Η αισιοδοξία συχνά βγαίνει… ξινή, προειδοποιεί ο Ρόμπιν Ουίγκλσγουορθ των «Financial Times» με αφορμή το «χειρότερο ξεκίνημα από το 2015», που έκαναν εφέτος η αμερικανική και οι διεθνείς αγορές ομολόγων.
Η εκτίναξη των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων αποδίδεται στην εμπιστοσύνη των επενδυτών για την πορεία των εμβολιασμών κατά της Covid-19 και στην πεποίθησή τους ότι η πανδημία θα υποχωρήσει, θα επιστρέψει η ανάπτυξη και μοιραία θα προκληθούν πληθωριστικές πιέσεις, για πρώτη φορά εδώ και χρόνια.
Ο δείκτης Bloomberg Barclays Multiverse index, που διαμορφώνεται από τις εξελίξεις σε ομόλογα συνολικής αξίας 70 τρισ. δολαρίων, έχει υποχωρήσει κατά 1,9% από την αρχή της χρονιάς, σημειώνουν οι «FT» – η υποχώρηση μετράται βάσει των τιμών των χρεογράφων και των πληρωμών τόκων. Αν συνεχιστεί η τάση, τότε οι απώλειες σε τριμηνιαία βάση της συνολικής αγοράς θα είναι οι μεγαλύτερες από τα μέσα του 2018. Και αν μιλάμε για το πρώτο τρίμηνο για τις ευρύτερες επενδύσεις σταθερού εισοδήματος, το εφετινό θα είναι το χειρότερο των τελευταίων έξι ετών.
Η γαλαντομία των Δημοκρατικών
Η βουτιά της αγοράς ομολόγων των ΗΠΑ (ακολούθησαν και οι άλλες αγορές) ξεκίνησε τον Ιανουάριο όχι τόσο λόγω της εκλογής του Τζο Μπάιντεν αλλά λόγω της επικράτησης των Δημοκρατικών στην αμερικανική Γερουσία, εξέλιξη που «λύνει τα χέρια» στο νέο αμερικανό πρόεδρο να προωθήσει το σούπερ-αναπτυξιακό πρόγραμμα που έχει επεξεργαστεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού.
Περισσότερο επλήγησαν τα ομόλογα υψηλής αξιολόγησης και χαμηλής απόδοσης της αμερικανικής κυβέρνησης, που είναι περισσότερο ευάλωτα στην αύξηση του πληθωρισμού – του «τέρατος» κατά Στέφανο Μάνο, που καταβροχθίζει τις πληρωμές τόκων και τις αποδόσεις.
Τις τελευταίες εβδομάδες η πτώση της αμερικανικής αγοράς επιταχύνθηκε επικίνδυνα. Σύμφωνα με τον δείκτη Bloomberg Barclays, οι αποδόσεις των ομολόγων μακράς ωρίμασης της αμερικανικής κυβέρνησης ενισχύθηκαν κατά περισσότερο από 9% σε ετήσια βάση.
Η πτώση των τιμών των ομολόγων εκτίναξε τις αποδόσεις τους στα ύψη. Στις ΗΠΑ η απόδοση του 10ετούς ομολόγου από 0,9% που ήταν στις αρχές του 2021 άγγιξε το 1,4% την Τρίτη, την υψηλότερη μετά την επέλαση της πανδημίας του κορωνοϊού πριν από ένα χρόνο.
Στην Αυστραλία το αντίστοιχης διάρκειας ομόλογο ξεπέρασε ήδη σε απόδοση τα προ-πανδημίας επίπεδα, ενώ και στην χρονίως αντιπληθωριστική Ιαπωνία η απόδοση του 10ετούς ενισχύθηκε πάνω από το 0,1% για πρώτη φορά μετά το 2018. Στη Βρετανία οι αποδόσεις εμφανίζουν τη μεγαλύτερη τριμηνιαία ενίσχυση από το 2013.
Ο γκουρού των ομολόγων
Το ξεπούλημα των επενδύσεων σταθερού εισοδήματος άρχισε να επηρεάζει και τις αγορές κεφαλαίων παγκοσμίως και οδήγησε κάποιους αναλυτές στο συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε ενόψει μιας επανάληψης της παλαιάς διελκυστίνδας μεταξύ αγορών ομολόγων από τη μια πλευρά και κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών από την άλλη, που υιοθετούν όλο και περισσότερη λιτότητα για να συγκρατήσουν τον ενθουσιασμό που συμπαρασύρει βέβαια και τις τιμές.
