Ο νέος κορωνοϊός «αγαπά» τις χαμηλές θερμοκρασίες, καθώς όσο η θερμοκρασία πέφτει η μεταδοτικότητά του αυξάνεται – αλλά και το αντίστροφο.
Αυτό επιβεβαιώνει μια νέα μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «PLoS ONE» και η οποία βασίστηκε σε στοιχεία 50 χωρών του Βορείου Ημισφαιρίου. Το νέο αυτό είναι καλό καθώς σε λίγες ημέρες ο χειμώνας θα αποχαιρετήσει το Βόρειο Ημισφαίριο και οι θερμοκρασίες θα αρχίσουν να ανεβαίνουν ενώ δείχνει επίσης έναν σημαντικό παράγοντα που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας στο μέλλον σε περίπτωση που ο SARS-CoV-2 «μείνει» μαζί μας – κάτι που υποστηρίζουν ολοένα και περισσότεροι ειδικοί αναφέροντας ότι πιθανότατατα θα καταστεί ενδημικός, όπως συμβαίνει και με τον ιό της γρίπης.
Οι κορωνοϊοί αγαπούν τους κρύους, λιγότερο υγρούς μήνες
Ο SARS-CoV-2 ανήκει σε μια μεγάλη οικογένεια κορωνοϊών οι περισσότεροι εκ των οποίων χαρακτηρίζονται από αυξημένη μεταδοτικότητα κατά τους πιο κρύους, λιγότερο υγρούς μήνες και αντιστρόφως από μειωμένη μεταδοτικότητα κατά τους πιο ζεστούς, υγρούς μήνες. Ετσι αμερικανοί ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Λούισβιλ, την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, το Κέντρο Τεχνητής Νοσημοσύνης του αμερικανικού υπουργείου Αμυνας και από άλλα κέντρα θέλησαν να ανακαλύψαν αν η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας έχει επίδραση και στη μεταδοτικότητα του νέου κορωνοϊού.
Οσο η θερμοκρασία ανέβαινε, τόσο τα κρούσματα μειώνονταν
Οι ερευνητές συνέκριναν τα στοιχεία σχετικά με τη θερμοκρασία καθώς και τα κρούσματα του νέου κορωνοϊού σε 50 χώρες του Βορείου Ημισφαιρίου μεταξύ της 22ης Ιανουαρίου και της 6ης Απριλίου του 2020. Είδαν ότι όσο η θερμοκρασία ανέβαινε τόσο τα ποσοστά νέων κρουσμάτων μειώνονταν.
Συγκεκριμένα οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι σε μια μεγάλη γκάμα θερμοκρασιών – από κατώτερη θερμοκρασία του -1 βαθμού Κελσίου ως ανώτερη των 38 βαθμών Κελσίου, μια αύξηση στην ημερήσια κατώτατη θερμοκρασία της τάξεως του 1 βαθμού Κελσίου σχετιζόταν με μείωση του ρυθμού αύξησης των κρουσμάτων COVID-19 κατά 0,6%. Αντιθέτως κάθε μείωση της θερμοκρασίας κατά 1 βαθμό Κελσίου σχετιζόταν με αύξηση των κρουσμάτων κατά 2%.
Στοιχείο εποχικότητας
«Παρότι η COVID-19 είναι μια νόσος η οποία συνδέεται με μετάδοση ανεξαρτήτως θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας, η μελέτη μας μαρτυρεί ότι πιθανώς έχει και κάποιο στοιχείο εποχικότητας» ανέφερε ο Αρούνι Μπατναγκάρ, εκ των κύριων συγγραφέων της μελέτης, καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Λούισβιλ και προσέθεσε: «Βέβαια η επίδραση της θερμοκρασίας στον ρυθμό μετάδοσης του νέου κορωνοϊού επηρεάζεται και από παρεμβάσεις όπως η κοινωνική αποστασιοποίηση καθώς και από τον χρόνο που ο πληθυσμός περνά σε εσωτερικούς χώρους κ.α. Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων προσδιορίζει τελικώς την εξάπλωση της COVID-19».
«Πυξίδα» για μελλοντικό σχεδιασμό παρεμβάσεων
Οι ερευνητές συμπέραναν με βάση την ανάλυσή τους ότι οι καλοκαιρινοί μήνες συνδέονται με επιβράδυνση της μετάδοσης τoυ SARS-CoV-2, όπως συμβαίνει με άλλους εποχικούς αναπνευστικούς ιούς. Υπογράμμισαν ότι αυτή η εποχική επίδραση μπορεί να είναι άκρως χρήσιμη στον σχεδιασμό κοινωνικών παρεμβάσεων προκειμένου να ανακόπτονται αποτελεσματικότερα τα μελλοντικά πιθανά κύματα του ιού.
Ο SARS-CoV-2 πιθανώς δύσκολο να περιοριστεί στο μέλλον
«Η κατανόηση της ευαισθησίας του SARS-CoV-2 στη θερμοκρασία έχει σημαντική επίδραση σε ό,τι αφορά το τι πρέπει να αναμένουμε από την πορεία της πανδημίας» σημείωσε ο Ανταμ Κάπλιν από το Τζονς Χόπκινς, πρώτος συγγραφέας της μελέτης. «Δεν γνωρίζουμε για πόσον καιρό τα διαθέσιμα αυτή τη στιγμή εμβόλια θα διατηρήσουν τα οφέλη τους, ούτε τους κινδύνους από τα νέα παραλλαγμένα στελέχη του ιού που θα αναπτύσσονται με την πάροδο του χρόνου αν το Βόρειο και το Νότιο Ημισφαίριο συνεχίσουν να ‘ανταλλάσσουν’ τον ιό μεταξύ τους εξαιτίας των ‘αντίθετων’ εποχών τους. Ωστόσο είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι αυτή η μελέτη δείχνει ότι όπως συμβαίνει με άλλους εποχικούς ιούς και ο SARS-CoV-2 μπορεί να αποδειχθεί άκρως δύσκολο να περιοριστεί στο μέλλον εκτός και αν υπάρξει συντονισμένη, συλλογική προσπάθεια για να μπει ένα τέλος σε αυτήν την πανδημία» κατέληξε ο δρ Κάπλιν.