηρεάσει τον κόσµο. Ε, λοιπόν, εγώ προσωπικά νιώθω ότι παίζοντας τον Ντε Γκωλ άλλαξα ως άνθρωπος. Είµαι πια έτοιµος να κάνω αυτό που θα µου ζητηθεί να κάνω. Δεν θέλω να καθίσω και να περιµένω να δω αν θα πεθάνω ή όχι από το εµβόλιο, όπως συµβαίνει µε την πλειονότητα των Γάλλων. Θέλω να προσπαθήσω να ξαναζήσω. Και έχω το κουράγιο για να το κάνω».
ΙΝFO
Η ταινία «De Gaulle» αναμένεται να διανεμηθεί στις αίθουσες από τη ΝΕΟ Films κάποια στιγμή εντός της χρονιάς.