«Τελικά ίσως βρισκόμαστε στην αρχή ενός νέου πληθωριστικού κύκλου. Διαβλέπω όλο και περισσότερα σημάδια ενίσχυσης των πληθωριστικών πιέσεων ως αποτέλεσμα των άνευ προηγουμένου δημοσιονομικών και νομισματικών μέτρων που λαμβάνουν οι κυβερνώντες για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της πανδημίας», δήλωσε στους «FT» ο Εντ Γιαρντένι της Yardeni Research.
«Ο Γιαρντένι ήταν ο αναλυτής της Wall Street που πρώτος εισήγαγε τον όρο ‘οι επαγρυπνούντες των αγορών ομολόγων’ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 για να περιγράψει πώς οι αγορές σταθερού εισοδήματος κατά καιρούς αναγκάζουν τις κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες να υιοθετούν πολιτικές λιτότητας», αναφέρει χαρακτηριστικά ο αρθρογράφος Ρόμπιν Ουίγκλσγουορθ.
Σε σημείωμά του προς τους πελάτες του ο Γιαρντένι έγραψε την Τρίτη ότι «οι επαγρυπνούντες των ομολόγων μοιάζουν να κινητοποιούνται για να παγιδεύσουν τους κυβερνώντες στο δρόμο της αναθέρμανσης της οικονομίας».
Οι επιπτώσεις στις μετοχές
Αν όντως συμβαίνουν αυτά, έρχονται σημαντικές εξελίξεις και για τις αγορές κεφαλαίων, σημειώνει ο Ουίγκλσγουορθ. Διότι ιστορικά οι χαμηλές αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αποτελουσαν το έναυσμα για να ξεκινήσει μια κούρσα των τιμών των μετοχών. «Κάτι τέτοιο συνέβη το Μάρτιο του 2020, τότε οι αποδόσεις έφτασαν στο ναδίρ. Τώρα οι μετοχές άρχισαν ήδη να εμφανίζουν ενδείξεις ότι η εκτίναξη των αποδόσεων των ομολόγων ‘δαγκώνει’ τις μετοχές», σημειώνει ο αρθρογράφος των «FT».
Οι κεφαλαιαγορές ξεκίνησαν το 2021 πάνω στο κύμα, αλλά ο δείκτης FTSE All-World Index (διαμορφώνεται από μετοχές εταιρειών εισηγμένων σε διάφορα χρηματιστήρια ανά την υφήλιο) έχει υποχωρήσει κατά 2,5% από το επίπεδο-ρεκόρ που είχε φθάσει στις 16 Φεβρουαρίου. Και ο τεχνολογικός δείκτης Nasdaq 100 έχει απώλειες μεγαλύτερες από 6% από το επίπεδο-ρεκόρ που είχε φθάσει την περασμένη εβδομάδα.
Άλλα πρόσωπα, άλλες προτεραιότητες
Μιλώντας στους «FT» ο Γκρέγκορι Πίτερς, επικεφαλής διαχειριστής κεφαλαίων της PGIM Fixed Income, εκτιμά ότι οι κινήσεις στις αγορές γεννούν υποψίες για μια επανάληψη των όσων είχαν συμβεί το 2013, όταν η Fed είχε ανακοινώσει ότι θα περιορίσει τις αγορές ομολόγων βάσει του προγράμματος που είχε υιοθετήσει για να αντιμετωπίσει την χρηματοπιστωτιική κρίση του 2008.
Τότε όμως πρόεδρος της Fed ήταν ο Μπεν Μπερνάνκι και ήδη η αμερικανική οικονομία είχε ξεπεράσει την κρίση της subprime market. Τώρα με τον Τζερόμ Πάουελ στη Fed και, κυρίως, με την Τζάνετ Γέλεν στο υπουργείο Οικονομικών και βεβαίως με την πανδημία να θερίζει και τους εμβολιασμούς να βρίσκονται στο αρχικό στάδιο και την περίφημη «ανοσία της αγέλης» ακόμα να αργεί, είναι πολύ αμφίβολο αν η Fed ή η αμερικανική κυβέρνηση θα υπαινιχθούν (έστω θεωρητικά, έστω για το απώτερο μέλλον) μια χαλάρωση του προγράμματος αγοράς ομολόγων ή των νέων μέτρων στήριξης της αμερικανικής οικονομίας της διακυβέρνησης Μπάιντεν, που δεν έχουν εξάλλου ακόμα εφαρμοστεί.
Η σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει για προτεραιότητα την ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας και του επιπέδου ζωής των πολιτών, ενώ η ηγεσία της Fed δεν μοιάζει να πάσχει από πληθωρισμοφοβία.
Αν οι ανησυχίες ή οι φόβοι ή οι ευσεβείς πόθοι των επενδυτών και των αναλυτών και των διαχειριστών κεφαλαίων αρκούν για να προκαλέσουν μιαν αντιστροφή του κλίματος και μια ανατροπή της εικόνας στις αγορές, είναι κάτι που το μέλλον θα δείξει.