Στα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου ξεκίνησε για την ανθρωπότητα το μεγάλο στοίχημα των εμβολιασμών ενάντια στον SARS-CoV-2. Ελπίδα όλων, η επιστροφή στην κανονικότητα. Δύο μήνες μετά, φως αρχίζει να διαφαίνεται στην άκρη του τούνελ, αν και οι ανισότητες είναι τεράστιες. Στις 17 Φεβρουαρίου υπολογιζόταν ότι είχαν ήδη χορηγηθεί πάνω από 186 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων, κυρίως της Pfizer και της Moderna, οι οποίες πήραν τις πρώτες εγκρίσεις, αλλά και της AstraZeneca, το εμβόλιο της οποίας άρχισε να χορηγείται λίγο αργότερα.
Οι ΗΠΑ χορηγούν 1,7 εκατομμύρια δόσεις την ημέρα, ενώ αντίστοιχα μεγάλοι είναι οι αριθμοί στην Κίνα. Ως γνωστόν, στην ΕΕ οι εμβολιασμοί έχουν καθυστερήσει αλλά αναμένεται σύντομα να επιταχυνθούν. Τέλος, υπάρχουν χώρες οι οποίες θα αργήσουν πολύ να λάβουν οποιοδήποτε εμβόλιο. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου το 75% των εμβολίων είχε χορηγηθεί σε μόλις 10 χώρες, ενώ 130 χώρες δεν είχαν χορηγήσει καμία δόση εμβολίου.
Προς το παρόν, όλα δείχνουν ότι η ανοσοποίηση του παγκόσμιου πληθυσμού είναι μια υπόθεση διαφορετικών ταχυτήτων, γεγονός που καθιστά δύσκολες τις προβλέψεις για επιστροφή στην κανονικότητα. Ωστόσο, οι πρώιμες ενδείξεις σχετικά με το αν τα εμβόλια θα μπορούσαν να μας δώσουν τις ζωές μας πίσω είναι ενθαρρυντικές.
Το «πείραμα» του Ισραήλ
Δύο χώρες προηγούνται στην εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού τους: το Ισραήλ, το οποίο μέχρι τις 17 Φεβρουαρίου είχε χορηγήσει πάνω από 70 δόσεις ανά 100 κατοίκους, και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με πάνω από 55 δόσεις ανά 100 κατοίκους. (Στην ΕΕ ο μέσος όρος κυμαίνεται ακόμη μεταξύ πέντε και επτά δόσεων ανά 100 κατοίκους.) Το Ισραήλ, το οποίο πέρυσι είχε πληγεί ιδιαίτερα από τον ιό, συνήψε συμφωνία με την Pfizer και μπόρεσε να αρχίσει τους εμβολιασμούς στα μέσα Δεκεμβρίου. Χάρη στο άρτια οργανωμένο σύστημα καταγραφής της χώρας, το Ισραήλ αντάλλαξε την ταχεία λήψη εμβολίων με την παροχή δεδομένων από τους εμβολιασμούς. Ετσι, πρακτικά έγινε η πρώτη χώρα στην οποία μπόρεσε να μελετηθεί η αποτελεσματικότητα ενός εμβολίου σε πραγματικές συνθήκες. Τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της ακόμη εξελισσόμενης μελέτης επιτρέπουν αισιοδοξία: όχι μόνο επιβεβαιώθηκε η αποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου εμβολίου όπως αυτή είχε φανεί στις κλινικές μελέτες (περί το 95%), αλλά φάνηκε και ότι ο εμβολιασμός μειώνει τη μολυσματικότητα των εμβολιασμένων. Μειώνει με άλλα λόγια την ικανότητά τους να μολύνουν και άλλους.
Ειδικότερα, από τη μελέτη μιας ομάδας 132.015 ατόμων ηλικίας άνω των 60 ετών (οι πρώτοι που εμβολιάστηκαν) προέκυψε ότι οι μολύνσεις κορυφώθηκαν τη 10η ημέρα μετά τη χορήγηση της πρώτης δόσης και στη συνέχεια άρχισαν να μειώνονται. Μέχρι την 28η ημέρα (όταν είχε ληφθεί και η δεύτερη δόση) οι νέες μολύνσεις σε αυτή την ομάδα είχαν ήδη υποτριπλασιαστεί. Σημειώνεται ότι όπως προέκυψε από τις κλινικές δοκιμές η πλήρης προστασία από το εμβόλιο παρατηρείται δύο εβδομάδες μετά τη χορήγηση και της δεύτερης δόσης.
Η προστασία που παρέχεται από το εμβόλιο έγινε φανερή στο Ισραήλ και από το γεγονός ότι έναν μήνα μετά την έναρξη των εμβολιασμών μειώθηκαν οι εισαγωγές στα νοσοκομεία ατόμων ηλικίας άνω των 60 ετών από επτά ανά ημέρα σε μία ανά ημέρα. Αντιθέτως, δεν υπήρξε αντίστοιχη μείωση στον γενικό πληθυσμό (ανεμβολίαστο) για την ίδια χρονική περίοδο. Αντίστοιχες παρατηρήσεις έγιναν και στις ΗΠΑ, και ειδικότερα σε μονάδες φιλοξενίας ηλικιωμένων, όπου όσο νωρίτερα χορηγήθηκαν τα εμβόλια τόσο μεγαλύτερη ήταν η μείωση των νέων μολύνσεων.
Μεταδίδουν τον ιό οι εμβολιασμένοι;
Το γεγονός ότι για μια μικρή χρονική περίοδο, προτού δηλαδή το ανοσοποιητικό σύστημα προλάβει να αναπτύξει την αντίδρασή του στον εμβολιασμό, οι εμβολιασμένοι μπορούν ακόμη να μολυνθούν έδωσε τη δυνατότητα σε ισραηλινούς βιολόγους του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Technion στη Χάιφα να μελετήσουν το ιικό φορτίο των εμβολιασμένων που είχαν μολυνθεί.
Σύμφωνα με άρθρο τους το οποίο δημοσιεύθηκε στις 8 Φεβρουαρίου στη διαδικτυακή πλατφόρμα medRxiv, μεταξύ των πρώτων 650.000 εμβολιασμένων ατόμων παρατηρήθηκαν 2.897 μολύνσεις. Από τη συγκριτική μελέτη αυτών με άτομα τα οποία δεν είχαν λάβει καμία δόση του εμβολίου προέκυψε ότι για μολύνσεις που συνέβησαν μεταξύ της 12ης και της 28ης ημέρας μετά τη χορήγηση του εμβολίου το ιικό φορτίο είχε υποτετραπλασιαστεί. Με άλλα λόγια, ήδη από τη 12η ημέρα μετά τη χορήγηση της πρώτης δόσης το ανοσοποιητικό σύστημα των εμβολιασμένων εμπόδιζε την παραγωγή ιικών σωματιδίων και κατ’ επέκταση μείωνε τη μολυσματικότητά τους.
Αντίστοιχα ευρήματα υπήρξαν και από τις κλινικές δοκιμές των εμβολίων της AstraZeneca και της Moderna. Ειδικότερα, στη μελέτη της AstraZeneca, μια υποομάδα εθελοντών υποβλήθηκε σε εβδομαδιαία τεστ της παρουσίας του ιού στον ρινικό βλεννογόνο τους. Διαπιστώθηκε ότι ο εμβολιασμός μειώνει σχεδόν στο μισό τις ασυμπτωματικές περιπτώσεις της COVID-19. Με δεδομένο ότι ένα μεγάλο μέρος των μολύνσεων οφείλεται σε ασυμπτωματικούς φορείς, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι ο εμβολιασμός έχει όντως τη δυνατότητα να αναχαιτίσει την πορεία του ιού στην κοινότητα.
Το πολυπόθητο τείχος ανοσίας
Σημαίνουν τα παραπάνω ότι βαθμηδόν (αν και με αργούς ρυθμούς) χτίζεται το πολυπόθητο τείχος ανοσίας; Κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα, καθώς ακόμη δεν είναι γνωστή η διάρκεια της ανοσίας που παρέχεται από τα εμβόλια. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο αποδεικτικό εμβολιασμού των ισραηλινών πολιτών υπάρχει ημερομηνία λήξης η οποία τοποθετείται έξι μήνες μετά τη λήψη και της δεύτερης δόσης.
Στην πραγματικότητα, αυτό που ακόμη αγνοεί η επιστημονική κοινότητα είναι το κατά πόσο ο εμβολιασμός ή/και η μόλυνση από τον ιό παρέχουν το είδος της αποστειρωτικής ανοσίας (το οποίο δεν επιτυγχάνεται εύκολα, όπως δείχνει η εμπειρία από άλλα γνωστά και αποτελεσματικά εμβόλια). Μια σειρά από μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη προκειμένου να δοθεί απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Ενθαρρυντική πάντως είναι η παρατήρηση ότι στο Νέο Δελχί, όπου περίπου ο μισός πληθυσμός φέρει αντισώματα ενάντια στον ιό εξαιτίας των μολύνσεων του πρώτου κύματος της πανδημίας, ο αριθμός των νέων μολύνσεων εμφανίζεται δραματικά μειωμένος.
Ο κίνδυνος από τα νέα στελέχη
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η μείωση των εισαγωγών στα νοσοκομεία και στις ΜΕΘ η οποία επιτυγχάνεται από όλα τα εμβόλια τα οποία έχουν εγκριθεί είναι μια μεγάλη νίκη της επιστήμης έναντι στον ιό. Με δεδομένο όμως ότι η ζήτηση εμβολίων είναι κατά πολύ μεγαλύτερη της παραγωγής, πράγμα που σημαίνει καθυστερήσεις στην όποια ανοσοποίηση του πληθυσμού, εκφράζονται ανησυχίες σχετικά με την αδυναμία των υπαρχόντων εμβολίων να μειώσουν τις ήπιες μολύνσεις όταν αυτές προέρχονται από τα μεταλλαγμένα στελέχη. Η ανησυχία είναι δικαιολογημένη: την εβδομάδα που πέρασε μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου του Τέξας η οποία δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση «New England Journal of Medicine» έδειξε ότι η εξουδετερωτική ικανότητα των αντισωμάτων στο πλάσμα του αίματος των εμβολιασμένων (με το εμβόλιο της Pfizer) ήταν υποτριπλασιασμένη ενάντια στο βρετανικό στέλεχος.
Η γενική εκτίμηση είναι ότι ακόμα και έτσι τα υπάρχοντα εμβόλια θα είναι ικανά να προστατεύσουν από σοβαρή νόσο και να συμβάλουν ώστε να μην υπερφορτωθούν τα νοσοκομεία και καταρρεύσουν τα συστήματα υγείας. Παράλληλα βεβαίως έχουν αρχίσει να ετοιμάζονται και αναμνηστικές δόσεις των εμβολίων οι οποίες θα στοχεύουν στα μεταλλαγμένα στελέχη. Για κάποιες από αυτές αναμένονται οι μικρής κλίμακας δοκιμές να αρχίσουν από τα μέσα Μαρτίου. Αν μέχρι τότε επιταχυνθούν δραματικά και οι εμβολιασμοί παγκοσμίως (δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο), οι ειδικοί εκτιμούν ότι δεν θα υπάρξει παλινδρόμηση και τα πρώτα δειλά βήματά μας προς την κανονικότητα θα γίνουν κανονικός βηματισμός.